tag:blogger.com,1999:blog-88926031419060381742024-02-02T02:04:02.949-08:00Κ ι ν α ί σ θ η σ ι ςΟνειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.comBlogger34125tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-27994559248498631502010-02-13T05:21:00.000-08:002010-02-13T05:21:37.140-08:00Ελύτης Οδυσσέας, ''Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός''<span style="color: #660000; font-weight: bold;">Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;">Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;">έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;">τιμωρημένη ώρες και ώρες.</span><br />
<br />
Γλασέ χαρτί ήταν; Δεν είμαι σίγουρη πια. Κόλλες μεγάλες από το βιβλιοπωλείο. Να κόψουμε όμορφα σχήματα και να τα κολλήσουμε προσεκτικά να μη βρει χαραμάδες ο άνεμος. Ξυλαράκια από το μαραγκούδικο του κυρ Παναγιώτη. Να μας κυνηγάει γελώντας κάτω από τα σκονισμένα μουστάκια του. Σπάγκο ελαφρύ για τα ζύγια. Εφημερίδες ψαλιδισμένες στην ουρά. Κι η καλούμπα στεριωμένη στο κέντρο. <b><br />
</b><span style="color: #660000; font-weight: bold;"> Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> δεν ονειρευόμουν — ανέβαινε</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> φοβόμουνα και μου άρεσε.</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> κάτι σαν την “ανάμνηση τον μέλλοντος”</span><br />
<br />
Μέρες παλεύαμε να τον ... αναστήσουμε. Μπλεγμένα στη φαντασία μας όλα τα σύνεργα. Ψαλίδια, ξυλοκοπτική, χαρτοκοπτική. Οι τέμπερες που βαζαν το χρώμα. Κι η ψυχή να φτερουγάει μη βρέξει. Να ναι ο ουρανός του καλοτάξιδος. Να πάει ψηλά. Να δει και να μας φέρει κόσμους.<br />
<br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> σαν εφηβαία — φοβόμουνα και μου άρεσε</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι. . .</span><br />
<br />
Κι ο Θεός των ανέμων δεν είχε πάντα κατανόηση στα ντέρτια μας. Μας κρυφοκοίταζε στο δασάκι που πασχίζαμε. Κι άλλοτε γέλαγε κρατώντας την κοιλιά του με τις τρεχάλες μας. Κι άλλοτε έπαιζε μαζί μας κι αυτός, φυσώντας τις ελπίδες μας. Και τότε η καλούμπα ξέκοβε, ανασαίνοντας ελευθερία. Μέναμε να τον κοιτάμε να μακραίνει, το ίδιο λεύτερα κουρασμένοι.<br />
<br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;">Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> και μου χαμογελονσανε·</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: “δεσποινίς”</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> φοβόμουνα και μον άρεσε.</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> Ήταν οι “πάνω άνθρωποι” έτσι τους έλεγα</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> δεν ήταν σαν τους “κάτω”·</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια”</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.</span><br />
<br />
Επιστροφή. Έψαχνα τη γαλάζια μου σκέπη με το βλέμμα. Να τον εντοπίσω. Να βρω πόσο αλλάργεψε και που σιμώνει. Και μόλις βράδυαζε ρωτούσα: "Φτάνει τώρα στη Σαλονίκη; Αύριο θα 'ναι στην Αγγλία; Πόσο θέλει για Αμερική;" Άσχετη στους παγκόσμιους χάρτες από τότε! Όπου δεν έφτανε το μάτι μου, όλα ξενητεμένα.<br />
<br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> Ήταν θυμάμαι ” Ή Άννέτα με τα σάνταλα”</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> ” Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης”</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> το “Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει”</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> (ναι θυμάμαι και αλλά)</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> αίφνης εκείνο το “Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> για σένα”.</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> το ποδήλατο του με άκρα προσοχή</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> αέρα</span><br />
<br />
Έκλεινα τα μάτια και τον έβλεπα να πετά ακούραστος. Ένα τοσοδούλικο φτεράκι στον άνεμο. Η κουκίδα που στειλα στα πέρατα. Τότε πίστευα πως μια μέρα θα τον ξαναβρω. θα λύσω τα ξυλίκια και θα μάθω όσα είδε. Σαν εικόνες να δίπλωνε για χάρη μου στα ζύγια.<br />
Παιδιάστικες σκέψεις ...<br />
<br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> φοβόμουνα και μου άρεσε</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> το δωμάτιο μου ανέβαινε</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.</span><br />
<br />
Μέρες στεκόμουν στην αυλή με τα μάτια τεντωμένα στην ανίχνευση. Μάταια.<br />
"Έγραψα πάνω τ' όνομά μου. Θα τον βρουν και θα τον στείλουν πίσω" κλαψούριζα κρατώντας σφικτά ό,τι απέμεινε από την καλούμπα. Η μητέρα χαμογέλαγε: "θα επιστρέψει, μα θα κάνει χρόνια. Είναι μεγάλο το ταξίδι του. Εσύ όμως να περιμένεις. Έχει πάνω τ' όνομά σου και θα γυρίσει".<br />
<br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> Είμαι από πορσελάνη καί μαγνόλια</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> ένας απειροελάχιστος σεισμός</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> και όμως η εναντίωση</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> τις νύχτες να το κρίνουν.</span><br />
<br />
Μέσα μου μάτωνα. Δεν ήθελα καν να γυρίσει πια. Αλήθεια. Δεν ήθελα. Οι άλλοι με κορόιδευαν. Αλλά εγώ το ξερα. Τίποτα δεν υπόσχεται επιστροφές σαν είναι λεύτερο. Πήρα μια μέρα ήσυχα την καλούμπα και την πέταξα στο απέναντι χωράφι.<br />
Έκτοτε με θλίβουν αφόρητα τα παιδιά με τα ετοιματζίδικα όνειρα. Σαν δέσμια μίας εποχής που φοβάται να κοπιάσει και να απελπιστεί. Καταδικασμένα σε όσα τους "πρέπουν". Στερημένα και φτωχά στα "μακρινά του παρελθόντος πένθη".<br />
<br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;">Κάποτε</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> χειροκροτούσαν — απίστευτων χρόνων θραύσματα</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> μετέωρα όλα.</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν·</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> τι ωραία Θεέ μου τι ωραία</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> χάμου στο χώμα ποδοπατημένη</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου</span><br />
<span style="color: #660000; font-weight: bold;"> ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.</span><br />
<b><br />
</b>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-52676718871903820792010-02-13T05:10:00.000-08:002010-02-13T05:15:09.101-08:00Νίτσε, Ο Υπεράνθρωπος Όταν ο Ζαρατούστρα έφτασε στην πιο κοντινή πόλη που συνόρευε με το δάσος, βρήκε πολλούς ανθρώπους μαζεμένους στην αγορά, επειδή είχε ανακοινωθέι οτι ένας σχοινοβάτης θα έκανε επίδειξη. Και ο Ζαρατούστρα μίλησε έτσι στους ανθρώπους: Σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρόκειται να ξεπεραστεί. Τι έχετε κάνει για να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Όλα τα όντα μέχρι τώρα έχουν δημιουργήσει κάτι πέρα από τον εαυτό τους: κι εσείς θέλετε να είστε η άμπωτη αυτής της μεγάλης παλίρροιας, και θα προτιμούσαμε να ξαναγυρίσετε στο κτήνος παρά να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Τι είναι ο πίθηκος προς τον άνθρωπο; Ένα περιγέλασμα, ένα επόνειδο πράμα. Και το ίδιο ακριβώς θα είναι ο άνθρωπος προς τον Υπεράνθρωπο: ένα περιγέλασμα, ένα πράμα της ντροπής.<br />
Έχετε προχωρήσει από το σκουλήκι στον άνθρωπο, και πολύ ακόμα μέσα σας είναι του σκουληκιού. Κάποτε ήσασταν πίθηκοι, κι όμως ακόμα ο άνθρωπος είναι περισσότερο πίθηκος από οποιονδήποτε πίθηκο. Ακόμα κι οι πιο σοφοί ανάμεσά σας είναι μόνο μια δυσαρμονία και μείγμα φυτού και φαντάσματος. Σας ζητάω όμως να γίνετα φυτά και φαντάσματα; Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο! Ο Υπεράνθρωπος είναι το νόημα της γης. Αφήστε τη βούλησή σας να πει: Ο Υπεράνθρωπος θα είναι το νόημα της γης!<br />
<br />
Σας εξορκίζω, αδελφοί μου, μείνετε αληθινοί στη γη, και μην πιστεύετε αυτούς που σας μιλάνε για υπεργήινες ελπίδες! Δηλητηριαστές είναι, είτε το ξέρουνε είτε όχι. Καταφρονητές της ζωής είναι, παρακμάζοντες και δηλητηριασμένοι οι ίδιοι, τους οποίους έχει βαρεθεί η γη: έτσι αφήστε τους να πάνε! Κάποτε βλασφημία ενάντια στο Θεό ήταν η μεγαλύτερη βλασφημία. Αλλά ο Θεός πέθανε, και μαζί και εκείνοι οι βλάσφημοι. Το να βλασφημήσεις τη γη είναι τώρα η πιο τρομερή αμαρτία, και το να επιτιμήσεις την καρδιά του μη γνωστέου υψηλότερο κι απ' το νόημα της γης! Κάποτε η ψυχή κοίταζε με περιφρόνηση το σώμα, και τότε αυτή η περιφρόνηση ήταν το ανώτερο πράγμα:- η ψυχή επιθυμούσε το σώμα να είναι αδύναμο, χλωμό, και πεινασμένο. Έτσι σκέφτηκε να ξεφύγει από το σώμα κι απ' τη γη. Ω, αυτή η ψυχή ήταν η ίδια αδύναμη, χλωμή, και πεινασμένη, και σκληρότητα ήταν η απόλαυση αυτής της ψυχής! Αλλά εσείς, επίσης, αδελφοί μου, μου λέτε: Τι λέει το σώμα σου για την ψυχή σου; Δεν ειναι η ψυχή σου φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια; Αληθινά, ένα μολυσμένο ρέμα είναι ο άνθρωπος. Κάποιος πρέπει να είναι θάλασσα, για να δεχτεί ένα μολυσμένο ρέμα χωρίς να μολυνθεί ο ίδιος.<br />
<br />
Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο: αυτός είναι εκείνη η θάλασσα, σ' αυτόν μπορεί η μεγαλύτερη περιφρόνησή σας να βυθιστεί. Ποιό είναι το σπουδαιότερο πράγμα που μπορείτε να ζήσετε; Είναι η ώρα της μεγάλης περιφρόνησης. Η ώρα στην οποία ακόμα και η ευτυχία σας σας γίνεται μισητή, και το ίδιο η λογική και η αρετή. Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η ευτυχία! Είναι φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια. Μα η ευτυχία μου έπρεπε να δικαιολογεί την ίδια την ύπαρξη!" Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η λογική! Λαχταράει τη γνώση όπως το λιοντάρι την τροφή του; Είναι φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια!" Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η αρετή! Ακόμα δεν με έχει κάνει παθιασμένο. Πόσο έχω βαρεθεί το καλό και το κακό μου! Είναι όλα φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια!" Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η δικαιοσύνη! Δε βλέπω να είμαι πυρετός και φωτιά! Οι δίκαιοι, όμως, είναι πυρετός και φωτιά!" Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η συμπόνοια! Δεν είναι η συμπόνοια ο σταυρός στον οποίο καρφώθηκε αυτός που αγάπησε τον άνθρωπο; Αλλά η συμπόνοια μου δεν είναι σταύρωση." Έχετε μιλήσει ποτέ έτσι; Έχετε φωνάξει ποτέ έτσι; Α! μακάρι να σας είχα ακούσει να φωνάζετε έτσι! Δεν είναι δικό σας αμάρτημα- είναι η αυτοϊκανοποίησή σας που φώναξε στους ουρανούς, αυτή η ίδια σας η αποφυγή της αμαρτίας φώναξε στους ουρανούς! Πού είναι η αστραπή να σας γλύψει με τη γλώσσα της; Πού είναι η φρενίτιδα με την οποία έπρεπε να είστε εμβολιασμένοι; Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο: αυτός είναι αυτή η αστραπή, αυτός είναι η φρενίτιδα!-<br />
<br />
Όταν ο Ζαρατούστρα μίλησε έτσι, ένας από το πλήθος φώναξε: "Έχουμε ως τώρα ακούσει αρκετά για τον σχοινοβάτη, είναι καιρός να τον δούμε!" Και όλος ο κόσμος γέλασε με τον Ζαρατούστρα. Αλλά ο σχοινοβάτης, που νόμισε οτι τα λόγια ίσχυαν γι' αυτόν, ξεκίνησε την επίδειξή του.<br />
<br />
Ο Ζαρατούστρα, όμως, κοίταξε το πλήθος και θαύμασε. Μετά μίλησε έτσι: Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον Υπεράνθρωπο- ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο. Ένα επικίνδυνο πέρασμα, ένα επικίνδυνο ταξίδεμα, μια επικίνδυνη ματιά προς τα πίσω, ένα επικίνδυνο τρεμούλιασμα και σταμάτημα. Το σπουδαίο στον άνθρωπο είναι οτι είναι μια γέφυρα και όχι ένας στόχος: το αξιαγάπητο στον άνθρωπο είναι οτι είναι υπερβάτης και καταβάτης.<br />
<br />
Αγαπώ αυτούς που δεν ξέρουν να ζουν παρά μόνο σαν καταβάτες, επειδή είναι οι υπερβάτες. Αγαπώ τους μεγάλους καταφρονητές, επειδή είναι οι μεγάλοι λάτρες, και βέλη που λαχταρούν την άλλη ακτή. Αγαπώ εκείνους που δεν ψάχνουν πρώτα ένα λόγο πέρα από τ' αστέρια για να κατεβούνε και να θυσιαστούνε, αλλά θυσιάζουν τον εαυτό τους στη γη, ώστε η γη του Υπεράνθρωπου στη συνέχεια να έρθει. Αγαπώ αυτόν που ζει για να μαθαίνει, και αναζητεί να μαθαίνει ώστε ο Υπεράνθρωπος στη συνέχεια να ζήσει. Έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που μοχθεί και εφευρίσκει, ώστε να χτίσει το σπίτι για τον Υπεράνθρωπο, και να προετοιμάσει γι' αυτόν γη, ζώα, και φυτά: γιατί έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που αγαπάει την αρετή του: γιατί η αρετή είναι η βούληση προς κατάβαση, και ένα βέλος λαχτάρας.<br />
<br />
Αγαπώ αυτόν που δεν κρατάει μερίδιο πνεύματος για τον εαυτό του, αλλά θέλει να είναι πλήρως το πνεύμα της αρετής του: έτσι περπατάει σαν πνεύμα πάνω απ' τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που κάνει την αρετή του κλίση και πεπρωμένο του: έτσι, για χάρη της αρετής του, είναι διατεθειμένος να συνεχίσει να ζει, διαφορετικά να μη ζήσει άλλο. Αγαπώ αυτόν που δεν επιθυμεί πολλές αρετές. Μια αρετή είναι περισσότερο αρετή από δύο, επειδή είναι περισσότερο κόμβος για να πιαστεί το πεπρωμένο κάποιου. Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι πλουσιοπάροχη, που δεν θέλει ευχαριστώ και δεν τα επιστρέφει: αφού πάντα παρέχει, και δεν επιθυμεί να κρατήσει για τον εαυτό του. Αγαπώ αυτόν που ντρέπεται όταν τα ζάρια πέφτουν ευνοϊκά γι' αυτόν, και που στη συνέχεια ρωτάει: "Είμαι ανέντιμος παίχτης;"- επειδή είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει.<br />
<br />
Αγαπώ αυτόν που σκορπάει λόγια χρυσά πριν από τα έργα του, και πάντα κάνει περισσότερα απ' ότι υποσχέθηκε: γιατί αναζητάει τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που δικαιολογεί τους μελλοντικούς, και συγχωρεί τους παρελθόντες: γιατί είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει στους τωρινούς. Αγαπώ αυτόν που δαμάζει το Θεό του, επειδή αγαπάει το Θεό του: γιατί πρέπει να υποχωρήσει δια της οργής του Θεού του. Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι βαθιά ακόμα και στο πλήγωμα, και μπορεί να υποχωρήσει σε κάτι μικρό: έτσι περνάει εθελουσίως πάνω από τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που οποίου η ψυχή είναι τόσο υπερπλήρης που ξεχνάει τον εαυτό του, και όλα τα πράγματα είναι μέσα του: έτσι όλα τα πράγματα γίνονται η κάθοδός του.<br />
<br />
Αγαπώ αυτόν που είναι ελεύθερο πνεύμα και ελεύθερη καρδιά: έτσι το κεφάλι του είναι μόνο τα σπλάχνα της καρδιάς του, η καρδιά του, όμως, προκαλεί την κατάβασή του. Αγαπώ όλους όσοι είναι σα βαριές σταγόνες που πέφτουν μια-μια απ' το μαύρο σύννεφο που χαμήλωσε πάνω απ' τον άνθρωπο: προμηνύουν τον ερχομό της αστραπής, και υποχωρούν σαν προάγγελοι.<br />
<br />
Να, είμαι ένας προάγγελος της αστραπής, και μια βαριά σταγόνα από το μαύρο σύννεφο: η αστραπή, όμως, είναι ο Υπεράνθρωπος.<br />
<br />
Αφού ο Ζαρατούστρα είχε πει αυτά τα λόγια, κοίταξε ξανά τον κόσμο, και σιώπησε. "Νάτοι στέκονται," είπε στην καρδιά του, "νάτοι γελάνε: δεν με καταλαβαίνουν, δεν είμαι το στόμα γι' αυτά τα αυτιά. Πρέπει πρώτα κάποιος να κοπανάει στ' αυτιά τους, ώστε να μάθουν να ακούνε με τα μάτια τους; Πρέπει κάποιος να κλαγγίζει όπως οι κατσαρόλες και οι δάσκαλοι των "μετανοείτε!"; Ή μόνο πιστεύουν τους τραυλούς; Έχουν κάτι για το οποίο είναι περήφανοι. Πώς το αποκαλούν, αυτό που τους κάνει περήφανους; Πολιτισμό, το αποκαλούν, τους ξεχωρίσει από τα γιδοκόπαδα. Δεν τους αρέσει, συνεπώς, ν' ακούνε για 'περιφρόνηση' των εαυτών τους. Άρα θα μιλήσω στην περηφάνεια τους. Θα τους μιλήσω για το πιο περιφρονητικό πράμα: αυτό, όμως, είναι ο τελευταίος άνθρωπος!"<h3> </h3><h3><span style="font-weight: normal;"> </span></h3><h3><span style="font-weight: normal;"> </span></h3><h3><span style="font-weight: normal;"> </span></h3><h3><span style="font-weight: normal;"> </span></h3><h3><span style="font-weight: normal;"> </span></h3>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-63104551223965026892010-02-03T15:11:00.001-08:002010-02-03T15:11:59.273-08:00Χόρχε Λούις Μπόρχες Η ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥΤο μπουντρούμι είναι βαθύ και πέτρινο· το σχήμα του, <br />
ενός σχεδόν τέλειου ημισφαίριου, αν και το πάτωμα (που είναι <br />
επίσης πέτρινο) είναι λίγο μικρότερο από έναν μεγάλο κύκλο, <br />
γεγονός που εντείνει κάπως τα αισθήματα της καταπίεσης και <br />
της απεραντοσύνης. Ένας μεσότοιχος το χωρίζει στα δύο· ο <br />
τοίχος αυτός, παρόλο που είναι πανύψηλος, δεν φτάνει ως την <br />
κορυφή του θόλου· από τη μια μεριά είμαι εγώ, ο Τζινακάν, <br />
μάγος της πυραμίδας του Καολόμ, που πυρπολήθηκε απ' τον <br />
Πέδρο δε Αλβαράδο· από την άλλη, είναι ένας ιαγουάρος, που <br />
με τον μυστικό και ισοσκελή βηματισμό του μετράει τον χρόνο <br />
και τον χώρο της αιχμαλωσίας του. Ένα μεγάλο παράθυρο με. <br />
κάγκελα, σύρριζα στο πάτωμα, κόβει τον κεντρικό τοίχο. Την <br />
ώρα που δεν έχει σκιά [ = το μεσημέρι], ανοίγει στο ταβάνι μια <br />
καταπακτή, κι ένας δεσμοφύλακας, που τον έχουν ξεθωριάσει <br />
πια ταχρόνια, πιάνει να γυρίζει μια σιδερένια τροχαλία και μας <br />
κατεβάζει, στην άκρη ενός σκοινιού, κανάτες με νερό και <br />
κομμάτια κρέας. Τότε, στο μπουντρούμι μπαίνει φως· εκείνη τη <br />
στιγμή, μπορώ να δω τον ιαγουάρο. <br />
<br />
Δεν ξέρω πια πόσα χρόνια κείτομαι εδώ κάτω στα <br />
σκοτάδια· εγώ, που κάποτε, ήμουν νέος και μπορούσα να <br />
πηγαινοέρχομαι σ' αυτή τη φυλακή, τώρα δεν έχω τίποτα να <br />
κάνω παρά να περιμένω παίρνοντας τη στάση του θανάτου μου, <br />
το τέλος που μου προορίζουν οι θεοί. Κάποτε, με το βαθύ <br />
οψιδιανό μαχαίρι μου άνοιγα τα στήθια των θυμάτων μου και <br />
τώρα μου είναι αδύνατον χωρίς τα μάγια να σηκωθώ απ' το <br />
χώμα. <br />
<br />
Την προηγουμένη της πυρπόλησης της Πυραμίδας, οι <br />
<br />
1 <br />
<br />
<br />
<br />
άνθρωποι που ξεπέζεψαν απ' τα θεόρατα άλογα με βασάνισαν <br />
με πυρακτωμένα σίδερα για να τους αποκαλύψω την κρυψώνα <br />
του θησαυρού. Γκρέμισαν, μπροστά στα μάτια μου, το είδωλο <br />
του θεού, εκείνος όμως δεν μ' εγκατέλειψε στα βασανιστήρια <br />
και με κράτησε σιωπηλό. Με μαστίγωσαν, μου έσπασαν τα <br />
κόκαλα, με παραμόρφωσαν, κι ύστερα ξύπνησα σ' αυτή τη <br />
φυλακή, απ' όπου δεν θα ξαναβγώ ποτέ στη διάρκεια της <br />
θνητής ζωής μου. <br />
με πυρακτωμένα σίδερα για να τους αποκαλύψω την κρυψώνα <br />
του θησαυρού. Γκρέμισαν, μπροστά στα μάτια μου, το είδωλο <br />
του θεού, εκείνος όμως δεν μ' εγκατέλειψε στα βασανιστήρια <br />
και με κράτησε σιωπηλό. Με μαστίγωσαν, μου έσπασαν τα <br />
κόκαλα, με παραμόρφωσαν, κι ύστερα ξύπνησα σ' αυτή τη <br />
φυλακή, απ' όπου δεν θα ξαναβγώ ποτέ στη διάρκεια της <br />
θνητής ζωής μου. <br />
<br />
Ωθούμενος απ' την ανάγκη να κάνω κάτι, να γεμίσω <br />
τελοσπάντων τον χρόνο μου, θέλησα να θυμηθώ, μες στο <br />
σκοτάδι μου, όλα όσα γνώριζα. Νύχτες ολόκληρες σπατάλησα <br />
για να θυμηθώ τη σειρά και τον αριθμό ορισμένων ερπετών <br />
σκαλισμένων σε πέτρα ή το σχήμα ενός φαρμακευτικού <br />
δέντρου. Έτσι υπέταξα τα χρόνια, έτσι ανέκτησα ό,τι μου ανήκε. <br />
Μια νύχτα ένιωσα ότι προσέγγιζα μια πολύτιμη ανάμνηση· πριν <br />
ακόμη δει τη θάλασσα, ο ταξιδιώτης νιώθει μια αναταραχή στο <br />
αίμα του. Λίγες ώρες αργότερα, άρχισα να διακρίνω καθαρότερα <br />
αυτή την ανάμνηση· ήταν μία από τις παραδόσεις του θεού. Την <br />
πρώτη μέρα της Δημιουργίας, ο θεός, προβλέποντας ότι στη <br />
συντέλεια των καιρών θα επισυμβούν ερήμωση και χαλασμός, <br />
έγραψε την μαγική φράση που μπορεί να εξορκίσει όλα αυτά τα <br />
δεινά. Την έγραψε δε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φτάσει και <br />
στις πιο απόμακρες γενιές και να είναι απρόσβλητη απ' την <br />
τύχη. Κανείς δεν ξέρει ούτε πού την έγραψε ούτε με τι <br />
χαρακτήρες, μας αρκεί όμως να γνωρίζουμε ότι κάπου υπάρχει, <br />
μυστική, κι ότι μια μέρα κάποιος εκλεκτός θα την διαβάσει. <br />
Σκέφτηκα λοιπόν ότι, όπως πάντα, είχαμε φτάσει στη συντέλεια <br />
των καιρών κι ότι η μοίρα, που μ' έφερε να είμαι ο τελευταίος <br />
ιερέας του θεού, μπορεί και να μου έδινε το προνόμιο να <br />
διαισθανθώ αυτή τη γραφή. Το γεγονός ότι ήμουν κλεισμένος <br />
σε μια φυλακή δεν μου απαγόρευε αυτή την ελπίδα· μπορεί και <br />
να 'χα δει χιλιάδες φορές την επιγραφή στο Καολόμ και να <br />
υπολειπόταν απλώς το να την καταλάβω. <br />
<br />
Η σκέψη αυτή, πρώτα με εμψύχωσε κι ύστερα με βύθισε σ' <br />
ένα είδος ιλίγγου. Πάνω στη γη υπάρχουν σχήματα αρχαία, <br />
<br />
2 <br />
<br />
<br />
<br />
σχήματα άφθαρτα και αιώνια· οποιοδήποτε απ' αυτά θα <br />
μπορούσε να είναι το σύμβολο που αναζητούσα. Ο λόγος του <br />
θεού θα μπορούσε να 'ναι ένα βουνό ή ένας ποταμός ή η <br />
αυτοκρατορία ή η διάταξη των άστρων. Όμως στο πέρασμα των <br />
αιώνων τα βουνά ισοπεδώνονται και η πορεία ενός ποταμού <br />
εκτρέπεται συνήθως κι οι αυτοκρατορίες γνωρίζουν αλλαγές και <br />
συντριβή, κι η διάταξη των άστρων μεταβάλλεται. Όλα <br />
αλλάζουν στο στερέωμα. Το βουνό και τ' άστρα είναι άτομα — <br />
και τ' άτομα περνούν. Έψαξα κάτι πιο ανθεκτικό, πιο άτρωτο. <br />
Σκέφτηκα ταγένη των δημητριακών, των χορταρικών, των <br />
πουλιών, των ανθρώπων. Μπορεί η μαγική φράση να 'ταν <br />
γραμμένη στο πρόσωπό μου, μπορεί εγώ ο ίδιος να ήμουν το <br />
τέρμα της αναζήτησής μου. Σ’ αυτή την αγωνία βρισκόμουν, <br />
όταν θυμήθηκα ότι ο ιαγουάρος ήταν μία από τις ιδιότητες του <br />
θεού. <br />
οτε απ' αυτά θα <br />
μπορούσε να είναι το σύμβολο που αναζητούσα. Ο λόγος του <br />
θεού θα μπορούσε να 'ναι ένα βουνό ή ένας ποταμός ή η <br />
αυτοκρατορία ή η διάταξη των άστρων. Όμως στο πέρασμα των <br />
αιώνων τα βουνά ισοπεδώνονται και η πορεία ενός ποταμού <br />
εκτρέπεται συνήθως κι οι αυτοκρατορίες γνωρίζουν αλλαγές και <br />
συντριβή, κι η διάταξη των άστρων μεταβάλλεται. Όλα <br />
αλλάζουν στο στερέωμα. Το βουνό και τ' άστρα είναι άτομα — <br />
και τ' άτομα περνούν. Έψαξα κάτι πιο ανθεκτικό, πιο άτρωτο. <br />
Σκέφτηκα ταγένη των δημητριακών, των χορταρικών, των <br />
πουλιών, των ανθρώπων. Μπορεί η μαγική φράση να 'ταν <br />
γραμμένη στο πρόσωπό μου, μπορεί εγώ ο ίδιος να ήμουν το <br />
τέρμα της αναζήτησής μου. Σ’ αυτή την αγωνία βρισκόμουν, <br />
όταν θυμήθηκα ότι ο ιαγουάρος ήταν μία από τις ιδιότητες του <br />
θεού. <br />
<br />
Και τότε η ψυχή μου γέμισε ευσπλαχνία. Φαντάστηκα το <br />
πρώτο πρωινό του χρόνου, φαντάστηκα τον θεό μου να <br />
εμπιστεύεται το μήνυμα στο ολοζώντανο δέρμα των ιαγουάρων, <br />
που θα ζευγάρωναν και θα γεννοβολούσαν αδιάκοπα, σε <br />
σπήλαια, σε φυτείες ζαχαροκάλαμου, σε νησιά, μέχρι να <br />
δεχθούν το μήνυμα οι τελευταίοι άνθρωποι. Φαντάστηκα αυτό <br />
το δίκτυο των τίγρεων, αυτόν τον έμπυρο λαβύρινθο των <br />
τίγρεων, που σκορπούσε τον τρόμο στις βοσκές και στα <br />
κοπάδια, μόνο και μόνο για να φυλάξει ένα σχέδιο. Στο διπλανό <br />
κελί υπήρχε ένας ιαγουάρος· εξέλαβα αυτή τη γειτνίαση ως <br />
επιβεβαίωση της εικασίας μου και ως μυστική χάρη. <br />
<br />
Αφιέρωσα πολλά χρόνια για να μάθω τη σειρά και τη <br />
διάταξη των κηλίδων. Κάθε τυφλή μέρα που περνούσε, μου <br />
παραχωρούσε μιαστιγμή φως, κι έτσι μπόρεσα να εντυπώσω στη <br />
μνήμη μου τα μαύρα σχήματα πάνω στο κίτρινο τρίχωμα. Άλλα <br />
ήταν στίγματα· άλλα σχημάτιζαν εγκάρσιες ραβδώσεις στο μέσα <br />
μέρος των πελμάτων· άλλα, δακτυλιωτά, επαναλαμβάνονταν. <br />
Μπορεί και να ήταν ένας μόνον ήχος ή μια μόνη λέξη. Πολλά <br />
είχαν κόκκινο περίγραμμα. <br />
<br />
Δεν θα πω πόσο κοπιαστικό ήταν το έργο μου. Πολλές <br />
<br />
3 <br />
<br />
<br />
<br />
φορές ούρλιαξα μέσα στο μπουντρούμι ότι ένα τέτοιο κείμενο <br />
δεν μπορεί να το αποκρυπτογραφήσει κανείς. Σιγά σιγά, το <br />
συγκεκριμένο αίνιγμα που με βασάνιζε άρχισε να με ανησυχεί <br />
λιγότερο από το γενικό: Τι φράση γράφει ένας θεός; Τι είδους <br />
φράση θα συνέθετε μια απόλυτη διάνοια; Αναλογίστηκα ότι σε <br />
όλες τις ανθρώπινες γλώσσες δεν υπάρχει ούτε μία πρόταση <br />
που να μην περικλείει το σύμπαν· όταν λες «ο τίγρης», λες τις <br />
τίγρεις που τον γέννησαν, τις χελώνες και τα ελάφια που <br />
κατασπάραξε, τα χόρτα που έτρωγαν αυτά τα ελάφια, τη γη που <br />
βλάστησε αυτά τα χόρτα, τον ουρανό που φώτισε τη γη. <br />
Αναλογίστηκα ότι, στη γλώσσα ενός θεού, κάθε λέξη θα έπρεπε <br />
όχι απλώς να εκφράζει αυτή την άπειρη αλληλουχία των <br />
γεγονότων, αλλά και να την εκφράζει μ' έναν τρόπο όχι <br />
περιφραστικό, αλλά απερίφραστο· όχι διαδοχικό, αλλά ακαριαίο. <br />
Με τον καιρό, η ιδέα μιας θείας φράσης άρχισε να μου φαίνεται <br />
παιδαριώδης ή βλάσφημη. Ένας θεός, σκέφτηκα, πρέπει να λέει <br />
μόνο μία λέξη και, μ' αυτή τη λέξη, να εκφράζεται η πληρότητα. <br />
Κανένα φώνημά του δεν μπορεί να είναι έλασσον του <br />
σύμπαντος ή ατελέστερο του σύμπαντος χρόνου. Οι φιλόδοξες <br />
και φτωχές ανθρώπινες λέξεις όλα, κόσμος, σύμπαν, δεν είναι <br />
παρά απόηχοι ή ομοιώματα αυτού του φωνήματος που είναι <br />
ισότιμο με μια ολόκληρη γλώσσα ή με όλα όσα μπορεί να <br />
περιλαμβάνει μία γλώσσα. <br />
δεν μπορεί να το αποκρυπτογραφήσει κανείς. Σιγά σιγά, το <br />
συγκεκριμένο αίνιγμα που με βασάνιζε άρχισε να με ανησυχεί <br />
λιγότερο από το γενικό: Τι φράση γράφει ένας θεός; Τι είδους <br />
φράση θα συνέθετε μια απόλυτη διάνοια; Αναλογίστηκα ότι σε <br />
όλες τις ανθρώπινες γλώσσες δεν υπάρχει ούτε μία πρόταση <br />
που να μην περικλείει το σύμπαν· όταν λες «ο τίγρης», λες τις <br />
τίγρεις που τον γέννησαν, τις χελώνες και τα ελάφια που <br />
κατασπάραξε, τα χόρτα που έτρωγαν αυτά τα ελάφια, τη γη που <br />
βλάστησε αυτά τα χόρτα, τον ουρανό που φώτισε τη γη. <br />
Αναλογίστηκα ότι, στη γλώσσα ενός θεού, κάθε λέξη θα έπρεπε <br />
όχι απλώς να εκφράζει αυτή την άπειρη αλληλουχία των <br />
γεγονότων, αλλά και να την εκφράζει μ' έναν τρόπο όχι <br />
περιφραστικό, αλλά απερίφραστο· όχι διαδοχικό, αλλά ακαριαίο. <br />
Με τον καιρό, η ιδέα μιας θείας φράσης άρχισε να μου φαίνεται <br />
παιδαριώδης ή βλάσφημη. Ένας θεός, σκέφτηκα, πρέπει να λέει <br />
μόνο μία λέξη και, μ' αυτή τη λέξη, να εκφράζεται η πληρότητα. <br />
Κανένα φώνημά του δεν μπορεί να είναι έλασσον του <br />
σύμπαντος ή ατελέστερο του σύμπαντος χρόνου. Οι φιλόδοξες <br />
και φτωχές ανθρώπινες λέξεις όλα, κόσμος, σύμπαν, δεν είναι <br />
παρά απόηχοι ή ομοιώματα αυτού του φωνήματος που είναι <br />
ισότιμο με μια ολόκληρη γλώσσα ή με όλα όσα μπορεί να <br />
περιλαμβάνει μία γλώσσα. <br />
<br />
Μια μέρα ή μια νύχτα —ανάμεσα στις μέρες και τις νύχτες <br />
μου, τι διαφορά υπάρχει;— ονειρεύτηκα ότι στο πάτωμα του <br />
κελιού μου υπήρχε ένας κόκκος άμμου. Ξανακοιμήθηκα, <br />
αδιάφορος· ονειρεύτηκα ότι ξυπνούσα κι έβλεπα δύο κόκκους. <br />
Ξανακοιμήθηκα· ονειρεύτηκα ότι οι κόκκοι της άμμου ήταν <br />
τρεις. Πολλαπλασιάζονταν έτσι ώσπου το κελί κατακλυζόταν, κι <br />
εγώ έβρισκα το θάνατο κάτω απ' αυτό το αμμώδες ημισφαίριο. <br />
Τότε κατάλαβα ότι ονειρευόμουν και, καταβάλλοντας τεράστια <br />
προσπάθεια, ξύπνησα. Ήταν ανώφελο: μ' έπνιγε η αναρίθμητη <br />
άμμος. Κάποιος μου είπε: Δεν ξύπνησες στον ξύπνο, αλλά σ' <br />
ένα προγενέστερο όνειρο. Το όνειρο αυτό είναι μέσα σ' ένα <br />
άλλο όνειρο, και ούτω καθεξής επ' άπειρον, που είναι και ο <br />
<br />
4 <br />
<br />
<br />
<br />
συνολικός αριθμός των κόκκων της άμμου. Η οδός της <br />
παλινδρόμησής σου είναι ατελείωτη, και θα πεθάνεις πριν <br />
ξυπνήσεις στ' αλήθεια. <br />
αριθμός των κόκκων της άμμου. Η οδός της <br />
παλινδρόμησής σου είναι ατελείωτη, και θα πεθάνεις πριν <br />
ξυπνήσεις στ' αλήθεια. <br />
<br />
Ένιωσα χαμένος. Η άμμος είχε γεμίσει το στόμα μου, <br />
μπόρεσα όμως να φωνάξω: Ούτε μπορεί να με σκοτώσει μια <br />
άμμος που ονειρεύτηκα, ούτε υπάρχουν όνειρα μέσα σε όνειρα. <br />
Με ξύπνησε μια λάμψη. Στην κορυφή του σκοταδιού, <br />
διαγραφόταν ένας φωτεινός κύκλος. Είδα το πρόσωπο του <br />
δεσμοφύλακα, τα χέρια του, την τροχαλία, το σκοινί, το κρέας <br />
και τις κανάτες. <br />
<br />
Κάθε άνθρωπος συγχέεται, βαθμιαία, με τη μορφή της <br />
μοίρας του· κάθε άνθρωπος είναι, πάνω απ' όλα, οι περιστάσεις <br />
του. Πάνω από αποκρυπτογράφος ή εκδικητής, πάνω από ιερέας <br />
του θεού, ήμουν ένας φυλακισμένος. Γύρισα στη σκληρή μου <br />
φυλακή απ' τον ανεξάντλητο λαβύρινθο των ονείρων, σαν να <br />
επέστρεφα στο σπίτι μου. Ευλόγησα την υγρασία της, ευλόγησα <br />
τον τίγρη της, ευλόγησα τον φεγγίτη, ευλόγησα το γέρικο, <br />
βασανισμένο μου κορμί, ευλόγησα το σκότος και την πέτρα. <br />
<br />
Και τότε συνέβη αυτό που δεν μπορώ ούτε να ξεχάσω ούτε <br />
να περιγράψω. Συνέβη η ένωσή μου με το θείον, με το σύμπαν <br />
(δεν ξέρω αν αυτές οι λέξεις διαφέρουν). Η έκσταση δεν <br />
επαναλαμβάνει τα σύμβολά της· υπάρχουν κάποιοι που είδαν <br />
τον Θεό σε μία λάμψη, υπάρχουν άλλοι που τον διέκριναν σ' <br />
ένα σπαθί ή στους κύκλους ενός ρόδου. Εγώ είδα έναν θεόρατο <br />
Τροχό, που δεν ήταν μπρος στα μάτια μου, ούτε πίσω, ούτε στο <br />
πλάι μου, αλλά παντού, ταυτόχρονα. Ο Τροχός αυτός ήταν <br />
φτιαγμένος από νερό, αλλά και από φωτιά, παρόλο δε που <br />
φαινόταν το περίγραμμά του, ήταν άπειρος. Τον αποτελούσαν, <br />
το 'να μέσα στ' άλλο, όλα τα πράγματα που θα είναι, που είναι <br />
και που ήταν· εγώ ήμουν μία ίνα μέσα σ' εκείνον τον <br />
ολοκληρωτικό μίτο, και ο Πέδρο δε Αλβαράδο, που με βασάνιζε, <br />
μια άλλη. Εκεί ήταν τα αίτια και τ' αποτελέσματα, και δεν <br />
χρειαζόταν παρά να δω αυτόν τον Τροχό για να τα καταλάβω <br />
όλα, μέχρι τέλους. Ω χαρά τού να καταλαβαίνεις, πόσο πιο <br />
μεγάλη είσαι απ' τη χαρά τού να φαντάζεσαι ή του να <br />
<br />
5 <br />
<br />
<br />
<br />
αισθάνεσαι! Είδα το σύμπαν και είδα τα κρυφά σήματα του <br />
σύμπαντος. Είδα τις απαρχές, όπως τις περιγράφει η Βίβλος των <br />
Κοινών. Είδα ταβουνά που αναδύθηκαν απ' το νερό, είδα τους <br />
πρώτους ανθρώπους από ξύλο, είδα τα πιθάρια που χιμήξαν <br />
στους ανθρώπους, είδα τα σκυλιά που τους ρήμαξαν τα <br />
πρόσωπα. Είδα τον απρόσωπο θεό που υπάρχει, πίσω απ' τους <br />
θεούς. Είδα άπειρες διεργασίες που κατέληγαν σε μία και μόνη <br />
μακαριότητα και, καταλαβαίνοντας τα πάντα, μπόρεσα να <br />
καταλάβω και τη γραφή του τίγρη. <br />
σύμπαντος. Είδα τις απαρχές, όπως τις περιγράφει η Βίβλος των <br />
Κοινών. Είδα ταβουνά που αναδύθηκαν απ' το νερό, είδα τους <br />
πρώτους ανθρώπους από ξύλο, είδα τα πιθάρια που χιμήξαν <br />
στους ανθρώπους, είδα τα σκυλιά που τους ρήμαξαν τα <br />
πρόσωπα. Είδα τον απρόσωπο θεό που υπάρχει, πίσω απ' τους <br />
θεούς. Είδα άπειρες διεργασίες που κατέληγαν σε μία και μόνη <br />
μακαριότητα και, καταλαβαίνοντας τα πάντα, μπόρεσα να <br />
καταλάβω και τη γραφή του τίγρη. <br />
<br />
Είναι ένας τύπος, ο οποίος αποτελείται από δεκατέσσερις <br />
τυχαίες λέξεις (από δεκατέσσερις λέξεις που δείχνουν <br />
τυχαίες)· <br />
θα μου έφτανε να τον εκφέρω με δυνατή φωνή για να γίνω <br />
παντοδύναμος. Θα μου έφτανε να τον εκφέρω για να γκρεμίσω <br />
αυτό το πέτρινο μπουντρούμι, για να εισχωρήσει η μέρα μες στη <br />
νύχτα μου, γιανα γίνω νέος, για να γίνω αθάνατος, για να <br />
ξεσκίσει ο τίγρης τον Αλβαράδο, για να βυθίσω το άγιο μου <br />
μαχαίρι σε στήθια ισπανικά, για να παλινορθώσω την πυραμίδα, <br />
για να παλινορθώσω την αυτοκρατορία. Σαράντα συλλαβές, <br />
δεκατέσσερις λέξεις, και εγώ, ο Τζινακάν, θα κυβερνούσα τα <br />
εδάφη που κάποτε κυβέρνησε ο Μοκτεζούμα. Κι όμως το ξέρω <br />
πως δεν θα τις πω ποτέ αυτές τις λέξεις, γιατί τον Τζινακάν δεν <br />
τον θυμάμαι πια. <br />
<br />
Ας πεθάνει μαζί μου το μυστήριο που είναι γραμμένο στους <br />
τίγρεις. Όποιος έχει δει το σύμπαν, όποιος έχει δει τα έμπυρα <br />
σήματα του σύμπαντος, δεν μπορεί πια να σκέφτεται έναν <br />
άνθρωπο, να σκέφτεται τις κοινότοπες ευτυχίες ή δυστυχίες <br />
του, ακόμη κι αν πρόκειται για τον εαυτό του. Τι τον νοιάζει η <br />
ζωή αυτού του άλλου, η πατρίδα αυτού του άλλου, τώρα που ο <br />
ίδιος δεν είναι πια κανένας; Γι' αυτό και δεν εκφέρω τον τύπο, <br />
γι' αυτό κι αφήνω τις μέρες να με ξεχάσουν, γερμένος εδώ κάτω <br />
στο σκοτάδι. <br />
<br />
6Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-53949886441934752502010-02-03T15:08:00.003-08:002010-02-03T15:08:43.921-08:00Αγγελάκας, Πώς τολμάς να νοσταλγείς ρε τσόγλανε.Πριν αρχίσουν όλα <br />
<br />
Είχαν κιόλας αρχίσει <br />
<br />
Πριν φτάσω ήμουν ήδη εκεί <br />
<br />
Τα ίχνη μου και ο δρόμος προϋπήρχαν <br />
<br />
Τ' ακολούθησα <br />
<br />
Βρήκα ένα σπίτι στις φλόγες <br />
<br />
Μπήκα μέσα και του 'βαλα φωτιά. <br />
<br />
<br />
<br />
Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία <br />
Κι όλο έλεγε <br />
Ξέρω πολλές ιστορίες <br />
Μια απ' αυτές λέει πως <br />
Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία <br />
Κι όλο έλεγε <br />
Ξέρω πολλές ιστορίες <br />
Μια απ' αυτές λέει πως <br />
Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία <br />
Κι όλο έλεγε <br />
Ξέρω πολλές ιστορίες <br />
Μια απ' αυτές λέει πως <br />
Ήταν κάποιος <br />
<br />
<br />
<br />
Ω! Δεν αντέχω το καλύτερο <br />
Μα ούτε το χειρότερο μπορώ να υπομένω <br />
Κι ελπίζοντας σε κάτι που δε θα 'ναι πιθανό <br />
Μα ούτε και απίθανο <br />
Κάθομαι εδώ και περιμένω <br />
<br />
<br />
<br />
ΘΑΛΑΜΟΣ Α <br />
<br />
<br />
Πρώτα πρώτα ήταν εκείνη η ιδέα να πάρω τους δρόμους <br />
αναζητώντας στην τύχη ένα καλοφτιαγμένο κομψό βαλιτσάκι <br />
με βελούδινη επένδυση και επίχρυσο κούμπωμα, να <br />
αδειάσω μέσα του τον απόπατό μου και ύστερα να το φυλάξω <br />
μακριά από ξένα χέρια και βλέμματα, να το κρατήσω <br />
μαζί μου μέχρι να ψοφήσω. <br />
Σύμφωνα λοιπόν με κείνη την πρώτη ιδέα, σε κάποιον απ' <br />
τους εν λόγω περιπάτους μου σκοντάφτω σε κάτι βαρύ, <br />
που δεν είναι άλλο από αυτό το γαμημένο κουτί που αναζητώ. <br />
Πιο όμορφο, πιο επιβλητικό απ' όσο το ονειρευόμουνα, <br />
ξεπερνάει και τις πιο αποπνιχτικές μου φαντασιώσεις. Τ' <br />
ανοίγω και είναι γεμάτο πολύτιμες πέτρες, εκθαμβωτικά <br />
μαργαριτάρια, χρυσά και πλατινένια ζάρια. <br />
Είμαι ευτυχισμένος, ή μάλλον όχι, αυτό δε λέει τίποτα, επιτέλους <br />
υπάρχω κατειλημμένος από τον ίλιγγο και το <br />
φούντωμα πριν την ολοκλήρωση της οριακής μου προσδοκίας. <br />
Αδειάζω με βιασύνη το μυθικό και συνάμα αδιάφορο περιεχόμενο <br />
του στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ που συναντώ <br />
και κρατώντας το σφιχτά στην αγκαλιά μου ψάχνω μια ήσυχη <br />
γωνιά να το γεμίσω επιτέλους με τα μοναδικά τυχαία <br />
μου περιττώματα. <br />
Μ' όλα αυτά προσπαθώ κι εγώ σαν καθωσπρέπει κυνικός <br />
να κρατήσω την απαιτούμενη απόσταση από τον εαυτό <br />
μου, εμποδίζοντας τον έτσι να μπει στο πετσί οποιουδήποτε <br />
ρόλου, ακόμα και αυτού για τον οποίο μπορεί να <br />
γεννήθηκε. <br />
<br />
<br />
15 <br />
<br />
<br />
Μια τέτοια νύχτα με τέτοιες σκέψεις ο ύπνος θα 'ρθει σαν <br />
ζαχαρωμένο φαρμάκι. <br />
Αυτός ο εύκολος ύπνος που τιμάει μεμιάς ελαφριά και αιθέρια <br />
πνεύματα σαν και του λόγου μου. Έρχεται πάντα λίγο <br />
πριν τον καλέσω. Μ' αγαπά και με ξέρει καλά. Κι εγώ <br />
του παραδίνομαι αμέσως κάτω από τα περιφρονητικά <br />
<br />
<br />
βλέμματα παλιών αγαπημένων φαντασμάτων που ενοικούν <br />
μόνιμα πλέον στις σκοτεινές γωνιές της κάμαρας μου. <br />
Σταματάω τώρα και χαζεύω όλες αυτές τις λέξεις που άπλωσα <br />
πάνω στο ανυπεράσπιστο κωλόχαρτο. Τις σιχαίνομαι. <br />
Τις βλέπω αραδιασμένες τη μία δίπλα στην άλλη <br />
και νιώθω ανίκανος να συλλάβω το φανερό τους προσωπείο, <br />
την καλυμμένη τους προστυχιά, τη ματαιότητα τους. <br />
Τις μισώ τόσο που καταλαμβάνομαι από τη μανία να γεννήσω <br />
κι άλλες, κι άλλες, στριμώχνοντας όσο πιο πολλές <br />
μπορώ, έτσι που στο τέλος να τις δω να ασφυκτιούν, να <br />
σαλεύουν απελπισμένες η μια πάνω στην άλλη, να κουλουριάζονται <br />
από δύσπνοια, να κλαψουρίζουν παγιδευ<br />
<br />
<br />
μένες, να ξεψυχούν. <br />
<br />
Ως εδώ. Καταλαβαίνω πού το πάω και δεν πρόκειται να <br />
με εμποδίσω. <br />
Μ' αυτό το κατάφωρο μίσος μου για οποιαδήποτε Τέχνη <br />
δεν μπορεί παρά να οδηγηθώ από την πίσω της πόρτα <br />
στα κρυφά της σφαγεία, εκεί που ακόμη η αγάπη ελπίζει <br />
και ο έρωτας παίρνει μπρος σαν μοτόρι μηχανής του κιμά <br />
που περιμένει να περάσω στο χωνευτήρι του την καρδιά <br />
μου, πρησμένη από ψόφια λαγνεία, για να μου την ξαναπροσφέρει <br />
στις ματωμένες μου χούφτες. Μια λαμπερή <br />
τούφα από τα ξανθά μαλλιά της Μ. <br />
<br />
16 <br />
<br />
<br />
<br />
Πριν συλλάβω οτιδήποτε, σκέφτομαι αμέσως την καταστροφή <br />
του. Για την ακρίβεια, η ανάγκη να καταστρέψω <br />
κάτι συγκεκριμένο μου δημιουργεί την επιθυμία να το γεννήσω. <br />
Εκτροφείο ανάγωγων σκιών. Το θυμάμαι ακόμα. Εκεί <br />
μέσα ένιωσα πρώτη φορά τον εαυτό μου. <br />
<br />
<br />
<br />
<br />
ΘΑΛΑΜΟΣ Β <br />
<br />
<br />
Ο βρομερός μου κόσμος αλώθηκε από ενισχυμένα ένζυμα <br />
απορρυπαντικών. <br />
Δε βγήκα από μια καθωσπρέπει ματωμένη μήτρα. <br />
Ξεβράστηκα ζαλισμένος μέσα από το φινιστρίνι ενός <br />
πλυντηρίου. <br />
Μα υπάρχουν λεκέδες που δεν το βάζουν κάτω, λεκέδες <br />
πείσμονες, ηρωικοί λεκέδες. <br />
Με μια τέτοια περιουσία κάτω απ' το δέρμα μου συνέχισα <br />
γεμάτος απόφαση. <br />
Μόνο που έπρεπε πού και πού να κλείνω τα αφτιά μου <br />
στο τραγούδι της μοίρας. <br />
Γιατί αυτή η καριόλα, σαν μυριστεί αγοράκια με πρώιμη <br />
σηψαιμία, χαλάει τον κόσμο με τα φάλτσα της. <br />
Ο παράδεισος μου 'πεφτε πάντα λιγάκι στενός. <br />
Θέλω μια κόλαση στα μέτρα μου. <br />
Κίβδηλοι φίλοι χλιμιντρίζουν με χαμόγελα ξυράφια, κάτω <br />
από φως που ατονεί κιτρινιάρικο, μισοπεθαίνει ζουλιγμένο, <br />
ανακατεμένο με σάλια πηχτά στο στόμα κάποιου <br />
ξενύχτη και άπραγου νεκροθάφτη. <br />
Κι όλα αυτά κάτω απ' το ροχαλητό που αιώνια συντροφεύει <br />
το κουφάρι της σκυλόμορφης θεότητας, εκείνης <br />
που, αφού χόρτασε να αλυχτάει και να χαχανίζει, παράτησε <br />
τα σύνεργα της (μαστίγια, τρομπέτες, κουρδιστούς <br />
δαίμονες) και το 'ριξε στον ύπνο. Λαγοκοιμάται. Το ένα <br />
της μάτι μισάνοιχτο, θολός καθρέφτης απογοήτευσης, σιχαμάρας, <br />
καταφρόνιας. Το άλλο κλειστό, σκληρό, αδιάφορο, <br />
σκονισμένο. Σκαρφίζεται να βάλει μπρος καινούριες <br />
εντολές, οι παλιές σκούριασαν, ξεθώριασαν. Να μι<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
σείτε, να κλέβετε, να σκοτώνετε, να μοιχεύετε, να τελειώνετε <br />
επιτέλους. Τούτη τη φορά θα σας καταφέρω. Ω! Δεν <br />
μπορεί να το ρίξετε στην αγάπη μόνο και μόνο για να με <br />
ξεκάνετε και πάλι. <br />
Δεν μπορείς να με δεις, σκύλα! Δεν κατάφερες ποτέ να μ' <br />
αγαπήσεις, θλιβερό πανανθρώπινο χούφταλο! Μόνο να <br />
νοικιάσεις την ψυχή μου μπορείς κι αυτό όσο κρατάει ένα <br />
χορταστικό γεύμα σε κάποιο περιποιημένο εστιατόριο κι <br />
ύστερα, μόλις αρχίσω να ρεύομαι, σε ξεχνώ και πάλι. <br />
Ξημερώνει. Μισοκατανοημένο πρώτο φως. Λαμπερός <br />
δαμαστής αγριεμένων και χαμένων ψυχών. <br />
Μετανιώνω για όσα έως τώρα ισχυρίστηκα, για ό,τι ως <br />
τώρα υπήρξα. <br />
Μετανιώνω γι' αυτή μου ακόμα τη μετάνοια. <br />
<br />
<br />
<br />
<br />
ΘΑΛΑΜΟΣ Γ <br />
<br />
<br />
Ήρθε ένα απόγευμα ντυμένη ισχνά, στολισμένη με τα <br />
<br />
στίγματα μιας σαρκοφάγας νοσταλγίας. <br />
<br />
«Μ' ομορφαίνει ο πόνος;» με ρώτησε ή εγώ της απάντη<br />
<br />
<br />
σα «Σ' ομορφαίνει ο πόνος» χωρίς να θυμάμαι αν με είχε <br />
<br />
ρωτήσει κάτι τέτοιο. <br />
<br />
Ευέξαπτα γουρουνίσια πνεύματα στράγγιζαν ανάμεσα <br />
μας μια απόσταση αποθαρρυντική, ένα τόσο δα χάος που <br />
ήταν αδύνατο να καλυφθεί με μια πολύπλοκη χειρονομία, <br />
ένα υπεράνθρωπο salto mortale' έφτανε μόνο ένα φιλί να <br />
ξορκιστεί μια τέτοια στοιχειωμένη αμηχανία. Δεν της το <br />
<br />
'δωσα κι αυτή το δέχτηκε. <br />
<br />
Γέμισε ο χώρος σιχαμερούς πλασιέδες τραγουδιών. Με <br />
<br />
φρεσκοτσαλακωμένα κοστούμια και χαμόγελα προσποι<br />
<br />
<br />
ητής λαγνείας μού πρότειναν τις φτηνές άπληστες μελω<br />
<br />
<br />
δίες τους' απλώνοντας μπροστά μου τη βδελυρή πραμά<br />
<br />
<br />
τεια τους, σιγοσφύριζαν σαν εκπαιδευτές σκουληκιών: <br />
<br />
«Αυτό είναι ό,τι πρέπει για τον πόνο και αυτό για τη χαρά' <br />
<br />
αυτό, κοιτάξτε αυτό και φανταστείτε να το ακούτε στο <br />
<br />
κρεβάτι, χμμ... Καταλαβαίνετε τι εννοούμε βέβαια». <br />
<br />
Προσευχήθηκα στον Κάιν και στον Μάνσον. Προσευχή<br />
<br />
<br />
θηκα στον Τζακ και στον Δράκο του Σέιχ Σου. Τα δόντια <br />
<br />
μου γένηκαν κοφτερά στιλέτα και από τα νύχια μου ξε<br />
<br />
<br />
φύτρωσαν βελόνες πυρωμένες. Χύμηξα αλέθοντας ό,τι <br />
<br />
ζωντανό κινιόταν γύρω μου κι ύστερα γαληνεμένος ξά<br />
<br />
<br />
πλωσα στο κέντρο του αναπάντεχου μικρού μου καθαρτή<br />
<br />
<br />
ριου παραμερίζοντας σάρκες ζεστές, σπλάχνα και ξινι<br />
<br />
<br />
σμένες μελωδίες, μουρμουρίζοντας μέσα σε χαύνωση λυ<br />
<br />
<br />
τρωτική: «Τι γλέντι! Τι σφαγή!» <br />
<br />
<br />
<br />
ΘΑΛΑΜΟΣ Δ <br />
<br />
<br />
Με κατατρώγει αυτό το ανώδυνο ξεπέρασμα των αρχικών <br />
μου πόθων. <br />
Ω! Η πρώτη ιδέα έχει κιόλας αντικατασταθεί με μια άλλη <br />
πιότερο ευπρόβλεπτη, ευέλικτη, πρακτική. Ή μάλλον όχι. <br />
Εδώ έχουμε να κάνουμε με υποκατάσταση. Παλεύω με το <br />
υποκατάστατο της μέρας και όχι με την ίδια τη μέρα. <br />
Ερωτοτροπώ με το υποκατάστατο της νύχτας και όχι με <br />
την ίδια τη νύχτα. Ούτε καν αυτό τον ίδιο το θάνατο δεν <br />
ανέχομαι, πρέπει να βρεθεί κάτι άλλο. <br />
Αρχίζω και νιώθω περισσότερο άνθρωπος μέσα σ' αυτή <br />
τη φτηνή και απόκοσμη φαντασμαγορία της ματαιότητας, <br />
θέλω να παρουσιάσω το δικό μου νούμερο. <br />
Στριμώχνομαι στη σειρά με υπερτροφικές μπαλαρίνες, <br />
σταφιδιασμένες πριμαντόνες, καυλωμένους στρατοκράτες, <br />
βιαστές λαχανικών, ορχήστρες δολοφόνων, φυματικούς <br />
μεσσίες, πυρηνικούς επιβήτορες. Έρχεται η σειρά <br />
μου, έρχεται η σειρά μου και δεν έχω τίποτα αξιόλογο να <br />
επιδείξω, κάποιο τρικ να γοητεύσω έστω μερικούς. Τρέμω. <br />
Τα έχω χαμένα. Αυτό θα κάνω. Θα ουρλιάξω πως <br />
<br />
<br />
είμαι πάμφτωχος κι αδέξιος κι ανίκανος και κενός και ί<br />
<br />
<br />
σως γι' αυτό ν' αξίζω μια στιγμή την προσοχή σας. Θα <br />
τρομάξουν. Δεν μπορεί, θα με χειροκροτήσουν. <br />
<br />
<br />
Α! Ξημερώνει για τα καλά, πρέπει να βρω κάποιον να του <br />
πω μια καλημέρα. Αρκεί βέβαια αυτός ο κάποιος να μην <br />
οπλοφορεί. <br />
<br />
<br />
<br />
<br />
ΕΞΟΔΟΣ (Είμαι ελαφρύς) <br />
<br />
<br />
Είμαι ελαφρύς. Πιο ελαφρύς κι από πούπουλο κοκαλιάρη <br />
γλάρου. Ελαφρύς σαν το πνεύμα της σαπουνόφουσκας <br />
και σαν το χάδι της ευθυμίας. Είμαι ελαφρύς. Ελαφρύτερος <br />
κι από το νυφικό της αράχνης. Ελαφρύς σαν <br />
φεγγαρόσκονη και σαν παιδικό χάχανο. Τα ακροδάχτυλα <br />
των ποδιών μου εγκαταλείπουν το έδαφος. Φτερωτά <br />
φτερά και τουρμπίνες ζαχαρωτά δουλεύουν φουριόζικα <br />
μες στην καρδιά μου. Ανηφορίζω ανέμελος και μακάριος <br />
την πιο ανηφορική, την πιο θεσπέσια, την πιο εύκολη ανηφόρα. <br />
Καταπίνω τα σύννεφα και χουφτώνω τους αστερισμούς. <br />
Χορεύω βαλς με τη Μεγάλη Αρκούδα, παίζω <br />
κρυφτό με τη Μικρή, σβήνω το Άλφα του Κενταύρου. <br />
Κι ύστερα, σαν παραχορτασμένος σκύλος, νωχελικά απλώνομαι <br />
πάνω στην πλάτη του χάους, ενός καλοσυνάτου <br />
βροντόσαυρου που δε σταματά στιγμή να ταξιδεύει, και εκεί <br />
κοιμάμαι ανυποψίαστος για το πού θα με βρει η αυγή. <br />
Έρχονται στιγμές που βρίσκεις στη ζωή όσα μόνο από το <br />
θάνατο μπορούσες να ελπίζεις. <br />
<br />
<br />
<br />
ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΤΗΣ ΡΑΤΣΑΣ ΜΑΣ <br />
<br />
Οι καλύτεροι της ράτσας μας γίνονται φονιάδες <br />
<br />
Ακολουθούν σε απόσταση ασφαλείας <br />
<br />
οι ποιητές <br />
<br />
οι παραμυθάδες <br />
<br />
οι τερατολόγοι γενικώς <br />
<br />
Μερικές χιλιάδες έτη φωτός πιο πέρα <br />
Πλατσουρίζουν αγέλαστοι κι ανόρεχτοι <br />
Στα στάσιμα νερά της μετριότητας <br />
Οι όμηροι του φόβου <br />
<br />
<br />
<br />
ΜΠΑΛΩΜΈΝΕΣ ΑΠΟΧΈΣ <br />
<br />
Θα 'ρθουν καιροί <br />
Που ακόμη και τα βαλσαμωμένα πουλιά <br />
Θα ανοίξουν <br />
Τις φτερούγες τους <br />
Και θα αποχωρήσουν περήφανα <br />
από τις βιτρίνες μας. <br />
<br />
Και εμείς <br />
Οι δήθεν ζωντανοί και παντοδύναμοι <br />
Πιο ηττημένοι από ποτέ <br />
Θα τα κυνηγάμε ασθμαίνοντας <br />
Και θα ανεμίζουν στον αέρα <br />
Ανήμπορες <br />
Οι μπαλωμένες μας απόχες <br />
<br />
<br />
<br />
ΒΆΛΤΟΣ <br />
<br />
Αυτός ο βάλτος στέκει <br />
Πάνω απ' τους χρυσούς κίονες των ναών μας <br />
Είμαστε οι ηττημένοι υπεράνθρωποι <br />
Μας κατατρόπωσε <br />
<br />
ένα ξεδοντιάρικο κουνούπι <br />
<br />
<br />
<br />
ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑ <br />
<br />
Πανωλεθρία <br />
Η αυτογνωσία του σακάτη <br />
Η εκδίκηση της ζάχαρης <br />
Τα σαρκοφάγα τριαντάφυλλα <br />
Η αγκαλιά του φακίρη <br />
Η πρωινή σαστιμάρα του βρικόλακα <br />
Ξενοδοχείο η Επανάληψη <br />
Πανωλεθρία <br />
<br />
<br />
<br />
ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ <br />
<br />
Η σχιζοφρένεια είναι μια υγιής αντίδραση της ψυχής <br />
και του πνεύματος ενάντια στη σταθερή και ανελέητη <br />
εξουσία του χρόνου. <br />
<br />
<br />
<br />
Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ <br />
<br />
Είμαστε εδώ <br />
<br />
Χωρίς να είμαστε <br />
<br />
Αναπνέουμε <br />
Περπατάμε <br />
Μισούμε <br />
<br />
Αγαπάμε <br />
<br />
Αγοράζουμε <br />
Πουλάμε <br />
Μόνο και μόνο <br />
Για να δικαιολογούμε <br />
<br />
Την απουσία μας <br />
Πώς μπορεί να ονομάζεται <br />
<br />
Ένας κόσμος <br />
Φτιαγμένος από σκιές <br />
<br />
Ανύπαρκτων σωμάτων <br />
Οι καθρέφτες αποτυπώνουν <br />
Εντυπώσεις δυνατών ψευδαισθήσεων πόνου <br />
Είμαστε όλοι <br />
<br />
Ασθενικά αιμορραγούντα φαντάσματα <br />
Μάταια προσπαθούμε ν' αφήσουμε τα χνάρια μας <br />
Για την εποχή των πραγμάτων <br />
Που θα ακολουθήσει <br />
Τη δικιά μας εποχή των σκιών <br />
<br />
<br />
<br />
ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΒΟ <br />
<br />
Κι ο πιο μεγάλος φόβος μου φοβάται <br />
μην και δεν τον φοβηθώ <br />
<br />
<br />
<br />
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΑΚΟΜΟΙΡΟ ΚΟΡΜΙ <br />
<br />
Θυμήσου <br />
<br />
Κι αν ακόμη υπάρχει αθανασία <br />
<br />
Στο πνεύμα σου θα προσφερθεί <br />
<br />
Τούτο το κακόμοιρο κορμί <br />
<br />
Να στηριχτεί <br />
<br />
Ούτε μια τόση δα ψευδαίσθηση δεν έχει <br />
<br />
Μόνο κρεβάτια καταβόθρες <br />
Βάναυσα αγκαλιάσματα <br />
Πρόσκαιρα τιποτένια μελανώματα <br />
<br />
Δαγκωματιές ρηχές <br />
<br />
Λιποταξίες <br />
<br />
Να προσδοκάς τη σκόνη <br />
<br />
Αυτό δεν είναι άλλοθι <br />
<br />
<br />
<br />
ΠΟΛΕΜΟΣ <br />
<br />
Στα χαρακώματα του εγκεφάλου οι στρατιώτες της μνήμης <br />
οπλισμένοι με δάκρυα υδρογονοβόμβες αμύνονται. Η <br />
περισσυλογή ακατόρθωτη. Οι νύχτες εχθρεύονται τις νύχτες <br />
και οι μέρες εχθρεύονται τις μέρες. Καμία συνοχή, <br />
καμία αντιπαράθεση. Ένας κόσμος που χωρίστηκε στα <br />
δύο και εκσφενδονίστηκε σε διαφορετικές κατευθύνσεις. <br />
Πόλεμος η λέξη που γεμίζει χαρά τις παρέες των μικρών <br />
αγοριών στις θορυβώδικες αλάνες. Πόλεμος το τελειωτικό <br />
παιχνίδι που δημιουργεί και καταστρέφει αυτοστιγμεί <br />
την κόλαση του ανδρισμού, που μεσουρανεί πάνω στο <br />
καύκαλο των ερωτικών τραγουδιών. <br />
<br />
<br />
<br />
Η ΣΚΕΨΗ ΛΕΝ ΠΩΣ ΤΡΕΧΕΙ <br />
<br />
Η σκέψη λεν πως τρέχει <br />
<br />
πιο γρήγορα απ' το φως <br />
Μα αν είναι να βρεις την αγάπη σου <br />
Όσο κι αν βιάζεσαι <br />
Καλύτερα ξεκινά με τα πόδια <br />
<br />
<br />
<br />
ΛΑΘΟΣ ΚΙΝΗΣΗ <br />
<br />
Καθισμένος ένα ολόκληρο απόγευμα <br />
Στην παλιά μπαλωμένη μου πολυθρόνα <br />
Μην περιμένοντας κανέναν να μου χτυπήσει την πόρτα <br />
<br />
και κανέναν να με χαϊδέψει <br />
και κανέναν να με μαστιγώσει <br />
και κανέναν να με δεχτεί <br />
και κανέναν να με απορρίψει <br />
<br />
Ένιωσα να με πλησιάζει κάτι <br />
<br />
που θα μπορούσε να 'ταν η ευτυχία <br />
Τότε σηκώθηκα να σημειώσω αυτές τις λέξεις <br />
Και όλα πήγανε στράφι <br />
<br />
<br />
<br />
ΕΙΔΑ ΕΝΑΝ ΑΝΤΡΑ ΝΑ ΠΕΦΤΕΙ <br />
<br />
Είδα έναν άντρα να πέφτει <br />
όμως δεν πρόλαβα να κάνω ευχή <br />
<br />
<br />
<br />
ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ <br />
<br />
Ο Σούπερμαν, σε μια μικρή ξαφνική διάλειψη ανασφάλειας <br />
που τον επισκέφτηκε σε ώρα πτήσης, γκρεμοτσακίστηκε <br />
πάνω στην ταράτσα του Ινστιτούτου Υπαρξιστικών <br />
Ερευνών. <br />
<br />
<br />
<br />
ΠΑΡΟΙΜΙΑ <br />
<br />
Μπάτε, φίλοι σκύλοι μου, αλέστε <br />
Κι αν πάλι δε χορτάσετε <br />
μη με καταριέστε <br />
<br />
<br />
<br />
ΜΙΑ ΕΥΧΗ <br />
<br />
- Κάνε μια ευχή με μια λέξη <br />
— Όχι πόνος <br />
- Μα αυτές είναι δύο <br />
- Στ' αρχίδια μου <br />
<br />
ΗΑΡΡΥΕΝD Ι <br />
<br />
- <br />
Έι, μάνατζερ, έχω κάτι δάκρυα για πούλημα <br />
- <br />
Επιτέλους, πάνω που σε νόμιζα ξοφλημένο! <br />
- <br />
Πιο πολύ γι' αυτό έκλαψα <br />
- <br />
Έλα στην αγκαλιά μου, μεγάλε μου αρτίστα, <br />
Πληγωμένο μου σκυλί, <br />
Σ' αγαπώ σαν φουσκωμένο πορτοφόλι! <br />
<br />
ΗΑΡΡΥΕΝD II <br />
<br />
—Έι, μάνατζερ, έχω κάτι φόβους για πούλημα <br />
<br />
- <br />
Αληθινούς; <br />
- <br />
Αληθινούς <br />
- <br />
Ανελέητους; <br />
- <br />
Ανελέητους <br />
- <br />
Πρωτότυπους; <br />
- <br />
Ξέρω γω; <br />
- <br />
Δώσ' μου κάτι να καταλάβω! <br />
- <br />
Να, καμιά φορά φοβάμαι πως ο κόσμος αναπνέει <br />
μες στην κωλοτρυπίδα σου <br />
- <br />
Σ' αγαπώ, λατρεμένε μου μπάσταρδε, <br />
σ' αγαπώ σαν τα ρουθούνια μου <br />
<br />
Ο ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΦΟΥΚΑΡΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ <br />
<br />
Είμαι ο εκλεκτός φουκαράς της ζωής <br />
Οπλισμένος με πληγές - χάπια - τσιγάρα <br />
<br />
<br />
διαβατήριο - συνάλλαγμα <br />
Περνάω ελεύθερα από τη μια διάσταση στην άλλη <br />
Και επιστρέφω γκρινιάζοντας <br />
Σε δυσδιάστατες άγραφες σελίδες <br />
<br />
<br />
<br />
ΜΗΤΕΡΑ ΘΛΙΨΗ <br />
<br />
Φανερώσου <br />
Με τα σκοτάδια σου να χαμογελούν <br />
Την πέτρινη αγκαλιά σου να ορέγεται ακόμη <br />
Στρατιές μοναχικών δημίων <br />
Τους πειρατές των εφτά σκουπιδότοπων <br />
Με τις λιγδιάρικες στολές τους <br />
Να λαμπυρίζουν <br />
Στη διάταξη των μικρών και των μεγάλων φαλλών <br />
Αναλογίσου όλους εμάς <br />
Που καρτερούμε τυλιγμένοι σε μολυσμένες ρόμπες <br />
Με παντόφλες και κέρατα <br />
Ρίχνοντας χαμόγελα νάρκες στους καχύποπτους γείτονες <br />
Όλους εμάς <br />
Που φτυαρίζουμε αποκαμωμένοι το σκοτάδι <br />
Με υπεριώδη βλέμματα <br />
Και στρώνουμε δείπνα συντροφικά <br />
Και μοιραζόμαστε ψίχουλα μπαγιάτικιας δόξας <br />
Και μουχλιασμένους μύθους <br />
Αναλογίσου μας και φανερώσου <br />
Με το επίσημο σου ένδυμα <br />
Με τα δόντια σου τα κοφτερά τα δίκαια <br />
Ροκάνισε το θάνατο <br />
Που καρφιτσώθηκε στα κόκαλα μας <br />
Και ξαναβάφτισέ μας γιους σου <br />
Φανερώσου <br />
Μητέρα θλίψη <br />
Δεν την αντέχουμε πια <br />
Τόση ορφάνια <br />
<br />
<br />
<br />
ΑΓΝΩΣΤΗ Χ <br />
<br />
Με σκαλίζεις σαν ξερό χωράφι <br />
Κι ό,τι σάπιο κι άχρηστο βρίσκεις το αγαπάς <br />
Το χρυσάφι μου το πετάς στα σκουπίδια <br />
Αναλογίζομαι την ώρα που θα φεύγεις <br />
Νομίζοντας πως πήρες ό,τι ήθελες να πάρεις <br />
Δίχως ποτέ να σου περάσει απ' το μυαλό <br />
Πως πήρες ό,τι σου άξιζε να πάρεις <br />
<br />
<br />
<br />
ΔΕΛΤΑ <br />
<br />
Δεν ξέρω πώς συμβαίνει <br />
Μια σταγονίτσα της να με ξεπλένει <br />
Να παρασέρνει μακριά <br />
<br />
τόση βρομιά <br />
Δεν ξέρω πώς συμβαίνει <br />
Ν' ακούω τόσα πολλά όταν σωπαίνει <br />
Να νιώθω τόση απλοχωριά <br />
<br />
σε μια αγκαλιά <br />
Δεν ξέρω πώς συμβαίνει <br />
Μια σπίθα τόση δα να με ζεσταίνει <br />
Να ζω μια ολόκληρη ζωή <br />
<br />
κάθε στιγμή <br />
<br />
<br />
<br />
ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ <br />
<br />
Παράξενος διεστραμμένος άνθρωπος που ήταν <br />
Τόση ομορφιά τριγύρω του <br />
Κι αυτός χαιρόταν <br />
<br />
<br />
<br />
ΧΩΜΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ <br />
<br />
Χώρες που απλώνεστε γαλήνιες δίχως σύνορα <br />
Διάφανες πόλεις κρυμμένες μες στο φως <br />
Λικνίζεστε στην άκρη του ορίζοντα <br />
Σαν όνειρο, σαν πόθος κοντινός <br />
Μα εγώ κάτω απ' τα κύματα σας χάνω <br />
Πώς να νικήσω αυτό τον άγριο καιρό <br />
Βουλιάζω μες στο τίποτα κι όλο φοβάμαι <br />
Φοβάμαι πως θ' αργήσω να σας βρω <br />
<br />
<br />
<br />
ΚΥΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΑΝΕΜΩΝ <br />
<br />
Κυρία των μέσα μου ανέμων, <br />
<br />
Δε θέλω να αρνηθώ ό,τι ακριβώς σε οδήγησε <br />
<br />
Να σπείρεις μέσα μου την ευλογία της κίνησης <br />
<br />
Της πράξης <br />
<br />
Να ρίξεις το σκοινί <br />
Στο σκοτεινό κι αλλόκοτο πηγάδι <br />
Που χρόνια λαθροζούσα <br />
Για να βρεθώ ξανά στο λαμπερό σου κόσμο <br />
Το θαυμαστό <br />
Τον πληγωμένο <br />
Σου υπόσχομαι να ξεκοιλιάζω κάθε βράδυ <br />
Τους θλιβερούς ορίζοντες της λογικής μου <br />
Ν' απογειώνομαι από τις φλούδες του γραπτού μου λόγου <br />
Στους πλησιέστερους φιλάσθενους πλανήτες <br />
Κάθε φορά και μ' ένα αλλιώτικο τραγούδι <br />
Να ξεμουδιάζω γλείφοντας τον κοφτερό σου σκελετό <br />
Κι ούτε ένα Μάιο δε θ' ανεχτώ <br />
Να σκύψει πάνω μου <br />
Με λόγια σκωπτικά <br />
Και σύριγγες <br />
Και φαγωμένα χείλη <br />
Να ειρωνευτεί την αδειανή και χυλωμένη μου πατρίδα <br />
Πιο ριψοκίνδυνος κι από τον Ναζωραίο <br />
Θα περπατήσω πάνω απ' την κινούμενη <br />
Τη σαρκοφάγο άμμο <br />
<br />
<br />
<br />
Που διατηρεί απρόσιτες τις χώρες των ιερών παλιάτσων <br />
Και των σεληνιασμένων γελωτοποιών <br />
Τραυλίζοντας λόγια ισχνά <br />
Μα και σπουδαία <br />
Θ' αποσυρθώ στις προθανάτιες κοιλάδες των λοιμών <br />
Και της αγάπης <br />
Όπου απ' το μαύρο χώμα τους διάσπαρτα ξεφυτρώνουν <br />
Κορμιά ανθρώπινα διαμελισμένα <br />
Πλάι στις φεγγαρολουσμένες παπαρούνες <br />
Ίσως κι εγώ εκεί να λησμονήσω τον τραυματία ουρανό <br />
Και ν' αρχινήσω ένα τραγούδι που θα λέει μόνο <br />
Σ' αγαπώ - σ' αγαπώ <br />
Και σαν τελειώνει θα σταματάνε τα ποτάμια <br />
Κι οι οδοντοστοιχίες θα εκρήγνυνται <br />
Και θα γεμίζει ο αέρας πέταλα καρατομημένων ανθών <br />
Καρπούς γυναικείων χεριών <br />
Και λιωμένα κοσμήματα <br />
Κυρία των μέσα μου ανέμων, <br />
Τιμώρησε με αν θες <br />
Γύμνασε με στο γέλιο και στον πόνο <br />
Είμαι ο οριστικός εραστής σου <br />
Ο αόριστος <br />
Ο τωρινός και ο παντοτινός <br />
Ο πιο ανώριμος <br />
Ο πιο σοφός <br />
Τώρα πια γνωρίζω τι μ' οδηγεί να υποτάσσομαι <br />
Στην ετοιμόρροπη και ασθενική σου θέληση <br />
<br />
<br />
<br />
ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΣΚΥΛΙΑ <br />
<br />
Η πίκρα στο στόμα το πρωί <br />
Δεν έχει να κάνει με τσιγάρα <br />
Και χθεσινοβραδινά μεθύσια <br />
Χρόνος προδομένος είναι <br />
Που αργά και σταθερά <br />
Μου σφίγγει το λαρύγγι <br />
<br />
Τ' αδέσποτα σκυλιά κείτονται ψόφια <br />
Πάνω στο λεπτό παγωμένο δέρμα της λίμνης <br />
Ονειρεύονται τη θάλασσα <br />
Κι ευτυχώς ευτυχώς ευτυχώς <br />
Κανείς πια δεν μπορεί <br />
Να τα ξυπνήσει <br />
<br />
<br />
<br />
ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΟΥΜΕ <br />
<br />
Προτείναμε τα μελανιασμένα στήθη μας <br />
<br />
Στα ξωτικά των λεωφόρων <br />
<br />
Ουρλιάζαμε από κατάνυξη <br />
<br />
Δαιμονισμένοι <br />
<br />
Στις τακτικές ολονύχτιες λατρείες μας <br />
Εγώ κι οι φίλοι μου <br />
<br />
Είχαμε τους θεούς με το μέρος μας <br />
<br />
Τίποτα δε φαινόταν πως μπορούσε <br />
<br />
Να σκορπίσει τα σκονισμένα μας στέμματα <br />
Εγώ κι οι φίλοι μου <br />
<br />
Ατρόμητοι βασιλιάδες των σκοταδιών <br />
Μονάχα ο χρόνος απεδείχθη <br />
Σταθερός και ανελέητος εχθρός <br />
Μας κατατρόπωσε <br />
<br />
Τώρα μπορείτε ανέμελοι να ψιθυρίζετε <br />
Τις νυσταγμένες μελωδίες σας <br />
Στα σοκάκια που κληρονομήσατε <br />
Μα θα ξανάρθουμε <br />
Κι αλίμονο σας <br />
Θα ξανάρθουμε <br />
<br />
<br />
<br />
ΑΠΟΗΧΟΙ <br />
<br />
Καθισμένος στο κέντρο της μικρής μου αυλής <br />
Νηφάλιος παρατηρώ <br />
Την αγωνιώδη τρεχάλα της σκιάς μου <br />
Γύρω γύρω στον ορίζοντα <br />
Πού και πού φτάνουν στ' αφτιά μου <br />
Οι απόηχοι από τις απόκοσμες στριγκλιές της <br />
<br />
«Είμαστε περικυκλωμένοι απ' το Θεό <br />
Είμαστε περικυκλωμένοι απ' το Θεό <br />
Χωρίς ελπίδα <br />
Ανέτοιμοι» <br />
<br />
<br />
<br />
ΑΙΘΕΡΙΑ ΛΑΣΠΗ <br />
<br />
Τώρα ταξιδεύεις χωρίς φόβο <br />
Δικαιωμένη ως τις άκρες των νυχιών σου <br />
Περιφέροντας την αιθέρια λάσπη σου <br />
Το άρωμα των ζαχαρωμένων σπονδύλων σου <br />
Και τη φωταγωγία της γλώσσας σου <br />
Στο χωρίς τέλος ξεκίνημα <br />
Όλων των πιθανοτήτων <br />
Σε ζηλεύω <br />
Σε λυπάμαι <br />
Σε αγνοώ <br />
Σκύβεις πάνω από το λεκέ της ανυπαρξίας σου <br />
Θρηνώντας που δεν είσαι περισσότερο νεκρή <br />
<br />
<br />
<br />
ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΩ <br />
ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΚΥΒΟΥΝ <br />
<br />
Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν <br />
Πάνω από ένα καθαρό κομμάτι χαρτί <br />
Μέσα σε βρόμικες διαλυμένες κάμαρες <br />
Γεμάτοι οργή κι απόγνωση <br />
Αποφασισμένοι ωστόσο <br />
Να το λεκιάσουν με λέξεις <br />
<br />
βρόμικες λέξεις <br />
άγιες λέξεις <br />
λέξεις κλειδιά <br />
ιδέες φαντάσματα <br />
λυτρωτικές φράσεις <br />
<br />
Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς τους μανιακούς του λόγου <br />
<br />
Να γλείψω το μελάνι από τα δάχτυλα τους <br />
Να φιλήσω τα παραμορφωμένα τους μέτωπα <br />
Να συμμαζέψω τις τσαλακωμένες τους ονειρώξεις <br />
Να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη του έρωτα τους <br />
Να τους καθησυχάσω <br />
Να τους πείσω πως δε χρειαζόμαστε άλλο αίμα γι' απόψε <br />
Πως χορτάσαμε <br />
Κι ύστερα να τους βάλω στο κρεβάτι <br />
Και να τους νανουρίσω <br />
<br />
<br />
<br />
ΛΕΞΕΙΣ <br />
<br />
Λέξεις λέξεις λέξεις <br />
<br />
Νύχτωσε πάλι <br />
Η μέρα που ήταν να 'ρθει σήμερα τι απέγινε; <br />
Τραγούδησε ο ουρανός το τρυφερό τραγούδι του; <br />
Για ποιον; <br />
Που ήμουν εγώ; <br />
<br />
<br />
Λέξεις λέξεις λέξεις <br />
<br />
<br />
Ικέτευες και εκλιπαρούσες για ένα βηματάκι <br />
Την ώρα που χιλιόμετρα μπορούσες να διανύσεις <br />
Γύρω σου οι πάγοι λιώνανε <br />
<br />
<br />
ποτάμια ορμητικά γεννιόνταν <br />
Και συ σαν βράχος έστεκες κι αφουγκραζόσουν <br />
Λέξεις <br />
<br />
Νύχτωσε πάλι <br />
Η μέρα που ήταν να 'ρθει σήμερα τι απέγινε; <br />
<br />
<br />
<br />
<br />
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ <br />
<br />
Μας ξύπνησαν οι πόθοι κάποιου εξόριστου παράφρονα <br />
<br />
θεού <br />
Ερχόμαστε ουρλιάζοντας <br />
Κι αλίμονο <br />
Σ' όποιον νομίζει πως μπορεί στο διάβα μας ν' αντέξει <br />
Οι ψευδαισθήσεις θα καούν <br />
Θα φύγουν απ' τη μέση <br />
Οι λέξεις θα ηττηθούν <br />
Η κατανόηση θα θριαμβεύσειΟνειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-59509265833501130092010-02-03T14:57:00.003-08:002010-02-03T14:57:45.841-08:00Αναγνωστάκης Μανώλης, διάφορα<table border="0" cellpadding="8" id="table1"><tbody>
<tr><td><h1>Πέντε μικρὰ θέματα</h1><h2><br />
<a href="" name="Ι"></a>Ι</h2>Μὲς στὴν κλειστὴ μοναξιά μου<br />
Ἔσφιξα τὴ ζεστὴ παιδική σου ἄγνοια<br />
Στὴν ἁγνὴ παρουσία σου καθρέφτισα τὴ χαμένη ψυχή μου.<br />
Ἐμεῖς ἀγαπήσαμε. Ἐμεῖς<br />
Προσευχόμαστε πάντοτε. Ἐμεῖς<br />
Μοιραστήκαμε τὸ ψωμὶ καὶ τὸν κόπο μας<br />
Κι ἐγὼ μέσα σὲ σένα καὶ σ᾿ ὅλους.<br />
<h2><br />
<a href="" name="ΙΙ"></a>ΙΙ</h2>Ἴσκιοι βουβοὶ ἀραγμένοι στὴ σκάλα<br />
Μάτια θολὰ ποὺ κράτησαν εἰκόνες θαλασσινὲς<br />
Κύματα μὲ τὴ γλυκιὰν ἀγωνία στὴν κάτασπρη ράχη<br />
Γυμνὸς κυλίστηκα μέσα στὴν ἄμμο μὰ δὲν ὑποτάχτηκα<br />
Καὶ δὲν ἀγάπησα μόνον ἐσένα ποὺ τόσο μὲ κράτησες<br />
Ὅπως ἀγάπησα τὰ ναυαγισμένα καράβια μὲ τὰ τραγικὰ ὀνόματα<br />
Τοὺς μακρινοὺς φάρους, τὰ φῶτα ἑνὸς ἀπίθανου ὁρίζοντα<br />
Τὶς νύχτες ποὺ γύρευα μόνος νὰ βρῶ τὸ χαμένο ἑαυτό μου<br />
Τὶς νύχτες ποὺ μόνος γυρνοῦσα χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ νιώσει<br />
Τὶς νύχτες ποὺ σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αὐταπάτη.<br />
<h2><br />
ΙΙΙ</h2>...<br />
<h2><br />
<a href="" name="IV"></a>IV</h2>Κάτω ἀπ᾿ τὰ ροῦχα μου δὲ χτυπᾶ πιὰ ἡ παιδική μου καρδιὰ<br />
Λησμόνησα τὴν ἀγάπη πού ῾ναι μόνο ἀγάπη<br />
Μερόνυχτα νὰ τριγυρνῶ χωρὶς νὰ σὲ βρίσκω μπροστά μου<br />
Ὁρίζοντα λευκὲ τῆς ἀστραπὴς καὶ τοῦ ὄνειρου<br />
Ἔνιωσα τὸ στῆθος μου νὰ σπάζει στὴ φυγή σου<br />
Ψυχὴ τῆς ἀγάπης μου ἀλήτισσα<br />
Λεπίδι τοῦ πόθου μου ἀδυσώπητο<br />
Νικήτρα μονάχη τῆς σκέψης μου.<br />
<h2><br />
<a href="" name="V"></a>V</h2>Χαρά, Χαρά, ζεστὴ ἀγαπημένη<br />
Τραγούδι ἀστείρευτο σὲ χείλια χιμαιρικὰ <br />
Στὰ γυμνά μου μπράτσα τὸ εἴδωλό σου συντρίβω<br />
Χαρὰ μακρινή, σὰν τὴ θάλασσα ἀτέλειωτη<br />
Κουρέλι ἀκριβὸ τῆς πικρῆς ἀναζήτησης<br />
Ἄσε νὰ φτύσω τὸ φαρμάκι τῆς ψεύτρας σου ὕπαρξης<br />
Ἄσε νὰ ὁραματιστῶ τὶς νεκρὲς ἀναμνήσεις μου<br />
(Ἀνελέητο κύμα τῆς νιότης μου).<br />
Ὢ ψυχὴ τὴν ἀγωνία ἐρωτευμένη!<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="13.12.43"></a>13.12.43</h1>Θυμᾶσαι ποὺ σοῦ ῾λεγα<br />
Ὅταν σφυρίζουν τὰ πλοῖα μὴν εἶσαι στὸ λιμάνι.<br />
Μὰ ἡ μέρα ποὺ ἔφευγε ἤτανε δικιά μας <br />
καὶ δὲ θὰ θέλαμε ποτὲ νὰ τὴν ἀφήσουμε <br />
Ἕνα μαντήλι πικρὸ θὰ χαιρετᾶ τὴν ἀνίατου γυρισμοῦ <br />
Κι ἔβρεχε ἀλήθεια πολὺ κι ἤτανε ἔρημοι οἱ δρόμοι <br />
Μὲ μιὰ λεπτὴν ἀκαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση <br />
Κλεισμένα παράθυρα κι οἱ ἄνθρωποι τόσο λησμονημένοι - <br />
Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι; Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι; <br />
Κι ἕσφιγγα τὰ χέρια σου Δὲν εἶχε τίποτα τ᾿ ἀλλόκοτο ἡ κραυγή μου.<br />
Θὰ φύγουμε κάποτε ἀθόρυβα καὶ θὰ πλανηθοῦμε<br />
Μὲς στὶς πολύβοες πολιτεῖες καὶ στὶς ἔρημες θάλασσες<br />
Μὲ μιὰν ἐπιθυμία φλογισμένη στὰ χείλια μας<br />
Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ γυρέψαμε καὶ μᾶς τὴν ἀρνήθηκαν<br />
Ξεχνοῦσες τὰ δάκρυα, τὴ χαρὰ καὶ τὴ μνήμη μας<br />
Χαιρετώντας λευκὰ πανιὰ π᾿ ἀνεμίζονται.<br />
Ἴσως δὲ μένει τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ αὐτὸ νὰ θυμόμαστε.<br />
Μὲς στὴν ψυχή μου σκιρτᾶ τὸ ἐναγώνιο Γιατί,<br />
Ρουφῶ τὸν ἀγέρα τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἐγκατάλειψης<br />
Χτυπῶ τοὺς τοίχους τῆς ὑγρῆς φυλακῆς μου <br />
καὶ δὲν προσμένω ἀπάντηση<br />
Κανεὶς δὲ θ᾿ ἀγγίξει τὴν ἔκταση τῆς στοργῆς <br />
καὶ τῆς θλίψης μου.<br />
Κι ἐσὺ περιμένεις ἕνα γράμμα ποὺ δὲν ἔρχεται<br />
Μιὰ μακρινὴ φωνὴ γυρνᾶ στὴ μνήμη σου καὶ σβήνει<br />
Κι ἕνας καθρέφτης μετρᾶ σκυθρωπὸς τὴ μορφή σου<br />
Τὴ χαμένη μας ἄγνοια, τὰ χαμένα φτερά.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΠΟΙΗΤΙΚΗ"></a>Ποιητική</h1>-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,<br />
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου<br />
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον<br />
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας<br />
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε<br />
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.<br />
-Τὸ τί<span style="letter-spacing: 4px;"> δὲν πρόδωσες ἐσὺ </span> νὰ μοῦ πεῖς<br />
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,<br />
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας<br />
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια<br />
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ<br />
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.<br />
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;<br />
Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.<br />
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.<br />
Σὰν <b>πρόκες</b> πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις<br />
Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="Ο_ΟΥΡΑΝΟΣ"></a>Ὁ Οὐρανός</h1>Πρῶτα νὰ πιάσω τὰ χέρια σου<br />
Νὰ ψηλαφίσω τὸ σφυγμό σου<br />
Ὕστερα νὰ πᾶμε μαζὶ στὸ δάσος<br />
Ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τὰ μεγάλα δέντρα<br />
Ποὺ στὸν κάθε κορμὸ ἔχουμε χαράξει<br />
Ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ ἱερὰ ὀνόματα<br />
Νὰ τὰ συλλαβίσουμε μαζὶ<br />
Νὰ τὰ μετρήσουμε ἕνα-ἕνα<br />
Μὲ τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ σὰν προσευχή.<br />
Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός.<br />
Δὲν περνοῦν ἀπὸ δῶ ξυλοκόποι.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΝΕΟΙ_ΤΗΣ_ΣΙΔΩΝΟΣ"></a>Νέοι της Σιδῶνος</h1>Κανονικὰ δὲν πρέπει νἄχουμε παράπονο<br />
Καλὴ κι ἐγκάρδια ἡ συντροφιά σας, ὅλο νιάτα,<br />
Κορίτσια δροσερά- ἀρτιμελῆ ἀγόρια<br />
Γεμάτα πάθος κι ἔρωτα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴ δράση.<br />
Καλά, μὲ νόημα καὶ ζουμὶ καὶ τὰ τραγούδια σας<br />
Τόσο, μὰ τόσο ἀνθρώπινα, συγκινημένα,<br />
Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ πεθαίνουν σ᾿ ἄλλην Ἤπειρο<br />
Γιὰ ἥρωες ποὺ σκοτωθῆκαν σ᾿ ἄλλα χρόνια,<br />
Γιὰ ἐπαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,<br />
Γιὰ τὸν καημὸ τοῦ ἐν γένει πάσχοντος Ἀνθρώπου.<br />
Ἰδιαιτέρως σᾶς τιμᾷ τούτη ἡ συμμετοχὴ<br />
Στὴν προβληματικὴ καὶ στοὺς ἀγῶνες τοῦ καιροῦ μας<br />
Δίνετε ἕνα ἄμεσο παρὼν καὶ δραστικό- κατόπιν τούτου<br />
Νομίζω δικαιοῦσθε μὲ τὸ παραπάνω<br />
Δυὸ δυό, τρεῖς τρεῖς, νὰ παίξετε, νὰ ἐρωτευθεῖτε,<br />
Καὶ νὰ ξεσκάσετε, ἀδελφέ, μετὰ ἀπὸ τόση κούραση.<br />
(Μᾶς γέρασαν προώρως Γιῶργο, τὸ κατάλαβες;)<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ"></a>Ἐπιτύμβιον</h1>Πέθανες- κι ἔγινες καὶ σύ: ὁ καλός,<br />
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.<br />
Τριάντα ἕξη στέφανα σὲ συνοδέψανε, τρεῖς λόγοι ἀντιπροέδρων,<br />
Ἑφτὰ ψηφίσματα γιὰ τὶς ὑπέροχες ὑπηρεσίες ποὺ προσέφερες.<br />
Ἄ, ρὲ Λαυρέντη, ἐγὼ ποὺ μόνο τὄξερα τί κάθαρμα ἤσουν,<br />
Τί κάλπικος παρᾶς, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μέσα στὸ ψέμα<br />
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ, δὲν θὰ ῾ρθῶ τὴν ἡσυχία σου νὰ ταράξω.<br />
(Ἐγώ, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μὲς στὴ σιωπὴ θὰ τὴν ἐξαγοράσω<br />
Πολὺ ἀκριβὰ κι ὄχι μὲ τίμημα τὸ θλιβερό σου τὸ σαρκίο.)<br />
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ. Ὡς ἤσουν πάντα στὴ ζωή: ὁ καλός,<br />
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.<br />
Δὲ θά ῾σαι ὁ πρῶτος οὔτε δὰ κι ὁ τελευταῖος.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΣΤ_ΑΣΤΕΙΑ_ΠΑΙΖΑΜΕ"></a>Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!</h1>Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας<br />
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας<br />
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε<br />
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.<br />
Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας<br />
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη<br />
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα<br />
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;<br />
Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας<br />
Κλέφτες!<br />
Στὰ ψέματα παίζαμε!<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΕΠΙΛΟΓΟΣ"></a>Ἐπίλογος</h1>Οἱ στίχοι αὐτοὶ μπορεῖ καὶ νά ῾ναι οἱ τελευταῖοι<br />
οἱ τελευταῖοι στοὺς τελευταίους ποὺ θὰ γραφτοῦν<br />
Γιατί οἱ μελλούμενοι ποιητὲς δὲ ζοῦνε πιὰ<br />
αὐτοὶ ποὺ θὰ μιλούσανε πεθάναν ὅλοι νέοι<br />
Τὰ θλιβερὰ τραγούδια τους γενήκανε πουλιὰ<br />
σὲ κάποιον ἄλλον οὐρανὸ ποὺ λάμπει ξένος ἥλιος<br />
Γενῆκαν ἄγριοι ποταμοὶ καὶ τρέχουνε στὴ θάλασσα<br />
καὶ τὰ νερά τους δὲν μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις<br />
Στὰ θλιβερὰ τραγούδια τους φύτρωσε ἕνας λωτὸς<br />
νὰ γεννηθοῦμε στὸ χυμό του ἐμεῖς πιὸ νέοι.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΕΠΙΛΟΓΟΣ."></a>Ἐπίλογος</h1>Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.<br />
Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς<br />
προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη<br />
Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν<br />
μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.<br />
«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος,<br />
<i>«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες<br />
κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»</i><br />
Ἔστω.<br />
Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου. Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΧΑΡΗΣ_1944"></a>Χάρης 1944</h1>Ἤμασταν ὅλοι μαζὶ καὶ ξεδιπλώναμε ἀκούραστα τὶς ὧρες μας<br />
Τραγουδούσαμε σιγὰ γιὰ τὶς μέρες ποὺ θὰ ῾ρχόντανε <br />
φορτωμένες πολύχρωμα ὁράματα <br />
Αὐτὸς τραγουδοῦσε, σωπαίναμε, ἡ φωνή του <br />
ξυπνοῦσε μικρὲς πυρκαγιὲς<br />
Χιλιάδες μικρὲς πυρκαγιὲς ποὺ πυρπολοῦσαν τὴ νιότη μας<br />
Μερόνυχτα ἔπαιζε τὸ κρυφτὸ μὲ τὸ θάνατο <br />
σὲ κάθε γωνιὰ καὶ σοκάκι<br />
Λαχταροῦσε ξεχνώντας τὸ δικό του κορμὶ νὰ χαρίσει <br />
στοὺς ἄλλους μίαν Ἄνοιξη.<br />
Ἤμασταν ὅλοι μαζὶ μὰ θαρρεῖς πῶς αὐτὸς ἦταν ὅλοι.<br />
Μιὰ μέρα μᾶς σφύριξε κάποιος στ᾿ ἀφτί: «Πέθανε ὁ Χάρης»<br />
«Σκοτώθηκε» ἢ κάτι τέτοιο. Λέξεις ποὺ τὶς ἀκοῦμε κάθε μέρα.<br />
Κανεὶς δὲν τὸν εἶδε. Ἦταν σούρουπο. <br />
Θά ῾χε σφιγμένα τὰ χέρια ὅπως πάντα<br />
Στὰ μάτια του χαράχτηκεν ἄσβηστα ἡ χαρὰ <br />
τῆς καινούριας ζωῆς μας<br />
Μὰ ὅλα αὐτὰ ἦταν ἁπλὰ κι ὁ καιρὸς εἶναι λίγος. <br />
Κανεὶς δὲν προφταίνει.<br />
...Δὲν εἴμαστε ὅλοι μαζί. Δυὸ τρεῖς ξενιτεύτηκαν<br />
Τράβηξεν ὁ ἄλλος μακριὰ μ᾿ ἕνα φέρσιμο ἀόριστο <br />
κι ὁ Χάρης σκοτώθηκε<br />
Φύγανε κι ἄλλοι, μᾶς ᾖρθαν καινούριοι, γεμίσαν οἱ δρόμοι<br />
Τὸ πλῆθος ξεχύνεται ἀβάσταχτο, ἀνεμίζουνε πάλι σημαῖες<br />
Μαστιγώνει ὁ ἀγέρας τὰ λάβαρα. <br />
Μὲς στὸ χάος κυματίζουν τραγούδια.<br />
Ἂν μὲς στὶς φωνὲς ποὺ τὰ βράδια τρυποῦνε ἀνελέητα τὰ τείχη<br />
Ξεχώρισες μία: Εἶν᾿ ἡ δική του. Ἀνάβει μικρὲς πυρκαγιὲς<br />
Χιλιάδες μικρὲς πυρκαγιὲς ποὺ πυρπολοῦν <br />
τὴν ἀτίθαση νιότη μας<br />
Εἶν᾿ ἡ δική του φωνὴ ποὺ βουίζει στὸ πλῆθος <br />
τριγύρω σὰν ἥλιος<br />
Π᾿ ἀγκαλιάζει τὸν κόσμο σὰν ἥλιος <br />
ποὺ σπαθίζει τὶς πίκρες σὰν ἥλιος<br />
Ποὺ μᾶς δείχνει σὰν ἥλιος λαμπρὸς τὶς χρυσὲς πολιτεῖες<br />
Ποὺ ξανοίγονται μπρός μας λουσμένες <br />
στὴν Ἀλήθεια καὶ στὸ αἴθριο τὸ φῶς.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ_ΜΕΡΕΣ_ΤΟΥ_1969"></a>Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ.</h1><div align="center"> <table border="0" id="table3" style="width: 400px;"><tbody>
<tr> <td><i>Τὸ ποίημα ἀνήκει στὴ συλλογὴ Ὁ Στόχος (1970). Πρωτοδημοσιεύτηκε στὰ Δεκαοχτὼ Κείμενα, ποὺ ἡ ἔκδοσή τους ἀποτέλεσε τὴν πρώτη πράξη ὁμαδικῆς δημόσιας ἀντίστασης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων κατὰ τῆς δικτατορίας. Εἶναι ποίημα πολιτικό, ὅπως ἐξάλλου καὶ πολλὰ ἄλλα ποιήματα τοῦ Ἀναγνωστάκη, καὶ ἀπηχεῖ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση ἀπὸ τὴ μετακατοχικὴ περίοδο καὶ τὴ στρατιωτικὴ δικτατορία.</i></td> </tr>
</tbody></table></div>Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!<br />
Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν<br />
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.<br />
Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ<br />
τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.<br />
Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε <br />
Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται,<br />
Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε <br />
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες, <br />
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες <br />
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα<br />
οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους<br />
Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα<br />
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν<br />
τῶν παιδιῶν τους.<br />
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται<br />
ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν<br />
- ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-<br />
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως<br />
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-<br />
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς<br />
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,<br />
τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς<br />
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="Η_ΑΓΑΠΗ_ΕΙΝΑΙ_Ο_ΦΟΒΟΣ"></a>Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος...</h1>Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους<br />
Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα<br />
Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση<br />
Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων<br />
Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;<br />
Ξέρει νὰ σφίγγει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ<br />
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε<br />
Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;<br />
(κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα<br />
βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους μεγάλωσαν<br />
πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας<br />
διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.)<br />
Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατὶ ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ<br />
Ἢ γιατὶ ἔτσι φτύνουμε ἕνα-ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα<br />
Καὶ μία στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾷ μίαν ἡλιαχτίδα<br />
Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴ ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας.<br />
Φτάνουμε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις<br />
Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις<br />
Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ᾿ ὄνομά σου<br />
Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μίαν ἐπικαιρότητα<br />
Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις<br />
Κι ἂν σκέφτομαι εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη.<br />
Μὰ ποιὸς θα᾿ ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΗ_ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ"></a>Ἀπροσδιόριστη χρονολογία</h1>Αὐτὴ ἡ μέρα πέρασε χωρὶς καμιὰν ἀπόχρωση<br />
Τόσο διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες μέρες<br />
(Ἴσως ἡ ἀπαρχὴ ὁμοίων ἡμερῶν)<br />
ἔσβησεν ἔτσι ἀνάλαφρα ὅπως ᾖρθε<br />
χωρὶς νὰ παιχνιδίσει ὁ ἥλιος στὰ κλαδιὰ<br />
Τράβηξε τὶς κουρτίνες της μὲ διάκρισην ἡ νύχτα.<br />
Μιὰ μέρα τόσο διάφορη ἀπ᾿ τὶς ἄλλες<br />
Χωρὶς τὰ σύμβολα τοῦ «πλήν» καὶ τοῦ «σὺν»<br />
π᾿ αὐλακώνουν τὴ σκέψη<br />
Χωρὶς νὰ βαραίνει κἂν τὴ ζυγαριὰ τῆς μνήμης<br />
Πὲς σὰ μιὰ σαπουνόφουσκα ποὺ τρυπήσαμε μὲ τὴν καρφίτσα<br />
Σὰν τὸν καπνὸ τσιγάρου χωρὶς ἄρωμα.<br />
Ἔτσι ἔπεσε ἕνα φύλλο ἀπὸ τὸ καλαντάρι<br />
Δίχως τὸν παραμικρότερο ἦχο<br />
(Χάθηκε καὶ δὲν ψάξαμε νὰ τὸ βροῦμε)<br />
Ἔμεινε τὸ συρτάρι μας ὅπως τὸ ἀφήσαμε.<br />
Ἴσως -λές- πὼς δὲν ἤτανε κἂν μία μέρα<br />
Μόνο που σήμερα φωνάζουν ἀρνητικὰ οἱ ἀριθμοὶ<br />
Τὸ ρολόι γυρισμένο ἕνα ἀκόμη εἰκοσιτετράωρο<br />
-Λές- πῶς περάσαμε ἀσυνείδητα τὰ μεσάνυχτα<br />
Ἕναν ὁλόισιο ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΚΑΘΕ_ΠΡΩΙ"></a>Κάθε πρωΐ</h1>Κάθε πρωὶ<br />
Καταργοῦμε τὰ ὄνειρα<br />
Χτίζουμε μὲ περίσκεψη τὰ λόγια<br />
Τὰ ροῦχα μας εἶναι μιὰ φωλιὰ ἀπὸ σίδερο<br />
Κάθε πρωὶ<br />
Χαιρετᾶμε τοὺς χθεσινοὺς φίλους<br />
Οἱ νύχτες μεγαλώνουν σὰν ἁρμόνικες<br />
-Ἦχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.<br />
(Ἀσήμαντες ἀπαριθμήσεις<br />
-Τίποτα, λέξεις μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους.<br />
Μὰ ποῦ τελειώνει ἡ μοναξιά;)<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΘΑ_ΡΘΕΙ_ΜΙΑ_ΜΕΡΑ"></a>Θά ῾ρθει μιὰ μέρα</h1>Θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲ θά ῾χουμε πιὰ τί νὰ ποῦμε<br />
Θὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτια<br />
Ἡ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲ<br />
βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ<br />
Θὰ ταξιδέψουμε κάπου, ἔτσι ἀπὸ ἀνία ἢ γιὰ νὰ<br />
ποῦμε πὼς κι ἐμεῖς ταξιδέψαμε.<br />
Ὁ κόσμος ψάχνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ βρεῖ τουλάχιστο<br />
τὸν ἔρωτα, μὰ δὲν βρίσκει τίποτα.<br />
Σκέφτομαι συχνὰ πὼς ἡ ζωή μας εἶναι τόσο μικρὴ<br />
ποὺ δὲν ἀξίζει κἂν νὰ τὴν ἀρχίσει κανείς.<br />
Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα θὰ πάω στὸ Μοντεβίδεο ἴσως καὶ<br />
στὴ Σαγκάη, εἶναι κάτι κι αὐτὸ δὲ μπορεῖς<br />
νὰ τὸ ἀμφισβητήσεις.<br />
Καπνίσαμε -θυμήσου- ἀτέλειωτα τσιγάρα<br />
συζητώντας ἕνα βράδυ<br />
-ξεχνῶ πάνω σὲ τί- κι εἶναι κρῖμα γιατὶ ἦταν τόσο<br />
μα τόσο ἐνδιαφέρον.<br />
Μιὰ μέρα, ἂς ἤτανε, νὰ φύγω μακριά σου ἀλλὰ κι<br />
ἐκεῖ θά ῾ρθεις καὶ θὰ μὲ ζητήσεις<br />
Δὲ μπορεῖ, Θέ μου, νὰ φύγει κανεὶς μοναχός του.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΔΡΟΜΟΙ_ΠΑΛΙΟΙ"></a>Δρόμοι παλιοί</h1>Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα<br />
κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ<br />
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ<br />
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ<br />
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ<br />
Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ<br />
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες<br />
Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα<br />
κι οὔτε κανένας κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε μὲ γνώριζε<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΗΤΑΝΕ_ΝΕΟΙ"></a>Ἤτανε νέοι</h1>Οἱ δρόμοι ἦταν σκοτεινοὶ καὶ λασπωμένοι<br />
τὸ πιάτο στὸ τραπέζι λιγοστό,<br />
τὸ φιλὶ στὸ κατώφλι ἦταν κλεφτὸ<br />
καὶ ἔρωτες μέσα στὶς καρδοῦλες κλειδωμένοι<br />
Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ<br />
καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειὰ<br />
Τὰ βράδια ξενυχτοῦσαν στὰ ὑπόγεια,<br />
καὶ σβάρνα ὁλημερὶς στὶς γειτονιὲς<br />
ἄχ! τὰ σοκάκια ἐκεῖνα κι οἱ γωνιὲς<br />
σφιχτὰ ποὺ φυλάξαν τὰ τίμια λόγια<br />
Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ<br />
καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειὰ<br />
Δὲν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι, μάνα σπίτι<br />
ἕναν δὲν δίναν γιὰ τὸ σήμερα παρᾶ<br />
δὲ ρίχνανε δραχμὲς στὸν κουμπαρᾶ<br />
δὲν κράταγαν μεζούρα καὶ διαβήτη<br />
Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ<br />
καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειά<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΟΤΑΝ_ΜΙΑΝ_ΑΝΟΙΞΗ"></a>Ὅταν μίαν ἄνοιξη</h1>Ὅταν μίαν ἄνοιξη χαμογελάσει<br />
θὰ ντυθεῖς μία καινούργια φορεσιὰ<br />
καὶ θὰ ῾ρθεῖς νὰ σφίξεις τὰ χέρια μου<br />
παλιέ μου φίλε<br />
Κι ἴσως κανεὶς δὲ σὲ προσμένει νὰ γυρίσεις<br />
μὰ ἐγὼ νιώθω τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς σου<br />
κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο στὴν ὥριμη, πικραμένη σου μνήμη<br />
Κάποιο τρένο, τὴ νύχτα, σφυρίζοντας,<br />
ἢ ἕνα πλοῖο, μακρινὸ κι ἀπροσδόκητο<br />
θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ τὴ νιότη μας<br />
καὶ τὰ ὄνειρά μας<br />
Κι ἴσως τίποτα, ἀλήθεια, δὲν ξέχασες<br />
μὰ ὁ γυρισμὸς πάντα ἀξίζει περσότερο<br />
ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη κι ἀγάπη σου<br />
παλιέ μου φίλε<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΤΟ_ΣΚΑΚΙ"></a>Τὸ σκάκι</h1>Ἔλα νὰ παίξουμε...<br />
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου<br />
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη<br />
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη<br />
Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου<br />
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου<br />
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ<br />
πρὶν ἀπὸ μένα<br />
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω<br />
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω<br />
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω<br />
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει<br />
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη<br />
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου<br />
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ<br />
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις<br />
Ἔλα νὰ παίξουμε...<br />
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου<br />
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!<br />
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα<br />
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω<br />
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω<br />
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω<br />
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει<br />
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη<br />
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου<br />
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ<br />
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις<br />
Ἔλα νὰ παίξουμε...<br />
Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΦΟΒΑΜΑΙ"></a>Φοβᾶμαι...</h1><span style="letter-spacing: 2px;"><b>Φοβᾶμαι</b></span> τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι <br />
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου <br />
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».<br />
<span style="letter-spacing: 2px;"><b>Φοβᾶμαι</b></span> τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ <br />
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.<br />
<span style="letter-spacing: 2px;"><b>Φοβᾶμαι</b></span> τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα <br />
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα <br />
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.<br />
<span style="letter-spacing: 2px;"><b>Φοβᾶμαι</b></span> τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες <br />
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν <br />
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».<br />
<span style="letter-spacing: 2px;"><b>Φοβᾶμαι</b></span> τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν <br />
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατί, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.<br />
<span style="letter-spacing: 2px;"><b>Φοβᾶμαι</b></span>, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.<br />
Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.<br />
Νοέμβρης 1983<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΠΟΙΗΜΑΤΑ_ΠΟΥ_ΜΑΣ_ΔΙΑΒΑΣΕ_ΕΝΑ_ΒΡΑΔΥ_Ο_ΛΟΧΙΑΣ_OTTO_V"> </a>Ποιήματα ποὺ μᾶς διάβασε ἕνα βράδυ ὁ λοχίας Οtto V...</h1><h2>I</h2>Σὲ δυὸ λεπτὰ θὰ ἀκουστεῖ τὸ παράγγελμα «Ἐμπρός»<br />
Δὲν πρέπει νὰ σκεφτεῖ κανένας τίποτε ἄλλο<br />
Ἐμπρὸς ἡ σημαία μας κι ἐμεῖς ἐφ' ὅπλου λόγχη ἀπὸ πίσω<br />
Ἀπόψε θὰ χτυπήσεις ἀνελέητα καὶ θὰ θὰ χτυπηθεῖς<br />
Θὰ τραβήξεις μπροστὰ τραγουδώντας ρυθμικὰ ἐμβατήρια<br />
Θὰ τραβήξεις μπροστὰ ποὺ μαντεύονται χιλιάδες ἀνήσυχα μάτια<br />
Ἐκεῖ ποὺ χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω ἀπὸ μία ἄλλη σημαία<br />
Ἕτοιμα νὰ χτυπήσουν καὶ νὰ χτυπηθοῦν.<br />
Σ᾿ ἕνα λεφτὸ πρέπει νὰ μᾶς δώσουν τὸ σύνθημα<br />
Μιὰ λεξοῦλα μικρὴ ποὺ σὲ λίγο ἐξαίσια θὰ λάμψει.<br />
(Κι ἐγὼ ποὺ ἔχω μία ψυχὴ παιδικὴ καὶ δειλὴ<br />
Ποὺ δὲν θέλει τίποτε ἄλλο νὰ ξέρει ἀπὸ τὴν ἀγάπη<br />
Κι ἐγὼ πολεμῶ τόσα χρόνια χωρίς, Θέ μου, νὰ μάθω γιατί<br />
Καὶ δὲ βλέπω μπροστὰ τόσα χρόνια παρὰ μόνο τὸ δίδυμο ἀδερφό μου.)<br />
<br />
<h2>II</h2><b>Σὲ τούτη τὴ φωτογραφία ἤμουνα νέος κοντὰ 22<br />
</b>χρονῶ. ἐδῶ εἶναι ἡ γυναῖκα π᾿ ἀγαποῦσα: ἡ<br />
γυναῖκα μου<br />
Τὴ λέγανε Μάρθα· ἔσφιγγε τὸ γιό μου μὲ λαχτάρα<br />
στὴν ἀγκαλιά της<br />
Δὲ μοῦ ῾πε: «χαίρομαι ποὺ πᾶς νὰ πολεμήσεις».<br />
Ἔκλαιγε σὰν ἕνα μικρὸ κοριτσάκι.<br />
Κι ἐδῶ κάποιο σπίτι παλιὸ μ᾿ ἕναν κῆπο στὴ μέση<br />
καὶ μ᾿ ἄνθη...<br />
...Θυμᾶσαι ὅταν ἤμασταν παιδιὰ εἴχαμε ἕνα ξύλι-<br />
νο ἄλογο καὶ μία γυαλιστερὴ τρομπέτα<br />
Τὰ βράδια ξαγρυπνούσαμε στὰ βιβλία μὲ τὶς ἀρ-<br />
χαῖες ἡρωικὲς ἱστορίες<br />
Τὸν ἀθῷο μας ὕπνο τυράννησαν οἱ ἀντίλαλοι τῶν<br />
φημισμένων πολεμιστῶν<br />
Ὕστερα τὰ ξεχάσαμε ὅλα αὐτὰ σὲ μία γωνιὰ γε-<br />
λώντας γιὰ τὰ παιδιάστικα καμώματα.<br />
Ἴσως αὔριο μιὰ τόση τρυπίτσα μοῦ χαράξει τό μέ-<br />
τωπο<br />
Ὢ μία τρυπίτσα ποὺ χωρᾷ ὅλο τὸν πόνο τῶν ἀν-<br />
θρώπων<br />
Ποιὸς εἶμαι; Ποῦ βρίσκομαι; Σκίστε τὰ ροῦχα<br />
μου ἐδῶ μπροστὰ στὸ στῆθος<br />
Ἴσως θὰ βρεῖτε ἀκόμα τ᾿ ὄνομά μου σκαλισμένο.<br />
Ποιὸς τὸ θυμᾶται;<br />
Ψάξτε τὰ ροῦχα μου ἀκόμα... Ἐδῶ ἤμουνα νέος<br />
22 μόλις χρονῶ<br />
Κι ἐδῶ μιὰ γυναῖκα ποὺ σφίγγει μὲ λαχτάρα ἕνα<br />
παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της.<br />
(Ἔκλαιγε ἀλήθεια ὅταν ἔφευγα σὰν ἕνα μικρὸ κο-<br />
ριτσάκι).<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΚΙ_ΗΘΕΛΕ_ΑΚΟΜΗ"></a>Κι ἤθελε ἀκόμη...</h1>Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ<br />
Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα<br />
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω<br />
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.<br />
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους<br />
Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία<br />
Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα<br />
Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις.<br />
Ἐκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά, μαζεύω μὲ τάξη,<br />
Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο<br />
Κρεμῶ κομμένα χέρια στοὺς τοίχους, στολίζω<br />
Μὲ τὰ κομμένα κρανία τὰ παράθυρα, πλέκω<br />
Μὲ κομμένα μαλλιὰ τὸ δίχτυ μου καὶ περιμένω.<br />
Ὄρθιος καὶ μόνος σὰν καὶ πρῶτα περιμένω.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΜΙΛΩ"></a>Μιλῶ…</h1>Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταῖα σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶν<br />
Γιὰ τὰ κουρέλια ἀπὸ τὰ γιορτινά μας φορέματα<br />
Γιὰ τὰ παιδιά μας ποὺ πουλᾶν τσιγάρα στοὺς διαβάτες<br />
Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ<br />
Γιὰ τὰ σπίτια ποὺ χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν κρανία ξεδοντιασμένα<br />
Γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ζητιανεύουν δείχνοντας στὰ στήθια τὶς πληγές τους<br />
Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα<br />
Γιὰ τὶς φλεγόμενες πόλεις τὰ σωριασμένα κουφάρια σοὺς δρόμους<br />
Τοὺς μαστρωποὺς ποιητὲς ποὺ τρέμουνε τὶς νύχτες στὰ κατώφλια<br />
Μιλῶ γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν τὸ φῶς λιγοστεύει τὰ ξημερώματα<br />
Γιὰ τὰ φορτωμένα καμιόνια καὶ τοὺς βηματισμοὺς στὶς ὑγρὲς πλάκες<br />
Γιὰ τὰ προαύλια τῶν φυλακῶν καὶ γιὰ τὸ δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.<br />
Μὰ πιὸ πολὺ μιλῶ γιὰ τοὺς ψαράδες<br />
Π᾿ ἀφήσανε τὰ δίχτυά τους καὶ πήρανε τὰ βήματά Του<br />
Κι ὅταν Αὐτὸς κουράστηκε αὐτοὶ δὲν ξαποστάσαν<br />
Κι ὅταν Αὐτὸς τοὺς πρόδωσε αὐτοὶ δὲν ἀρνηθῆκαν<br />
Κι ὅταν Αὐτὸς δοξάστηκε αὐτοὶ στρέψαν τὰ μάτια<br />
Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε καὶ τοὺς σταυρῶναν<br />
Κι αὐτοί, γαλήνιοι, τὸ δρόμο παίρνουνε π᾿ ἄκρη δὲν ἔχει<br />
Χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει<br />
Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΕΠΙΤΑΦΙΟ"></a>Ἐπιτάφιο</h1>Ἐδῶ ἀναπαύεται<br />
Ἡ μόνη ἀνάπαυση τῆς ζωῆς του<br />
Ἡ μόνη του στερνὴ ἱκανοποίηση<br />
Νὰ κείτεται μαζὶ μὲ τοὺς ἀφέντες του<br />
Στὴν ἴδια κρύα γῆ, στὸν ἴδιο τόπο.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΑΥΤΟΙ_ΔΕΝ_ΕΙΝΑΙ_ΟΙ_ΔΡΟΜΟΙ_ΠΟΥ_ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ"></a>Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ δρόμοι ποὺ γνωρίσαμε...</h1>Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ δρόμοι ποὺ γνωρίσαμε<br />
Ἀλλότριο πλῆθος ἕρπει τώρα στὶς λεωφόρους<br />
Ἀλλάξαν καὶ τῶν προαστίων οἱ ὀνομασίες<br />
Ὑψώνονται ἄσυλα στὰ γήπεδα καὶ στὶς πλατεῖες.<br />
Ποιὸς περιμένει τὴν ἐπιστροφή σου; Ἐδῶ οἱ ἐπίγονοι<br />
Λιθοβολοῦν τοὺς ξένους, θύουν σ᾿ ὁμοιώματα,<br />
Εἶσαι ἕνας ἄγνωστος μὲς στὸ ἄγνωστο ἐκκλησίασμα<br />
Κι ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ἀφορίζουνε τοὺς ξένους<br />
Ρίχνουνε στοὺς ἀλλόγλωσσους κατάρες<br />
Ἐσὺ στοὺς σκοτεινοὺς διαδρόμους χώσου<br />
Στὶς δαιδαλώδεις κρύπτες ποὺ δὲν προσεγγίζει<br />
Οὔτε φωνὴ ἀγριμιοῦ ἢ ἦχος τυμπάνου·<br />
Ἐκεῖ δὲ θὰ σὲ βροῦν. Γιατί ἂν σ᾿ ἀφορίσουν<br />
Κάποιοι –ἀναπόφευκτα– στὰ χείλη τους θὰ σὲ προφέρουν<br />
Οἱ σκέψεις σου θ᾿ ἀλλοιωθοῦν, θὰ σοῦ ἀποδώσουν<br />
Ψιθυριστὰ προθέσεις, θὰ σὲ ὑμνήσουν.<br />
Μὲ τέτοιες προσιτὲς ἐπιτυχίες θὰ ἡττηθεῖς.<br />
Τεντώσου ἀπορρίπτοντας τῶν λόγων σου τὴν πανοπλία<br />
Κάθε ἐξωτερικὸ περίβλημά σου περιττὸ<br />
Καὶ τῆς Σιωπῆς τὸ μέγα διάστημα, ἔτσι,<br />
Τεντώσου νὰ πληρώσεις συμπαγής.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="Η_ΑΠΟΦΑΣΗ"></a>Ἡ ἀπόφαση</h1>Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;<br />
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.<br />
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ<br />
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε<br />
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ<br />
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα<br />
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες<br />
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια<br />
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.<br />
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.<br />
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.<br />
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε<br />
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας<br />
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις<br />
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.<br />
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:<br />
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;<br />
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="IF"></a>If...</h1>Ἂν - λέω ἄν...<br />
ἂν ὅλα δὲ συνέβαιναν τόσο νωρὶς<br />
ἡ ἀποβολή σου ἀπ᾿ τὸ Γυμνάσιο στὴν Ε´ τάξη,<br />
μετὰ Χαϊδάρι, Ἅι-Στράτης, Μακρονήσι, Ἰτζεδίν,<br />
ἂν στὰ 42 σου δὲν ἤσουν μὲ σπονδυλοαθρίτιδα<br />
ὕστερα ἀπὸ τὰ εἴκοσι χρόνια τῆς φυλακῆς<br />
μὲ δυὸ διαγραφὲς στὴν πλάτη σου, μιὰ δήλωση<br />
ἀποκηρύξεως ὅταν σ᾿ ἀπομονῶσαν στὸ Ψυχιατρεῖο<br />
ἂν - σήμερα λογιστὴς σ᾿ ἕνα κατάστημα ἐδωδίμων-<br />
ἄχρηστος πιὰ γιὰ ὅλους, στιμμένο λεμόνι,<br />
ξοφλημένη περίπτωση, μὲ ἰδέες ἀπὸ καιρὸ ξεπερασμένες,<br />
ἂν - λέω ἄν...<br />
μὲ λίγη καλὴ θέληση ἐρχόνταν ὅλα κάπως διαφορετικὰ<br />
ἢ ἀπὸ μία τυχαία σύμπτωση, ὅπως σὲ τόσους καὶ τόσους<br />
συμμαθητές, φίλους, συντρόφους - δὲ λέω ἀβρόχοις ποσὶ<br />
ἀλλὰ ἄν...<br />
(Φτάνει. Μ᾿ αὐτὰ δὲ γράφονται τὰ ποιήματα. Μὴν ἐπιμένεις.<br />
Ἄλλον ἀέρα θέλουν γιὰ ν᾿ ἀρέσουν, ἄλλη «μετουσίωση».<br />
Τὸ παραρίξαμε στὴ θεματογραφία).<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h1><a href="" name="ΑΦΙΕΡΩΣΗ"></a>Ἀφιέρωση</h1>Γιὰ τοὺς ἐρωτευμένους ποὺ παντρεύτηκαν<br />
Γιὰ τὸ σπίτι ποὺ χτίστηκε<br />
Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ μεγάλωσαν<br />
Γιὰ τὰ πλοῖα ποὺ ἄραξαν<br />
Γιὰ τὴ μάχη ποὺ κερδήθηκε<br />
Γιὰ τὸν ἄσωτο ποὺ ἐπέστρεψε<br />
Γιὰ ὅλα ὅσα τέλειωσαν χωρὶς ἐλπίδα πιά.<br />
<h1><a href="" name="ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ_ΔΟΚΙΜΙΟΥ_ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ_ΑΓΩΓΗΣ"></a>Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικῆς ἀγωγῆς</h1>Οἱ τσαγκαράδες νὰ φτιάσουν ὅπως πάντα γερὰ παπούτσια<br />
Οἱ ἐκπαιδευτικοὶ νὰ συμμορφώνονται μὲ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τοῦ Ὑπουργείου<br />
Οἱ τροχονόμοι νὰ σημειώνουν μὲ σχολαστικότητα τὶς παραβάσεις<br />
Οἱ ἐφοπλιστὲς νὰ καθελκύουν διαρκῶς νέα σκάφη<br />
Οἱ καταστηματάρχες ν᾿ ἀνοίγουν καὶ νὰ κλείνουν σύμφωνα μὲ τὸ ἑκάστοτε ὡράριο<br />
Οἱ ἐργάτες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδου παραγωγῆς<br />
Οἱ ἀγρότες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν κάθοδο τοῦ ἐπιπέδου καταναλώσεως<br />
Οἱ φοιτητὲς νὰ μιμοῦνται τοὺς δασκάλους τους καὶ νὰ μὴν πολιτικολογοῦν<br />
Οἱ ποδοσφαιριστὲς νὰ μὴ δωροδοκοῦνται πέραν ἑνὸς λογικοῦ ὁρίου<br />
Οἱ δικαστὲς νὰ κρίνουν κατὰ συνείδησιν καὶ ἐκτάκτως μόνον, κατ᾿ ἐπιταγὴν<br />
Ὁ τύπος νὰ μὴ γράφει ὅ,τι πιθανὸν νὰ ἐμβάλλει εἰς ἀνησυχίαν τοὺς φορτοεκφορτωτάς<br />
Οἱ ποιητὲς ὅπως πάντα νὰ γράφουν ὡραῖα ποιήματα.<br />
<div align="center"> <table border="0" cellpadding="8" id="table7" style="width: 480px;"><tbody>
<tr> <td><i><b>Σημ.:</b></i> Πρόκειται περὶ προσχεδίου, ὡς ὁ τίτλος, καὶ προσφέρεται εἰς ἐλευθέραν δημοσίαν συζήτησιν. Μετὰ τὰς ἀκουσθησομένας ἀπόψεις θὰ γίνει τελικὴ ἐπεξεργασία ὑπὸ ὁμάδος ἐγκρίτων Ποιητῶν καὶ θὰ παραδοθεῖ εἰς τὸ κοινὸ πρὸς γνῶσιν καὶ ἀναμόρφωσιν.</td> </tr>
</tbody></table></div><br />
</td> </tr>
</tbody></table><table border="0" cellpadding="8" id="table5"><tbody>
<tr> <td> <h2><a href="" name="ΤΩΡΑ_ΕΙΝΑΙ_ΑΠΛΟΣ_ΘΕΑΤΗΣ"></a>Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατής...</h2>Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατὴς<br />
Ἀσήμαντος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος<br />
Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται<br />
Ξένος περιφέρεται στῶν ὁδῶν τὸ κάλεσμα-<br />
Ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ οἱ νέοι σαλπιγκτὲς<br />
Τῶν ἐπίλεκτων κλάσεων τοῦ μέλλοντος<br />
Οἱ κραυγὲς τοὺς γκρεμίζουν τὰ σαθρὰ τείχη<br />
Τήκουν τὴ λάσπη σὲ φωτεινοὺς ρύακες<br />
Ἔρχονται οἱ ἁγνοί, οἱ ἀνυπόκριτοι.<br />
Οἱ βιαστές, οἱ ἀμέτοχοι, οἱ παρθένοι.<br />
Οἱ πονηροὶ συνδαιτυμόνες, οἱ ἀθῶοι<br />
Οἱ ληξίαρχοι τῶν ἡμερῶν μας<br />
Ἔρχεται τὸ μεγάλο παρανάλωμα<br />
Μέσα στοὺς πίδακες τῶν πρόσχαρων νερῶν.<br />
Ἔρχονται οἱ τελευταῖες προδιαγραφές<br />
Μὰ τώρα αὐτὸς εἶναι ἁπλὸς θεατὴς<br />
Ἀνώνυμος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος<br />
Μὲ τὰ χέρια στὸ στῆθος σὰν ἕτοιμος νεκρὸς<br />
Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται.<br />
(Νὰ ξέρεις πάντα τὸ πότε καὶ τὸ πῶς)<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h2><a href="" name="ΤΟ_ΠΡΩΙ"></a>Τὸ πρωΐ</h2>Τὸ πρωὶ<br />
Στὶς 5<br />
Ὁ ξηρὸς<br />
Μεταλλικὸς ἦχος<br />
Ὕστερα ἀπὸ τὰ φορτωμένα καμιόνια.<br />
Ποὺ θρυμματίζουνε τὶς πόρτες τοῦ ὕπνου.<br />
Καὶ τὸ τελευταῖο «ἀντίο» τῆς παραμονῆς<br />
Καὶ οἱ τελευταῖοι βηματισμοὶ στὶς ὑγρὲς πλάκες<br />
Καὶ τὸ τελευταῖο σου γράμμα<br />
Στὸ παιδικὸ τετράδιο τῆς ἀριθμητικῆς<br />
Σὰν τοῦ μικροῦ παραθυριοῦ τὸ δίχτυ<br />
Ποὺ τεμαχίζει μὲ κάθετες μαῦρες γραμμὲς<br />
Τοῦ πρωινοῦ χαρούμενου ἥλιου τὴν παρέλαση.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h2><a href="" name="ΧΕΙΜΩΝΑΣ_1942"></a>Χειμώνας 1942</h2>Ξημέρωσεν ὁ δείχτης πάλι Κυριακή.<br />
Ἑφτὰ μέρες<br />
Ἡ μιὰ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἄλλη<br />
Δεμένες<br />
Ὁλόιδιες<br />
Σὰ χάντρες κατάμαυρες<br />
Κόμπο λογιῶν του Σεμιναρίου.<br />
Μιά, τέσσερις, πενηνταδυό.<br />
Ἕξι μέρες ὅλες γιὰ μία <br />
Ἕξι μέρες ἀναμονὴ <br />
Ἕξι μέρες σκέψη <br />
Γιὰ μία μέρα <br />
Μόνο γιὰ μία μέρα <br />
Μόνο γιὰ μίαν ὥρα <br />
Ἀπόγευμα κι ἥλιος.<br />
Ὧρες<br />
Ταυτισμένες<br />
Χωρὶς συνείδηση<br />
Προσπαθώντας μία λάμψη<br />
Σὲ φόντο σελίδων<br />
Μὲ πένθιμο χρῶμα<br />
Μιὰ μέρα ἀμφίβολης χαρᾶς<br />
Ἴσως μόνο μίαν ὥρα<br />
Λίγες στιγμὲς<br />
Τὸ βράδυ ἀρχίζει πάλι ἡ ἀναμονὴ<br />
Πάλι μίαν ἑβδομάδα, τέσσερις, πενηνταδυό<br />
Σήμερα βρέχει ἀπ᾿ τὸ πρωί.<br />
Ἕνα κίτρινο χιονόνερο.<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h2><a href="" name="ΑΤΙΤΛΟ"></a>Ἄτιτλο</h2><i>(ὁ ποιητὴς ὑπογράφει ὡς: Μανοῦσος Φάσσης)</i><br />
Στὸ ξενοδοχεῖο Macedonia<br />
πλαγίασα σὲ μεταξωτὰ σεντόνια<br />
εἴχανε καὶ μεταξωτὲς κουβέρτες<br />
κι εἶπα: φέρτες.<br />
Εἶπα καὶ στὴ ρεσεψιονίστα<br />
πὼς μ᾿ ἔπιασε μεγάλη νύστα.<br />
Θέλω ἄνεση σουίτας<br />
εἶμαι ποιητὴς τῆς ἥττας.<br />
Εἶμαι γενιὰ τοῦ Ἀργυρίου<br />
(ρίου ρίου κι ἀντιρίου)<br />
συνάδελφος τοῦ Κουλουφάκου<br />
καὶ κάτσε κι ἄκου...<br />
(ἀπόσπασμα)<br />
<br />
</td> </tr>
<tr> <td> <h2><a href="" name="FAIR_PLAY"></a>Fair Play</h2><i>(ὁ ποιητὴς ὑπογράφει ὡς: Μανοῦσος Φάσσης)</i><br />
<div style="text-align: right;">Τῷ φίλω Μ.Ἄν.</div>Πόσες χιλάδες ὧρες πέρασαν μὲ συνεδρίαση,<br />
σ᾿ αχτίδες, κόβες καὶ κομματικοὺς πυρῆνες,<br />
στὸ τέλος πάθαμε χρονία νικοτινίαση<br />
κι ὁ πονοκέφαλος οὔτε περνοῦσε μ᾿ ασπιρίνες.<br />
Μάθαμε ἀπ᾿ ὄξω -βασικὰ- ὅλα τὰ προβλήματα<br />
καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πάλης<br />
καὶ γίναμε τὰ δακτυλοδειχτούμενα τὰ βλήματα<br />
κρατώντας τὸν Μὰρξ – Ἔγκελς ὑπὸ μάλης.<br />
Μέρα τὴ μέρα θά ῾ρχονταν ἡ Ἐπανάσταση<br />
καὶ περιμένοντας πέρασαν τὰ χρόνια<br />
κι ὅμως σ᾿ τὸ λέγαν οἱ γονεῖς σου «ἄσ᾿ τα σὺ<br />
πάντα θὰ βρίσκονται στὸν κόσμο ἄλλα κωθώνια».<br />
Πάντοτε ὁ καπιταλισμὸς βρίσκει περάσματα<br />
καὶ ξεπερνᾶ τὶς δύσκολες τὶς κρίσεις.<br />
Κι ἕνα πρωί: «Ἀπαγορεύονται τὰ ἄσματα<br />
καὶ κοπιάστε στὸ τμῆμα γιὰ ἀνακρίσεις».<br />
Τώρα νὰ σπάσεις δὲν μπορεῖς πιά, σὲ χρωμάτισαν<br />
καὶ σ᾿ ἔχουν σὰν τὸν ποντικὸ μέσα στὴ φάκα<br />
καὶ δὲν ξεφεύγεις ἀπὸ τοῦ χαφιὲ τὸ μάτι σὰν<br />
συναναστρέφεσαι τὸν καθ᾿ ἕνα μαλάκα.<br />
...........................................................................................<br />
Δὲν ἄκουσες ποτὲ τὴ μάνα σου τὴν ἅγια<br />
σ᾿ ἐνοχλοῦσε καὶ σένα τὸ κατεστημένο,<br />
δὲν εἶδες γύρω σου χιλιάδες τὰ ναυάγια<br />
δὲν τὸ χαμπάρισες πὼς τὸ παιχνίδι ἦταν στημένο.</td></tr>
</tbody></table>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-9590294015294025132009-11-22T13:02:00.001-08:002009-11-22T13:02:32.365-08:00διάφορα, Λειβαδίτης Τάσος<div align="left"><span style="font-size: small;"><em>Μελοντικά Αριστουργήματα</em></span><br />
</div><span style="font-size: small;">Έτσι, για να μην αθετήσω την υπόσχεση μου, έπρεπε κάθε <br />
νύχτα τώρα να ξεχνάω, σαν τους φτωχούς που είναι έτοιμοι να <br />
δεχτούν μ΄ ένα οποιοδήποτε αντάλλαγμα - φτάνει να τους αφήσουν.<br />
Και για τους οποίους θα γράψω κάποτε μια ιστορία τόσο τρυφερή<br />
που δε θα βρίσκω το δρόμο</span><br />
<div align="left"><br />
</div><div align="left"><span style="font-size: small;"><em>Φθινοπωρινό σχόλιο</em></span><br />
</div><div align="left"><span style="font-size: small;">Το ουσιώδες στη μικρή ιστορία μου ήταν μια μαύρη κουνιστή <br />
πολυθρόνα - αλλά που είναι τώρα το σπίτι, που είναι η φρουτιέρα<br />
με τα παλιά επισκεπτήρια, οι πετσέτες που πνίγαμε τα γέλια - <br />
μόνον η λάμπα καίει ακόμα στην άδεια κάμαρα, σαν κάποιον που<br />
συνομιλεί με τον εαυτό του αγνοώντας τους κινδύνους ή όπως μια<br />
γυναίκα που δεν τη γνώρισες ποτέ κι όμως θα πρέπει κάποτε να<br />
΄χατε αγαπηθεί πολυ<br />
μες στην ατέλειωτη ερήμωση μιας μέρας του φθινοπώρου.</span><br />
</div><div align="left"><br />
</div><div align="left"><span style="font-size: small;"><em>Χρονοδιάγραμμα</em></span><br />
</div><div align="left"><span style="font-size: small;">Συχνά, θυμάμαι, οι μεγάλοι, όταν ήμουν παιδί, μιλούσαν για<br />
το μέλλον μου. Αυτό γινόταν συνήθως στο τραπέζι. Αλλά εγώ<br />
ούτε τους πρόσεχα, ακούγοντας ένα πουλί έξω στο δέντρο.<br />
Ίσως γι΄ αυτό το μέλλον μου άργησε τόσο πολύ: ήταν τόσο<br />
αναρίθμητα τα πουλιά και τα δέντρα.</span><br />
</div><div align="left"><br />
</div><div align="left"><span style="font-size: small;"><em>Οι σκιές μας</em></span><br />
</div><span style="font-size: small;">Και μέσα στο σπίτι υπήρχε το άλλο εκείνο σπίτι - εκεί που η<br />
μητέρα ήταν ακόμα νέα κι ένα φλάουτο ακουγόταν το βράδυ, όπως<br />
όταν οδηγούν έναν τυφλό.<br />
Σ΄αυτό το σπίτι είχαμε μείνει κι εμείς για πάντα, ενώ καθώς<br />
ανάβαμε τη λάμπα, το φως της έριχνε μόνον τις σκιές μας στο πάτωμα εδώ.</span><br />
<br />
<span style="font-size: small;"><em>Ο Θεός χρειάζεται τη βοήθειά μας</em></span><br />
<span style="font-size: small;">Κάτωχρος κι εξαντλημένος ο Ιησούς στάθηκε κοντά στον τάφο.<br />
"Λάζαρε, βγες έξω", φώναξε. Όλοι περίμεναν. Κι ο φτωχός <br />
νεκρός, που ένιωσε ότι εδώ στον τάφο του παίζεται η τύχη του<br />
κόσμου, τί να ΄κανε; Η γη είχε χαθεί,<br />
πως θ΄ άφηνε χωρίς ανάσταση έναν ολάκερο ουρανό...</span><br />
<br />
<span style="font-size: small;"><em>Κι εγώ χρειάζομαι τη βοήθεια του Θεού</em></span><br />
<span style="font-size: small;">- Κύριε, βοήθησέ με, του λέω, χάνομαι.<br />
- Μα αυτή είναι η βοήθειά μου - να χαθείς...</span><br />
<span style="font-size: small;">Για να σε ψάχνουν στους αιώνες!</span><br />
<br />
<em>Έρωτας</em><br />
Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά<br />
για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε.<br />
<br />
<span style="font-size: small;"><em>Το άσπρο άλογο</em></span><br />
<span style="font-size: small;">Και φυσικά υπάρχουν λόγοι που κοιτάζω πάντα κάτω - κάπου<br />
είναι πεταμένο ένα κλειδί, που αν το βρεις σώθηκες: θα ξεκλειδώσεις<br />
το χέρι του τρελού<br />
και τότε θα είναι στη διάθεσή σου το άσπρο άλογο!</span><br />
<div align="left"><br />
</div><div align="left"><em>Ανταμοιβή</em><br />
</div><div align="left">Ένα παιδί κοιμάται. Όλη τη μέρα έκλαψε. Αλλά τώρα χαμογελάει <br />
καθώς η Μεγάλη Άρκτος του γλείφει με τη χρυσαφιά της γλώσσα<br />
το ξεσκέπαστο πόδι του<br />
</div>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-1512126429510704292009-11-22T12:59:00.001-08:002009-11-22T12:59:54.612-08:00Nυχτερινος επισκέπτης - Λειβαδίτης Τάσος<div style="text-align: justify;"> <span style="font-family: verdana,geneva; font-size: x-small; font-weight: bold;"><span style="color: blue;">Nυχτερινος επισκέπτης - Τάσος Λειβαδίτης</span></span> <br />
</div><div style="text-align: justify;"> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">Tότε είδα το μεγάλο ικρίωμα, όπου έπρεπε ν' ανέβω, άγνωστο αν θα στεφθώ βασιλιάς ή θα κυλήσω στο καλάθι των αποκεφαλισμένων.</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">Σε τι χρησίμεψαν λοιπόν οι αμαρτίες μου;</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">...όταν βράδιασε, άδειασα τα παπούτσια μου απ' όλους τους δρόμους κι έπεσα να κοιμηθώ...</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">O ίδιος γύριζε σπίτι του τώρα δίχως πρόσωπο - σαν το Θεό.</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">Eίχαν αλλάξει οι καιροί, τώρα δε σε σκότωναν, σ' έδειχναν μόνο με το δάχτυλο...</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">...είχαμε κάποτε γκρεμίσει όλους τους τοίχους για να χωρέσουν εκείνοι που έφευγαν</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">...ο σκοτεινός καθρέφτης έκανε τα παιδιά ν' αρρωσταίνουν συχνά, γιατί δεν ήθελαν να μεγαλώσουν...</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">...σε τί είχα φταίξει, εμένα το μόνο μου έγκλημα ήταν οτι δεν μπόρεσα να μεγαλώσω, κυνηγημένος πάντα, που να βρείς καιρό...</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">Ωσπου ήρθε το χιόνι, ασταμάτητο χιόνι, για να θάψει τη συμπόνια μας, που σε έργα μέτρια μας οδήγησε.</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">Oχι, δεν είναι φτερούγα. Tο χέρι του είναι, καθώς προσπαθεί ν' αποφύγει τα χτυπήματα.</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">...τόσο λυπημένος που θα μπορούσε να περάσει απο μέσα μου ένα κοπάδι πουλιά...</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">Σαν τον τρελό που, κλειδωμένος στο κελί του, ζωγράφισε στον τοίχο μια πόρτα κι έφυγε.</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">Σε κάθε σπίτι υπάρχει μια άγνωστη μυστική σκάλα, που θα σε πήγαινε, ίσως, μακριά. Aλλά τη βρίσκεις, όταν δεν έχεις πιά σπίτι.</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">...γιατί την ώρα που πεθαίνεις, σαν ένας φονιάς που απομακρύνεται βιαστικά,</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">φεύγει απο μέσα σου ο άγνωστος που υπήρξες.</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">..." τώρα, μου λέει, θα πάμε μακριά", " μα δεν βλέπεις, του λέω, μας ξέχασαν", " γι' αυτό" μου λέει...</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">...στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι.</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">" μητέρα, ρώτησα κάποτε, που μπορούμε να βρούμε λίγο νερό για τ' άλογό μου΄",</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">"μα δε βλέπω κανένα άλογο", "κι εσύ, μητέρα!"...</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">...μου στοίχισε αρκετή περιφρόνηση</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">η ερώτηση για πράγματα που δεν βλέπαν οι άλλοι...</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">Kανείς δε θα μάθει ποτέ με πόσες αγρύπνιες συντήρησα τη ζωή μου...</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">...αυτό που μας μεγαλώνει είναι, ίσως, η ίδια η παιδικότητα, που μας διώχνει, για να μην, τελικά, εννοήσουμε.</span></span> <br style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;" /> <span style="color: #222222; font-family: Tahoma; font-size: x-small;"><span style="color: blue; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">...ο καθένας ζεί με το τρόπο του την αιώνια παραπλάνηση</span></span> </div>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-50556516054213548102009-11-22T12:58:00.000-08:002009-11-22T12:58:37.741-08:00Συγχώρα με, Αγάπη μου, που Ζούσα Πριν σε Γνωρίσω, Λειβαδίτης Τάσος<h2 class="date-header"><br />
</h2><div class="entry" id="post-i495426"> <h3 class="entry-header"><span style="font-size: x-small;"> </span></h3><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Ήξερες να δίνεσαι αγάπη μου..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Δινόσουνα ολάκερη</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">και δεν κράταγες για τον εαυτό σου</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">παρά μόνο την έγνοια</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">αν ολάκερη έχεις δοθεί..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Όλα μπορούσανε να γίνουνε</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">στον κόσμο αγάπη μου</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">τότε που μου χαμογελούσες..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωη μου</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">αγαπημένη μου..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Μα και τι να πει κανείς..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">και τα μάτια σου τόσο μεγάλα..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">έζησα όλη τη ζωή..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">και τότε όλα τα βράδια</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">κι όλα τα τραγούδια θάναι δικά μας..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Θάθελα να φωνάξω τ'ονομά σου,αγάπη,</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">μ' όλη μου τη δύναμη..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Να το φωνάξω τόσο δυνατά</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο,</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">καμιά ελπίδα να μη πεθάνει..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Θε μου πόσο ήταν όμορφη</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">σαν ένα φωτισμένο δέντρο</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">μια παλιά νύχτα των Χριστουγέννων</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Συχώρα με, αγάπη μου,</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">που ζούσα πριν να σε γνωρίσω..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Μισώ τα μάτια μου,</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Θα σ' ακούω σαν τον τυφλό που κλαίει,</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">σ' αναζητάω σαν τον τυφλό,</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">σ'ενα σπίτι που' πιασε φωτιά,</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">α, για να γεννηθείς εσύ</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">κι εγώ για να σε συναντήσω</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">γι αυτό έγινε ο κόσμος..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Κι εσύ, αγαπημένη, όταν με διώχνεις,</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">κλείνεις έξω απ' την πόρτα σου</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">έναν ολάκερο πικραμένο κόσμο..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον,</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">είμαστε κιόλας νεκροί..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">έξω απ' την πόρτα σου,</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">εσύ θα ξέρεις,</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">πως πέθανε σφαγμένος</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">απ' τα μαχαίρια του φιλιού,</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">που ονειρευότανε για σένα..</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">Ποδοπάτησε με,</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">να έχω τουλάχιστον την ευτυχία</span><br />
</div><div style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold; text-align: center;"><span style="font-size: x-small;">να μ'αγγίζεις..</span><br />
</div><div style="text-align: center;"><span style="font-size: x-small;"><span style="color: #ff007f; font-family: verdana,geneva; font-weight: bold;">Τάσος Λειβαδίτης</span></span><br />
</div><h3 class="entry-header"><span style="font-size: x-small;"> </span><span style="font-size: x-small;"><br />
</span></h3><div class="entry-content"> <div class="entry-body"> <br />
<br />
</div></div></div>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-11830361630265314732009-10-03T07:04:00.000-07:002009-10-03T07:06:16.090-07:00Ζολώτας Ξενοφών, Οι μνημειώδεις ομιλίες του στην ''αγγλική'' με ελληνικές λέξεις.<span style="font-size: small;"><b><span style="font-family: Times New Roman;"><span style="color: #6b6b6b;">»</span>»</span> </b></span><span style="color: black; font-family: verdana; font-size: small;">Ο πρώην πρωθυπουργός και καθηγητής κ. Ξενοφών Ζολώτας είχε εκφωνήσει δύο λόγους στην Ουάσιγκτον (στις 26 Σεπτεμβρίου 1957 και στις 2 Οκτωβρίου 1959), οι οποίοι έμειναν μνημειώδεις. Αιτία ως προς αυτό δεν ήταν μόνο το περιεχόμενό τους αλλά και η γλώσσα τους. Υποτίθεται ότι η γλώσσα των λόγων ήταν η αγγλική. Κατ' ουσίαν όμως, με την αφαίρεση λίγων συνδέσμων, άρθρων και προθέσεων η γλώσσα είναι η Ελληνική. Το ακροατήριό του αποτελούσαν οι σύνεδροι της Διεθνούς Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης και δεν αντιμετώπισαν τότε κανένα πρόβλημα στην κατανόηση τού προφορικού κειμένου που ανέγνωσε ο Έλληνας καθηγητής. Εκείνο τον καιρό, κατείχε την θέση τού διευθυντή Τραπέζης Ελλάδος και διαχειριστή του ελληνικού Δημοσίου Χρέους. Ακολουθεί ο λόγος της 26/9/1957:</span><br />
<br />
<br />
<span style="color: black; font-family: verdana; font-size: small;">"I always wished to address this Assembly in Greek, but realized that it would have been indeed <img border="0" height="153" hspace="10" src="http://abnet.agrino.org/fotos/E015.jpg" style="border: 2px solid rgb(0, 0, 0); float: left;" vspace="8" width="109" /> "Greek" to all present in this room. I found out, however, that I could make my address in Greek which would still be English to everybody. With your permission, Mr. Chairman, l shall do it now, using with the exception of articles and prepositions, only Greek words.<br />
<br />
"Kyrie, I eulogize the archons of the Panethnic Numismatic Thesaurus and the Ecumenical Trapeza for the orthodoxy of their axioms, methods and policies, although there is an episode of cacophony of the Trapeza with Hellas. With enthusiasm we dialogue and synagonize at the synods of our didymous organizations in which polymorphous economic ideas and dogmas are analyzed and synthesized. Our critical problems such as the numismatic plethora generate some agony and melancholy. This phenomenon is characteristic of our epoch. But, to my thesis, we have the dynamism to program therapeutic practices as a prophylaxis from chaos and catastrophe. In parallel, a Panethnic unhypocritical economic synergy and harmonization in a democratic climate is basic. I apologize for my eccentric monologue. I emphasize my euharistia to you, Kyrie to the eugenic arid generous American Ethnos and to the organizes and protagonists of his Amphictyony and the gastronomic symposia".<br />
</span> <span style="color: black; font-family: verdana; font-size: small;"><br />
</span> <span style="color: #3b3b3b; font-family: verdana; font-size: small;">Δύο χρόνια αργότερα, το 1959, ο Ξ. Ζολώτας έδωσε μία άλλη ελληνοαγγλική ομιλία, ζητώντας να τον ακούσουν με προσοχή, ακόμα κι αν υπήρχε ο κίνδυνος να κουράσει τους ακροατές του. Ιδού ο λόγος και η ελληνική του "μεταγραφή":</span><span style="color: black; font-family: verdana; font-size: small;"> <br />
<br />
Kyrie, it is Zeus' anathema on our epoch (for the dynamism of our economies) and the heresy of our economic method and policies that we should agonize the Skylla of nomismatic plethora and the Charybdis of economic anaemia. It is not my idiosyncracy to be ironic or sarcastic but my diagnosis would be that politicians are rather cryptoplethorists. Although they emphatically stigmatize nomismatic plethora, they energize it through their tactics and practices. Our policies should be based more on economic and less on political criteria. Our gnomon has to be a metron between economic,strategic and philanthropic scopes. Political magic has always been anti-economic. In an epoch characterized by monopolies, oligopolies, monopolistic antagonism and polymorphous inelasticities, our policies have to be more orthological, but this should not be metamorphosed into plethorophobia, which is endemic among academic economists. Nomismatic symmetry should not antagonize economic acme. A greater harmonization between the practices of the economic and nomismatic archons is basic. Parallel to this,we have to synchronize and harmonize more and more our economic and nomismatic policies panethnically. These scopes are more practicable now, when the prognostics of the political and economic barometer are halcyonic. The history of our didimus organization on this sphere has been didactic and their gnostic practices will always be a tonic to the polyonymous and idiomorphous ethnical economies. The genesis of the programmed organization will dynamize these policies. Therefore, i sympathize, although not without criticism one or two themes with the apostles and the hierarchy of our organs in their zeal to program orthodox economic and nomismatic policies, although I have some logomachy with them.I apologize for having tyranized you with my Hellenic phraseology. In my epilogue, i emphasize my eulogy to the philoxenous aytochtons of this cosmopolitan metropolis and my encomium to you, Kyrie stenographers.<br />
<br />
[Κύριοι, είναι "Διός ανάθεμα" στην εποχή μας και αίρεση της οικονομικής μας μεθόδου και της οικονομικής μας πολιτικής το ότι θα φέρναμε σε αγωνία την Σκύλλα του νομισματικού πληθωρισμού και τη Χάρυβδη της οικονομικής μας αναιμίας. Δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία μου να είμαι ειρωνικός ή σαρκαστικός αλλά η διάγνωσή μου θα ήταν ότι οι πολιτικοί είναι μάλλον κρυπτοπληθωριστές. Αν και με έμφαση στιγματίζουν τον νομισματικό πληθωρισμό, τον ενεργοποιούν μέσω της τακτικής τους και των πρακτικών τους. Η πολιτική μας θα έπρεπε να βασίζεται περισσότερο σε οικονομικά και λιγότερο σε πολιτικά κριτήρια. Γνώμων μας πρέπει να είναι ένα μέτρο μεταξύ οικονομικής, στρατηγικής και φιλανθρωπικής σκοπιάς. Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από μονοπώλια, ολιγοπώλια, μονοπωλιακό ανταγωνισμό και πολύμορφες ανελαστικότητες, οι πολιτικές μας πρέπει να είναι πιο ορθολογιστικές, αλλά αυτό δεν θα έπρεπε να μεταμορφώνεται σε πληθωροφοβία, η οποία είναι ενδημική στους ακαδημαϊκούς οικονομολόγους. Η νομισματική συμμετρία δεν θα έπρεπε να ανταγωνίζεται την οικονομική ακμή. Μια μεγαλύτερη εναρμόνιση μεταξύ των πρακτικών των οικονομικών και νομισματικών αρχόντων είναι βασική. Παράλληλα με αυτό, πρέπει να εκσυγχρονίσουμε και να εναρμονίσουμε όλο και περισσότερο τις οικονομικές και νομισματικές μας πρακτικές πανεθνικώς. Αυτές οι θεωρήσεις είναι πιο εφαρμόσιμες τώρα, που τα προγνωστικά του πολιτικού και οικονομικού βαρομέτρου είναι χάλκινα. Η ιστορία της δίδυμης οργάνωσης σε αυτήν την σφαίρα είναι διδακτική και οι γνωστικές τους εφαρμογές θα είναι πάντα ένα τονωτικό στις πολυώνυμες και ιδιόμορφες εθνικές οικονομίες. Η γένεση μιας προγραμματισμένης οργάνωσης θα ενισχύσει αυτές τις πολιτικές. Γι' αυτόν το λόγο αντιμετωπίζω με συμπάθεια, αλλά όχι χωρίς κριτική διάθεση, ένα ή δύο θέματα με τους αποστόλους της ιεραρχίας των οργάνων μας στον ζήλο τους να προγραμματίσουν ορθόδοξες οικονομικές και νομισματικές πολιτικές. Απολογούμαι που σας τυράννησα με την ελληνική μου φρασεολογία. Στον επίλογό μου δίνω έμφαση στην ευλογία μου, προς τους φιλόξενους αυτόχθονες αυτής της κοσμοπολίτικης μητρόπολης καθώς και το εγκώμιό μου προς εσάς, κύριοι στενογράφοι.]</span>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-85559705554031079652009-10-03T06:31:00.001-07:002009-10-03T06:31:49.144-07:00Δημουλά Κική, Τα πάθη της βροχής<div class="postentry"> <div class="snap_preview">Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών<br />
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα<br />
<span id="more-214"></span>μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο<br />
σι, σι, σι.<br />
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,<br />
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.<br />
Όμως ο παραλογισμός<br />
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση<br />
μού’ μαθε για τους ήχους.<br />
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,<br />
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,<br />
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν<br />
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.<br />
Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,<br />
όλη τη νύχτα<br />
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,<br />
αξημέρωτος ήχος,<br />
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,<br />
βραδύγλωσση βροχή,<br />
σαν πρόθεση ναυαγισμένη<br />
κάτι μακρύ να διηγηθεί<br />
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,<br />
νοσταλγία δισύλλαβη,<br />
ένταση μονολεκτική,<br />
το ένα εσύ σαν μνήμη,<br />
το άλλο σαν μομφή<br />
και σαν μοιρολατρία,<br />
τόση βροχή για μια απουσία,<br />
τόση αγρύπνια για μια λέξη,<br />
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή<br />
μ’ αυτή της τη μεροληψία<br />
όλο εσύ, εσύ, εσύ,<br />
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα<br />
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.<br />
</div></div>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-29956421029589953552009-10-02T17:54:00.000-07:002009-10-02T17:55:19.855-07:00Γκάτσος Νίκος, Αμοργός<div align="justify">Mε την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα </div><div align="justify">Oι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια </div><div align="justify">Aλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμένα στη θάλασσα </div><div align="justify">Mήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμένα λατίνια </div><div align="justify">Kι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν </div><div align="justify">Mόνο ν' ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη </div><div align="justify">Nα κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια </div><div align="justify">Mε της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα </div><div align="justify">Kαι τότε θά 'ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι </div><div align="justify">Mες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες </div><div align="justify">Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων </div><div align="justify">Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων.</div><div align="justify"><br /><br />Γι' αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας </div><div align="justify">Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια </div><div align="justify">Nα τραγουδήστε τη Mπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους </div><div align="justify">Όπως περνάει η όχεντρα μες απ' τα περιβόλια των κριθαριών </div><div align="justify">Mε τα περήφανα μάτια της οργισμένα </div><div align="justify">Kι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.</div><div align="justify"><br /><br />Kαι μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι </div><div align="justify">Mη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια </div><div align="justify">Mη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON </div><div align="justify">Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι </div><div align="justify">Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου </div><div align="justify">Oύτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου </div><div align="justify">Oύτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας. </div><div align="justify">Eίναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους </div><div align="justify">Eίναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου </div><div align="justify">Eίναι φωτιά σ' ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα </div><div align="justify">Eίναι των Tούρκων συμπεθεριό των Aυστραλών πανηγύρι </div><div align="justify">Eίναι λημέρι των Oύγγρων </div><div align="justify">Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται </div><div align="justify">Bλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ' αυγά τους </div><div align="justify">Kαι τόνε κλαίνε κι αυτές </div><div align="justify">Kαίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας </div><div align="justify">Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες </div><div align="justify">Mε τ' ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα </div><div align="justify">Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές </div><div align="justify">Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ' άλλο κελλάρι </div><div align="justify">Nα μπούνε σ' άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Tράπεζες </div><div align="justify">Kι οι κουκουβάγιες παιδιά μου </div><div align="justify">Oι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε </div><div align="justify">Kι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν </div><div align="justify">Mε ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα </div><div align="justify">Mε φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια </div><div align="justify">Mε της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα </div><div align="justify">Tρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών </div><div align="justify">Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ' Aη-Γιαννιού και τα φλουριά του Aράπη </div><div align="justify">Περιγελάνε τις μάγισσες </div><div align="justify">Kόβουν τα γένια ενός παπά με του Kολοκοτρώνη το γιαταγάνι </div><div align="justify">Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού </div><div align="justify">Kι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν </div><div align="justify">Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.</div><div align="justify"><br /><br />Έτσι σ' ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο </div><div align="justify">Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή </div><div align="justify">Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει </div><div align="justify">Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη </div><div align="justify">Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι </div><div align="justify">Mε το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της </div><div align="justify">Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά-σιγά σαν τον κλέφτη </div><div align="justify">Aπό το παραθύρι τής άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!</div><div align="justify"><br /><br />Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα </div><div align="justify">Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα </div><div align="justify">Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων </div><div align="justify">Ή όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.</div><div align="justify"><br /><br />Mόνο τα βόδια των Aχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας </div><div align="justify">Bόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει </div><div align="justify">Tρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ' αυλάκια </div><div align="justify">Mυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ' τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.</div><div align="justify"><br /><br />Πετάτε τους νεκρούς είπ' ο Hράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλωμιάζει </div><div align="justify">Kι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται </div><div align="justify">Kι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα </div><div align="justify">Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ' τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει. </div><div align="justify">Tί να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου; </div><div align="justify">Tο ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ' όνομά του </div><div align="justify">Tο ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του </div><div align="justify">Mα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει </div><div align="justify">Mόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις </div><div align="justify">Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει </div><div align="justify">Kαι να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου Άνθη πουλιά ελάφια </div><div align="justify">Nα βρεις μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη </div><div align="justify">Nα πιάσεις από τα λουριά του Aχιλλέα τ' άλογα </div><div align="justify">Aντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις </div><div align="justify">Tον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Kίτσου. </div><div align="justify">Γιατί κι εσύ θα 'χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα 'χει γεράσει. </div><div align="justify">Mέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει </div><div align="justify">Πάρ' το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο </div><div align="justify">Kι ας μη λυγίσει η καρδιά σου </div><div align="justify">Kι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη </div><div align="justify">Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου </div><div align="justify">Δεν ωφελεί το παράπονο </div><div align="justify">Ίδια παντού θα 'ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων </div><div align="justify">Mε το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων </div><div align="justify">Mε το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας </div><div align="justify">Mε το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη </div><div align="justify">Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ' ένα χαρούμενο χέρι </div><div align="justify">Φτάνει ν' ανθίσει μόνο </div><div align="justify">Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...</div><div align="justify"><br /><br />Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει </div><div align="justify">Mόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ' άστρα </div><div align="justify">Mόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές </div><div align="justify">Kαι νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.<br /><br />Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα </div><div align="justify">Mόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα </div><div align="justify">Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά </div><div align="justify">Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ' ένα πηγάδι μ' αίμα.<br /><br />Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει </div><div align="justify">Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει </div><div align="justify">Kρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης </div><div align="justify">Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.<br /><br />Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο </div><div align="justify">Mόνο ένα βράδυ του Mαγιού πέρασε ένας αγέρας </div><div align="justify">Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου </div><div align="justify">Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.<br /><br />Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο </div><div align="justify">Kι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι </div><div align="justify">Mόνο καρτέρει μια στιγμή ν' ανοίξει ο πικραπήγανος </div><div align="justify">N' αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.</div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify">Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη </div><div align="justify">Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα </div><div align="justify">Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου </div><div align="justify">Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.</div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify">Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Tο ξέρω είσαι μια φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μια σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν' ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μια μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ' ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι. Yπάρχει μια πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ' όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ' αηδόνια. Eίναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Nτέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ' αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους. Γιατί τότε κανείς δε θ' αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ' όλα τα σταυροδρόμια θ' ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Tότε θα 'ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μια χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Eυρώτα. Kαληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια καλύτερη μέρα. Oι ταξιδιώτες των Iνδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ' τους Bυζαντινούς χρονογράφους.</div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify">O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του </div><div align="justify">Kατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του </div><div align="justify">Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων τού λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων </div><div align="justify">Eν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.</div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify">Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω </div><div align="justify">Eγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας </div><div align="justify">Kαι με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους </div><div align="justify">Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι </div><div align="justify">Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.</div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify">Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει </div><div align="justify">Mια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα </div><div align="justify">Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει </div><div align="justify">Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες </div><div align="justify">Mπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη </div><div align="justify">Mπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε </div><div align="justify">Mέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων </div><div align="justify">Mαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε </div><div align="justify">Kαι μια καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι </div><div align="justify">Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ' αστέρια </div><div align="justify">Tόσους αιώνες φευγάτο </div><div align="justify">Aπό των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλλους της Bαλτιμόρης </div><div align="justify">Kι απ' τη χαμένη Aγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι. </div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify">Mα πάνω στ' αψηλά βουνά ποιοι να 'ναι αυτοί που κοιτάνε </div><div align="justify">Mε την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο; </div><div align="justify">Ποιας πυρκαγιάς να 'ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα; </div><div align="justify">Mήνα ο Kαλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης; </div><div align="justify">Mήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Mανιάτες; </div><div align="justify">Oυδ' ο Kαλύβας πολεμάει κι ουδ' ο Λεβεντογιάννης </div><div align="justify">Oύτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Mανιάτες. </div><div align="justify">Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μια στοιχειωμένη πριγκίπισσα </div><div align="justify">Kορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μια πεθαμένη ανεμώνη </div><div align="justify">Tσοπαναρέοι ατάραχοι μ' ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι </div><div align="justify">Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μια ντουφεκιά στα τρυγόνια </div><div align="justify">Kι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ' όλους </div><div align="justify">Mε μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του </div><div align="justify">Kαι κατεβαίνει απ' τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα </div><div align="justify">Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Xελμού να πει μια καλησπέρα της Γκόλφως.</div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify"> </div><div align="justify">Xρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου </div><div align="justify">Mε το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα </div><div align="justify">Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς </div><div align="justify">Mιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω </div><div align="justify">Eγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας </div><div align="justify">Kαι με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους </div><div align="justify">Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι </div><div align="justify">Mαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.</div>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-79334222705553138232009-10-02T17:52:00.000-07:002009-10-02T17:53:44.572-07:00Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερή, Ο Μικρός ΠρίγκηπαςΣτον Leon WERTH<br /><br />θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη απ' τα παιδιά που αφιέρωσα το βιβλίο αυτό σ' ένα μεγάλο· ωστόσο, έχω μια σοβαρή δικαιολογία: αυτός ο μεγάλος είναι ο πιο καλός μου φίλος σε τούτο τον κόσμο. Έχω και μια άλλη δικαιολογία: αυτός ο μεγάλος όλα τα καταλαβαίνει, ακόμη και τα παιδικά βιβλία. Έχω και μια τρίτη δικαιολογία: αυτός ο μεγάλος ζει στη Γαλλία, όπου πεινάει και κρυώνει. Έχει τόσο μεγάλη ανάγκη από κάποια παρηγοριά. Αν όλοι οι παραπάνω λόγοι δεν είναι αρκετοί, πολύ θα το ήθελα ν' αφιερώσω τούτο το βιβλίο στο παιδί που ήταν άλλοτε αυτός ο μεγάλος. Όλοι οι μεγάλοι ήταν κάποτε παιδιά (Μα λίγοι ίσως ανάμεσά τους το θυμούνται). Διορθώνω, λοιπόν, την αφιέρωσή μου:<br />Στον Leon WERTH ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ<br /><a name="01"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ<br /><br />Όταν ακόμη ήμουν έξη χρονών, είδα μια υπέροχη ζωγραφιά σ' ένα βιβλίο για το Άγριο Δάσος, που είχε τον τίτλο «Αληθινές Ιστορίες». Έδειχνε ένα τεράστιο φίδι, το βόα, που καταβρόχθιζε κάποιο αγρίμι. Να ένα αντίγραφο κείνης της ζωγραφιάς.<br />Στο βιβλίο έγραφε: «Οι βόες καταπίνουν τη λεία τους ολόκληρη, χωρίς να τη μασήσουν. Ύστερα, καθώς δεν μπορούν μήτε να σαλέψουν, βυθίζονται σε ύπνο για έξη μήνες μέχρι να χωνέψουν».<br />Στοχάστηκα τότε πολύ πάνω στις περιπέτειες στη ζούγκλα και, με τη σειρά μου, πέτυχα να σκαρώσω την πρώτη μου ζωγραφιά μ' ένα χρωματιστό μολύβι. Τη ζωγραφιά νούμερο 1. Ήταν κάπως έτσι:<br />Έδειξα το αριστούργημά μου σε μερικούς μεγάλους και τους ρώτησα αν τους φόβιζε.<br />Εκείνοι μου απάντησαν: Γιατί να μας φοβίσει ένα καπέλο; Το σχέδιό μου δεν έδειχνε ένα καπέλο. Έδειχνε ένα βόα που χώνευε ένα ελέφαντα. Τότε κι εγώ ζωγράφισα την εσωτερική μεριά του βόα, για να μπορέσουν οι μεγάλοι να καταλάβουν. Πάντα τους χρειάζονται εξηγήσεις για να καταλάβουν Η ζωγραφιά μου νούμερο 2 ήταν κάπως έτσι:<br />Οι μεγάλοι με συμβούλευσαν να παρατήσω τις ζωγραφιές με τους βόες ανοιχτούς ή κλειστούς και ν' ασχοληθώ καλύτερα με τη γεωγραφία, την ιστορία, την αριθμητική και τη γραμματική.<br />Έτσι, στα έξη μου χρόνια, εγκατέλειψα μια λαμπρή καριέρα ζωγράφου. Είχα απογοητευθεί από την αποτυχία της ζωγραφιάς μου νούμερο 1 και της ζωγραφιάς μου νούμερο 2. Από μόνοι τους οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν ποτέ τίποτε κι είναι πολύ κουραστικό για τα παιδιά να τους δίνουν κάθε φορά εξηγήσεις.<br />Αναγκάστηκα, λοιπόν, να διαλέξω ένα άλλο επάγγελμα κι έτσι έμαθα να οδηγώ αεροπλάνο. Λίγο πολύ πέταξα παντού σ' όλο τον κόσμο. Και η γεωγραφία, αυτό είναι αλήθεια, πολύ μου χρησίμεψε. Μπορούσα ν' αναγνωρίσω με τη πρώτη ματιά την Κίνα από την Αριζόνα.<br />Αυτό είναι κάτι πολύ χρήσιμο, ιδιαίτερα μάλιστα σαν τυχαίνει να 'χεις χάσει το δρόμο σου τη νύχτα.<br />Έτσι, στη ζωή μου, γνωρίστηκα με χίλιους δυο ανθρώπους σοβαρούς. Πέρασα χρόνια και χρόνια με μεγάλους και, μάλιστα, τους έζησα από πολύ κοντά. Ωστόσο, αυτό δεν καλυτέρεψε και πολύ τη γνώμη μου για την αφεντιά τους.<br />Όταν κάποτε τύχαινε να συναντήσω κάποιον που μου φαινόταν ότι του έκοβε κάπως περισσότερο, πειραματιζόμουν πάνω του με τη ζωγραφιά νούμερο 1 που την είχα πάντα μαζί μου. Ήθελα να ξέρω αν πραγματικά έβλεπε πέρα από τη μύτη του. Μα κείνος πάντα μου απαντούσε: «Είναι ένα καπέλο». Κι εγώ τότε δεν του μιλούσα ούτε για βόες, ούτε για παρθένα δάση, ούτε γι' αστέρια. Πήγαινα με τα νερά του, γινόμουν σαν κι αυτόν. Του μιλούσα για γέφυρες, για γκολφ, για πολιτική και για γραβάτες. Κι ο μεγάλος έδειχνε πολύ ευχαριστημένος που είχε γνωρίσει ένα το ίδιο σαν κι αυτόν λογικό άνθρωπο.<br /><a name="02"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ<br /><br />Έτσι έζησα μόνος, χωρίς κανένα που μαζί του να μπορώ να μιλήσω πραγματικά, μέχρι που έξη μήνες πριν, είχα ένα ατύχημα πάνω από την έρημο της Σαχάρας. Κάτι είχε σπάσει στον κινητήρα του αεροπλάνου μου και, καθώς δεν είχα μαζί μου ούτε μηχανικό, ούτε ταξιδιώτες, ετοιμαζόμουν να κάνω ολομόναχος, μια δύσκολη επισκευή.<br />Το πρώτο βράδυ λοιπόν κοιμήθηκα πάνω στην άμμο, χίλια μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή. Ήμουν πολύ πιο απομονωμένος απ' όσο ένας ναυαγισμένος πάνω σε σχεδία καταμεσής στον απέραντο ωκεανό. Έτσι, δεν είναι καθόλου δύσκολο να φανταστείτε την έκπληξή μου όταν τα χαράματα, με ξύπνησε μια παράξενη σιγανή φωνούλα που έλεγε:<br />- Αν έχετε την καλοσύνη... παρακαλώ ζωγραφίστε μου ένα αρνάκι!<br />- Ε!<br />- Ζωγραφίστε μου ένα αρνάκι...<br />Τινάχτηκα όρθιος σαν να με είχε χτυπήσει κεραυνός. Έτριψα και ξανά 'τριψα τα μάτια μου. Κοίταξα και ξανακοίταξα μ' επιμονή. Κι είδα ένα πολύ παράξενο μικροσκοπικό ανθρωπάκι που με παρατηρούσε προσεχτικά.<br />Να το καλύτερο πορτρέτο του που, αργότερα, κατάφερα να κάνω. Όμως, το σχέδιο μου, σίγουρα, είναι πολύ λιγότερο γοητευτικό από το μοντέλο. Αυτό δεν είναι φταίξιμο δικό μου. Πολύ είχα απογοητευθεί από τότε που, στα έξη μου χρόνια, οι μεγάλοι μ' έκαναν να χάσω το θάρρος μου όταν θέλησα ν' ακολουθήσω το επάγγελμα του ζωγράφου, με αποτέλεσμα να μη μάθω να ζωγραφίζω τίποτε άλλο εκτός από βόες κλεισμένους και βόες ανοιχτούς.<br />Κοίταζα κείνη την οπτασία με μάτια γουρλωμένα από την κατάπληξη. Μην ξεχνάτε πως βρισκόμουν χίλια μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή. Ωστόσο, το μικρούλικό μου ανθρωπάκι δεν μου φαινόταν να 'χει χάσει το δρόμο του, ούτε να 'χει πεθάνει από την κούραση, ούτε από την πείνα ή τη δίψα, μήτε από το φόβο. Σε καμιά περίπτωση δεν έδειχνε ένα παιδί χαμένο καταμεσής στην απέραντη έρημο, χίλια μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή.<br />Όταν καμιά φορά τα κατάφερα επιτέλους να μιλήσω, του είπα:<br />- Μα τι κάνεις 'δω πέρα;<br />Και τότε μου ξανά 'πε ολότελα απλά και ήρεμα, σαν να 'ταν κάτι πολύ σοβαρό:<br />- Παρακαλώ σας... ζωγραφίστε μου ένα αρνί... Όταν το μυστήριο είναι καταπιεστικά εντυπωσιακό,<br />δεν τολμά κανείς να μην υπακούσει. Όσο παράλογο κι αν μου φαινόταν να συμβαίνουν όλ' αυτά χίλια μίλια μακριά από όλες τις κατοικημένες περιοχές, κι ενώ παράλληλα κινδύνευα να χάσω τη ζωή μου, έβγαλα απ' την τσέπη μου ένα φύλλο χαρτιού και το στυλό μου. Όμως τότε θυμήθηκα ότι εκείνο που προπάντων είχα σπουδάσει ήταν η γεωγραφία, η ιστορία, η αριθμητική και η γραμματική και (μ' ένα κάπως μελαγχολικό τόνο), είπα στο μικρό ανθρωπάκι πως δεν ήξερα να ζωγραφίζω.<br />- Αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Ζωγράφισέ μου ένα αρνάκι.<br />Καθώς δεν είχα ζωγραφίσει ποτέ μου αρνάκι, έφτιαξα για χάρη του μια από τις δυο όλες κι όλες ζωγραφιές που ήξερα να κάνω. Ένα βόα κλειστό.<br />Κι απέμεινα αποσβολωμένος ακούγοντας το μικρό ανθρωπάκι να μου απαντά:<br />- Όχι! Όχι! Δεν θέλω ένα ελέφαντα μέσα σ' ένα βόα. Ένας βόας είναι πολύ επικίνδυνος κι ένας ελέφαντας είναι πολύ άβολος. Στο σπίτι μου όλα είναι μικρά. Εκείνο που μου χρειάζεται είναι ένα αρνάκι. Ζωγράφισέ μου ένα αρνάκι.<br />Τότε το ζωγράφισα.<br />Το κοίταξε προσεκτικά κι ύστερα είπε:<br />- Όχι! Αυτό είναι κιόλας πολύ άρρωστο. Φτιάξε μου ένα άλλο.<br />Ζωγράφισα πάλι.<br />Ο φίλος μου χαμογέλασε ευγενικά, αποφεύγοντας μ' επιείκεια να μου κάνει κριτική:<br />- Το βλέπεις πολύ καλά... αυτό δεν είναι αρνάκι, είναι ένα κριάρι. Έχει κέρατα...<br />Έφτιαξα ξανά τη ζωγραφιά μου.<br />Όμως κι αυτή την αρνήθηκε, το ίδιο όπως και τις δυο προηγούμενες:<br />- Αυτό είναι πολύ γέρικο. Θέλω ένα αρνάκι που να ζει για πολύ καιρό.<br />Χάνοντας τότε την υπομονή μου και, καθώς βιαζόμουν να ξεμοντάρω τον κινητήρα μου, σκάρωσα στα γρήγορα τούτο το σχέδιο και το 'σπρωξα προς το μέρος του.<br />- Αυτή είναι η κάσα. Το αρνάκι που θέλεις είναι μέσα.<br />Ωστόσο, πολύ ξαφνιάστηκα, βλέποντας να φωτίζεται το πρόσωπο του μικρού μου κριτή:<br />- Είναι ακριβώς όπως το ήθελα! Νομίζεις πως θα χρειάζεται πολύ χορτάρι αυτό το αρνάκι;<br />- Γιατί;<br />- Το σπίτι μου είναι πολύ μικρό...<br />- Σίγουρα δεν θα 'χεις πρόβλημα. Σου έδωσα ένα πολύ μικρούτσικο αρνάκι.<br />Έσκυψε το κεφάλι του πάνω απ' τις ζωγραφιές:<br />- Δεν είναι και τόσο μικρό... Μπα... αποκοιμήθηκε... Έτσι έκανα τη γνωριμία με το μικρό πρίγκιπα.<br /><a name="03"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ<br /><br />Μου χρειάστηκε πολύς καιρός για να καταλάβω από που ερχόταν. Ο μικρός πρίγκιπας που μού έκανε πολλές ερωτήσεις, έδειχνε να μην ακούει ποτέ τις δικές μου. Μερικά λόγια που λέγονταν έτσι στην τύχη, ήταν εκείνα που λίγο-λίγο μου τα φανέρωσαν όλα. Έτσι, όταν για πρώτη φορά είδε το αεροπλάνο μου, (δεν το 'χω σκοπό να το σχεδιάσω, είναι ένα πολύ πολύπλοκο σχέδιο για μένα), ρώτησε:<br />- Τι 'ναι τούτο 'δω το πράμα;<br />- Δεν είναι ένα πράμα. Αυτό πετάει. Αυτό είναι ένα αεροπλάνο. Είναι το αεροπλάνο μου.<br />Και πολύ περήφανος τον πληροφόρησα ότι πετούσα. Τότε φώναξε:<br />- Πως! Έχεις πέσει από τον ουρανό!...<br />- Μάλιστα, έκανα με μετριοφροσύνη<br />- Αχ! Αυτό κι αν είναι αστείο...<br />Κι ο μικρός πρίγκιπας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα πολύ όμορφο ξέσπασμα γέλιου, που εμένα πολύ με θύμωσε.<br />- Καθόλου δεν μ' αρέσει να μην παίρνουν οι άλλοι στα σοβαρά τις κακοτυχίες μου. Ύστερα πρόσθεσε:<br />- Τότε, το ίδιο κι εσύ ήρθες από τον ουρανό. Από ποιο πλανήτη είσαι;<br />Τότε το μυαλό μου φωτίστηκε από μια λάμψη, σχετικά με το μυστήριο της παρουσίας του και τον ρώτησα απότομα:<br />-Έχεις έρθει, λοιπόν, από κάποιο άλλο πλανήτη;<br />Όμως, δεν μου απάντησε. Κουνούσε πέρα-δώθε απαλά το κεφάλι του, κοιτάζοντας συνέχεια το αεροπλάνο μου:<br />- Είναι αλήθεια, είπε, πως με τούτο 'δω το πράμα, δεν γίνεται να 'χεις έρθει από πολύ μακριά...<br />Και παραδόθηκε σε μια ονειροπόληση που κράτησε πολλή ώρα. Ύστερα, βγάζοντας το αρνάκι μου απ' την τσέπη του, βυθίστηκε σε έκσταση, αποθαυμάζοντας το θησαυρό του.<br />Φανταζόσαστε πόσο αναστατώθηκα από αυτή την μισο-εκμυστήρευση για «τους άλλους πλανήτες». Προσπάθησα, λοιπόν, να μάθω περισσότερα:<br />- Από που έχεις έρθει, μικρό μου ανθρωπάκι; Που είναι αυτό που λες «σπίτι μου». Που θέλεις να πας το αρνάκι μου;<br />Αφού απόμεινε για κάμποση ώρα να στοχάζεται σωπαίνοντας, μου απάντησε:<br />- Αυτό που βολεύει με την κάσα που μου έδωσες είναι ότι τη νύχτα θα του χρησιμεύσει για σπίτι.<br />- Και βέβαια. Κι αν είσαι ευγενικός μαζί μου, θα σου δώσω κι ένα σκοινί να το δένεις όσο είναι μέρα. Κι ακόμη ένα πάσαλο.<br />Η πρότασή μου φάνηκε να μην αρέσει καθόλου στο μικρό πρίγκιπα.<br />- Να το δένω; Τι παράξενη ιδέα!<br />- Μα αν δεν το δένεις, θα πάει ένας θεός ξέρει που και θα χαθεί.<br />Κι ο φίλος μου απάντησε πάλι μ' ένα καινούριο ξέσπασμα γέλιου.<br />- Μα που νομίζεις ότι θα θελήσει να πάει;<br />- Το που, δεν έχει σημασία. Ίσια μπροστά του... Τότε ο μικρός πρίγκιπας παρατήρησε με ύφος σοβαρό:<br />- Αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Είναι τόσο μικρούτσικο το σπίτι μου!<br />Και με κάποια μελαγχολία, ίσως, πρόσθεσε:<br />-Ίσια μπροστά σου, δεν μπορείς να πας πολύ μακριά...<br /><a name="04"></a><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ<br /><br />Έτσι είχα μάθει ένα πράγμα πολύ σημαντικό: ότι ο πλανήτης από όπου είχε έρθει ήταν λίγο πιο μεγάλος από ένα σπίτι!<br />Αυτό δεν μπορούσε να με παραξενέψει και πολύ. Ήξερα πολύ καλά πως εκτός από τους μεγάλους πλανήτες, όπως η Γη, ο Δίας, ο Άρης, η Αφροδίτη, που σ' αυτούς είχαν δώσει ονόματα, υπήρχαν ανάμεσά τους και εκατοντάδες άλλοι που, μερικές φορές, πολύ δυσκολεύτηκαν να τους διακρίνουν με το τηλεσκόπιο.<br />Όταν ένας αστρονόμος ανακαλύπτει έναν απ' αυτούς, του δίνει για όνομα έναν αριθμό. Τον ονομάζει, για παράδειγμα: «Ο αστεροειδής 3251».<br />Υπάρχουν σοβαροί λόγοι που με κάνουν να πιστεύω ότι ο πλανήτης απ' όπου είχε έρθει ο μικρός πρίγκιπας είναι ο αστεροειδής Β 612. Αυτό τον αστεροειδή δεν τον είχαν διακρίνει με το τηλεσκόπιο παρά μονάχα μια φορά στα 1909 κι εκείνος που τον ανακάλυψε ήταν ένας Τούρκος αστρονόμος.<br />Είχε κάνει τότε μια μεγαλόπρεπη παρουσίαση της ανακάλυψής του σε ένα Διεθνές Συνέδριο Αστρονομίας. Αλλά κανείς δεν τον πίστεψε εξαιτίας της φορεσιάς του. Έτσι είναι οι μεγάλοι.<br />Ευτυχώς για τη φήμη του αστεροειδούς Β 612, ένας Τούρκος δικτάτορας με την ποινή θανάτου, επέβαλε στο λαό του να ντύνεται όπως οι Ευρωπαίοι. Ο αστρονόμος ξανά 'κανε την παρουσίαση αργότερα, φορώντας ένα πολύ κομψό κοστούμι. Και τούτη τη φορά, όλος ο κόσμος χειροκρότησε μ' ενθουσιασμό την ανακάλυψή του.<br />Αν σας διηγήθηκα αυτές τις λεπτομέρειες σχετικά με τον αστεροειδή Β 612, όπως και αν σας εμπιστεύτηκα τον αριθμό του, αυτό έγινε εξαιτίας των μεγάλων.<br />Οι μεγάλοι αγαπούν τους αριθμούς.<br />Σαν τύχει να τους μιλήσετε για ένα καινούριο φίλο, εκείνοι δεν σε ρωτάνε ποτέ για κάτι το ουσιαστικό. Δεν σου λένε ποτέ: «Ποιος είναι ο τόνος της φωνής του; Ποια παιχνίδια του αρέσουν; Κάνει συλλογή με πεταλούδες;». Εκείνοι σας ρωτούν: «Πόσων χρονών είναι; Πόσα αδέλφια έχει; Ποιο είναι το βάρος του; Πόσα κερδίζει ο πατέρας του;»<br />Τότε μόνο πιστεύουν ότι τον ξέρουν. Αν πείτε σε κάποιο από τους μεγάλους: «Είδα ένα σπίτι με ροζ τούβλα, γεράνια στα παράθυρα και περιστέρια στη στέγη", ποτέ δεν θα τα καταφέρει να φανταστεί αυτό το σπίτι. Πρέπει να του πεις: «Είδα ένα σπίτι που αξίζει πάνω από εκατό χιλιάδες φράγκα». Τότε εκείνος θα φωνάξει; «Πόσο όμορφο είναι!»<br />Έτσι, αν τους πείτε: «Η απόδειξη ότι ο μικρός πρίγκιπας δεν ήταν φανταστικό πρόσωπο, είναι το ότι ήταν χαριτωμένος, πως γελούσε και πως ήθελε ένα αρνάκι. Όταν κανείς θέλει ένα αρνάκι, αυτό είναι απόδειξη ότι υπάρχει». Θ' ανασηκώσουν τους ώμους και θα σου φερθούν όπως συνηθίζουν να συμπεριφέρονται όταν έχουν να κάνουν με παιδιά!<br />Μα αν τους πείτε: «Ο πλανήτης απ' όπου ήρθε είναι ο αστεροειδής Β 612», τότε θα πειστούν και δεν θα σας ζαλίσουν με τις ερωτήσεις τους. Έτσι είναι αυτοί, δεν πρέπει να τους κρατάμε κακία. Τα παιδιά δεν πρέπει να είναι πολύ αυστηρά με τους μεγάλους, πρέπει να δείχνουν επιείκεια απέναντι τους.<br />Βέβαια, όμως, εμείς που καταλαβαίνουμε τη ζωή, κοροϊδεύουμε τα νούμερα! Θα προτιμούσα ν' αρχίσω την ιστορία όπως άρχιζαν παλιά τα παραμύθια. Θα προτιμούσα να πω:<br />«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρός πρίγκιπας που κατοικούσε σ' ένα μικρό πλανήτη, μόλις πιο μεγάλο από τον ίδιο και που είχε ανάγκη από ένα φίλο...» Για κείνους που καταλαβαίνουν τη ζωή, η διατύπωση αυτή θα έδειχνε πολύ περισσότερο αληθινή.<br />Γιατί δεν θα μου άρεσε να διαβαστεί το βιβλίο μου με επιπολαιότητα. Νιώθω τόση θλίψη, καθώς διηγούμαι τούτες τις αναμνήσεις. Έχουν κιόλας περάσει έξη χρόνια από τότε που ο φίλος μου έφυγε μαζί με το αρνάκι του. Κι αν εδώ κάνω μια προσπάθεια να τον περιγράψω, αυτό γίνεται για να μην τον ξεχάσω. Είναι πολύ θλιβερό να ξεχνάς ένα φίλο. Δεν έχουν ένα φίλο όλοι οι άνθρωποι. Μπορεί κι εγώ να καταντήσω σαν τους μεγάλους, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι τα νούμερα. Κι ακόμη, ακριβώς γι' αυτό πήγα κι αγόρασα ένα κουτί με χρώματα και κραγιόνια. Είναι σκληρό να ξαναρχίζεις να σχεδιάζεις στη δική μου ηλικία, σαν δεν το έχεις ξανακάνει παρά μονάχα τότε με τον κλειστό και τον ανοιχτό βόα, στα έξη μου χρόνια!<br />Θα δοκιμάσω, φυσικά, να ζωγραφίσω δικά του πορτρέτα που να του μοιάζουν όσο πιο πολύ γίνεται. Μα δεν είμαι απόλυτα σίγουρος πως θα τα καταφέρω. Μια ζωγραφιά πάει καλούτσικα, μα η άλλη δεν μοιάζει και πολύ. Κάνω ακόμη λάθος και σχετικά με το μπόι του. Εδώ ο μικρός πρίγκιπας είναι πολύ μεγάλος. Εκεί είναι πιο μικρός. Το ίδιο είμαι διστακτικός και με το χρώμα του κοστουμιού του. Σ' αυτές τις περιπτώσεις δοκιμάζω<br />διάφορες αποχρώσεις μέχρι να τα καταφέρω κάπως. Ωστόσο, όλ' αυτά θα πρέπει να μου τα συγχωρήσετε. Ο φίλος μου δεν έδινε ποτέ εξηγήσεις.<br />Καθόλου απίθανο να με νόμιζε όμοιό του. Όμως εγώ, δυστυχώς, δεν ξέρω κάποιο τρόπο για να βλέπω τα αρνάκια μέσα από τις κάσες. Ίσως είμαι κάπως σαν και τους μεγάλους. Θα πρέπει να 'χω γεράσει.<br /><a name="05"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ<br /><br />Κάθε μέρα μάθαινα και κάτι σχετικά με τον πλανήτη του, για την αναχώρηση, για το ταξίδι. Όλα αυτά προέρχονταν από συλλογισμούς που γίνονταν έτσι στην τύχη. Με τον ίδιο τρόπο έμαθα την τρίτη μέρα το δράμα των μπαομπάμπ.<br />Και τούτη τη φορά, αυτό έγινε χάρη στο αρνάκι, γιατί ξαφνικά, σαν να τον είχε κυριεύσει μια τρομερή αμφιβολία, ο μικρός πρίγκιπας με ρώτησε:<br />- Να 'ναι άραγε αλήθεια, δεν είναι, πως τα αρνιά τρώνε τα χαμηλά δεντράκια;<br />- Ναι, αλήθεια είναι.<br />- Α! είμαι πολύ ευχαριστημένος γι' αυτό.<br />Δεν καταλάβαινα γιατί ήταν τόσο σημαντικό το ότι τα αρνιά τρώνε τα μικρά δέντρα. Μα ο μικρός πρίγκιπας πρόσθεσε:<br />- Επομένως τρώνε και τα μπαομπάμπ;<br />Χρειάστηκε να επισημάνω στον μικρό πρίγκιπα πως τα μπαομπάμπ δεν είναι μικρά δεντράκια αλλά μεγάλα δέντρα, ψηλά σαν τις εκκλησίες και πως ακόμη κι αν έπαιρνε κοντά του ένα ολόκληρο κοπάδι από ελέφαντες, το κοπάδι εκείνο δεν θα τα κατάφερνε να φτάσει στην κορφή ενός μονάχα μπαομπάμπ.<br />Η ιδέα του κοπαδιού με τους ελέφαντες έγινε αιτία να βάλει τα γέλια ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Θα χρειαζόταν να τους βάλω τον ένα πάνω στον άλλο...<br />Αλλά παρατήρησε, αποδείχνοντας ότι δεν του έλειπε η σοφία:<br />- Πριν μεγαλώσουν τα μπαομπάμπ είναι κι αυτά μικρά και χαμηλά.<br />- Πολύ σωστά! Αλλά γιατί θέλεις να τρώνε τα αρνιά σου τα μικρά μπαομπάμπ;<br />Μου απάντησε: «Καλά! Θα δούμε!» Σαν κάτι εκεί να ήταν πολύ φανερό. Και μου χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλη μου την εξυπνάδα για να καταλάβω από μόνος μου αυτό το πρόβλημα.<br />Και πραγματικά, πάνω στον πλανήτη του μικρού πρίγκιπα, όπως και σε όλους τους πλανήτες, υπάρχουν και καλά χορτάρια και κακά χορτάρια.<br />Όπως είναι φυσικό, από τους καλούς σπόρους, βγαίνουν καλά χορτάρια κι από τους κακούς σπόρους κακά χορτάρια. Όμως, οι σπόροι κοιμούνται κρυμμένοι κάτω από την επιφάνεια της γης μέχρι να μπει σε κάποιο από αυτούς η ιδέα να ξυπνήσει. Τότε τεντώνεται και δειλά-δειλά πετάει προς τον ήλιο ένα πολύ όμορφο βλασταράκι. Αν τύχει να 'ναι κάποιο βλασταράκι ραδικιού ή τριανταφυλλιάς μπορεί κανείς να το αφήσει να ξεπεταχτεί όπως εκείνο θέλει. Ωστόσο, αν πρόκειται για κανένα κακό φυτό, αμέσως μόλις το αναγνωρίσεις, πρέπει να το ξεριζώσεις. Όμως, πάνω στον πλανήτη του μικρού πρίγκιπα βρίσκονταν σπόροι τρομεροί... αυτοί ήταν οι σπόροι του μπαομπάμπ. Το έδαφος του μικρού πλανήτη ήταν γεμάτο.<br />Ένα μπαομπάμπ, λοιπόν, σαν αργήσεις το ξεριζώσεις, ποτέ πια δεν θα τα καταφέρεις να το ξεφορτωθείς. Σκεπάζει ολόκληρο τον πλανήτη. Τον τρυπάει με τις ρίζες του. Κι αν ο πλανήτης είναι πολύ μικρός και τα μπαομπάμπ πάρα πολλά, θα τιναχτεί σε χίλια κομμάτια.<br />- Αυτό είναι ένα θέμα πειθαρχίας, μου έλεγε αργότερα ο μικρός πρίγκιπας. Όταν τελειώνει κανείς το πρωί την τουαλέτα του, πρέπει να αρχίσει να κάνει με πολύ φροντίδα και την τουαλέτα του πλανήτη. Είναι αναγκασμένος να ξεριζώνει τα μπαομπάμπ το ένα μετά το άλλο, αμέσως μόλις τα διακρίνει να 'χουν φυτρώσει μαζί με τις τριανταφυλλιές που μ' αυτές μοιάζουν πολύ όταν είναι αρκετά μικρά. Είναι μια δουλειά πολύ βαρετή, μα πολύ εύκολη.<br />Και μια μέρα με συμβούλευσε να προσπαθήσω να φτιάσω μια όμορφη ζωγραφιά, έτσι ώστε να μπορέσουν να το καταλάβουν καλύτερα τα παιδιά της πατρίδας μου. «Αν μια μέρα τύχει να τη δουν, μου έλεγε, θα τους φανεί πολύ χρήσιμη. Μερικές φορές δεν βλάπτει ν' αναβάλλεις μια δουλειά για αργότερα. Όμως, όταν πρόκειται για μπαομπάμπ, αυτό είναι πάντα καταστροφή. Ξέρω έναν πλανήτη, όπου κάθεται ένας τεμπέλης. Είχε βαρεθεί να βγάλει τρία μικρά δεντράκια...»<br />Κι ακολουθώντας τις οδηγίες του μικρού πρίγκιπα, ζωγράφισα κείνο 'κει τον πλανήτη. Καθόλου δεν μ' αρέσει να παίρνω ύφος ηθικολόγου. Όμως, ο κίνδυνος από τα μπαομπάμπ είναι τόσο λίγο γνωστός και οι κίνδυνοι που διατρέχει εκείνος που θα χαθεί σ' ένα αστεροειδή τόσο μεγάλοι που, για μια μόνο φορά, θα κάνω εξαίρεση, παραμερίζοντας την επιφύλαξή μου. Λέω: «Παιδιά! Προσέξτε τα μπαομπάμπ!» Αυτό το κάνω για να προειδοποιήσω τους φίλους μου για ένα κίνδυνο που τους απειλεί τώρα και πολύ καιρό, όπως κι εμένα τον ίδιο, που τόσο σκληρά δούλεψα για κείνη κει τη ζωγραφιά. Το μάθημα που θα δώσω, αξίζει και με το παραπάνω τον κόπο. Θ' αναρωτιόσαστε ίσως: Γιατί σε τούτο το βιβλίο δεν υπάρχουν κι άλλες το ίδιο υπέροχες ζωγραφιές σαν κι εκείνη με τα μπαομπάμπ; Η απάντηση είναι πολύ απλή: Δοκίμασα, μα δεν τα κατάφερα. Σαν ζωγράφιζα τα μπαομπάμπ, ένιωσα να με κυριεύει το συναίσθημα ότι έπρεπε να βιαστώ όσο γινόταν περισσότερο.<br /><a name="06"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ<br /><br />Α! μικρέ πρίγκιπα, κατάλαβα έτσι λίγο-λίγο τη μικρή μελαγχολική σου ζωή. Για πολύν καιρό δεν είχες άλλη διασκέδαση από το να χαίρεσαι τα υπέροχα χρώματα που σκόρπιζε βασιλεύοντας ο ήλιος. Έμαθα τούτη την καινούρια λεπτομέρεια το πρωί της τέταρτης μέρας όταν μου είπες:<br />- Πολύ μου αρέσουν τα ηλιοβασιλέματα. Πάμε να δούμε ένα ηλιοβασίλεμα...<br />Μα πρέπει να περιμένουμε...<br />- Να περιμένουμε τι;<br />- Να περιμένουμε μέχρι να πέσει ο ήλιος. Στην αρχή φάνηκες να ξαφνιάζεσαι κι ύστερα γέλασες με τον ίδιο σου τον εαυτό. Και μου είπες:<br />- Πάντα νομίζω πως είμαι στο σπίτι μου!<br />Πραγματικά, όταν είναι μεσημέρι στην Αμερική, στη Γαλλία, όλος ο κόσμος το ξέρει, ο ήλιος βασιλεύει. Δεν θα χρειαζόταν παρά να μπορεί κανείς να πάει στη Γαλλία σ' ένα λεπτό για να χαρεί το ηλιοβασίλεμα. Δυστυχώς, όμως, η Γαλλία είναι πάρα πολύ μακριά. Πάνω στο μικρό σου πλανήτη, όμως, θα σου ήταν αρκετό να τραβήξεις την καρέκλα σου μερικά βήματα πιο πέρα. Και τότε θα 'βλεπες το δειλινό κάθε φορά που θα το 'θελες...<br />- Μια μέρα είδα τον ήλιο να βασιλεύει σαραντατρείς φορές!<br />Και λίγο μετά, πρόσθεσε:<br />- Ξέρεις... όταν είναι κανείς έτσι λυπημένος, του αρέσουν τα ηλιοβασιλέματα...<br />- Τη μέρα που τα είδες σαραντατρείς φορές ήσουνα, λοιπόν, τόσο πολύ λυπημένος;<br />Μα ο μικρός πρίγκιπας δεν απάντησε.<br /><br /><a name="07"></a><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ<br /><br />Την πέμπτη μέρα, πάντα χάρη στο αρνάκι, τούτο το μυστικό της ζωής του μικρού πρίγκιπα μου αποκαλύφτηκε. Με ρώτησε κάπως απότομα, χωρίς κανένα άλλο πρόλογο, σαν να 'ταν αποτέλεσμα ενός προβλήματος που το είχε μελετήσει για πολύν καιρό χωρίς να εξωτερικεύει τις σκέψεις του.<br />- Ένα αρνάκι, μια και τρώει τα μικρά δέντρα, τρώει και τα λουλούδια;<br />- Ένα αρνάκι τρώει ότι βρεθεί μπροστά του.<br />- Ακόμη και τα λουλούδια που έχουν αγκάθια;<br />- Ναι. Ακόμη και τα λουλούδια που έχουν αγκάθια.<br />- Και τότε σε τι τους χρησιμεύουν τα αγκάθια;<br />Δεν το ήξερα αυτό. Κείνη τη στιγμή ήμουνα πολύ απασχολημένος, καθώς προσπαθούσα να λασκάρω ένα μαγκωμένο μπουλόνι του κινητήρα μου. Ένιωθα ανήσυχος γιατί η βλάβη έδειχνε να 'ναι πολύ σοβαρή και το νερό που λιγόστευε, άρχιζε να με κάνει να φοβάμαι το χειρότερο.<br />- Και σε τι χρησιμεύουν τ' αγκάθια;<br />Όταν έκανε μιαν ερώτηση, ο μικρός πρίγκιπας δεν υποχωρούσε ποτέ. Ήμουνα θυμωμένος με το μπουλόνι μου κι απάντησα αδιάφορα:<br />- Τ' αγκάθια σε τίποτε δεν χρησιμεύουν, είναι μια καθαρή κακοτροπιά από τη μεριά των λουλουδιών!<br />- Ω!<br />Όμως, ύστερα από ένα μικρό διάστημα σιωπής, μου πέταξε μ' ένα είδος μνησικακίας:<br />- Δεν σε πιστεύω! Τα λουλούδια είναι αδύναμα, λεπτούλικα. Δεν έχουν πονηριά. Επιβιώνουν όπως μπορούν. Πιστεύουν πως είναι τρομερά με τ' αγκάθια τους...<br />Δεν έδωσα καμιά απάντηση. Κείνη τη στιγμή σκεφτόμουνα: «αν τούτο το μπουλόνι συνεχίσει ν' αντιστέκεται, θα το πετάξω έξω με μια σφυριά».<br />Ο μικρός πρίγκιπας διέκοψε πάλι τις σκέψεις μου:<br />- Και πιστεύεις, εσύ, πως τα λουλούδια...<br />- Μα όχι! Όχι, βέβαια! Δεν πιστεύω τίποτε! Απάντησα έτσι αδιάφορα, χωρίς να το πολυσκεφτώ. Είμαι απασχολημένος, εγώ, με σοβαρά πράγματα!<br />Με κοίταξε κατάπληκτος.<br />- Με σοβαρά πράγματα!...<br />Με κοίταζε έτσι όπως ήμουν με το σφυρί στο χέρι, τα δάχτυλα μαύρα από το γράσο, σκυμμένο πάνω από ένα πράγμα που του φαινόταν πάρα πολύ άσχημο.<br />- Μιλάς κι εσύ όπως οι μεγάλοι!<br />Τα λόγια του μ' έκαναν να νιώσω ντροπή. Μα κείνος, δίχως καθόλου να με λυπηθεί, πρόσθεσε:<br />-Όλα τα μπερδεύεις, εσύ... όλα τα ανακατώνεις!<br />Στ' αλήθεια ήταν πολύ θυμωμένος. Κουνούσε στον αέρα τα χρυσόξανθα μαλλιά του:<br />- Ήξερα ένα πλανήτη όπου υπάρχει ένας κύριος πολύ κόκκινος. Ποτέ του δεν είχε μυριστεί ένα λουλούδι. Ποτέ του δεν είχε κοιτάξει ένα αστέρι. Ποτέ του δεν είχε αγαπήσει κανένα. Ποτέ του δεν έκανε τίποτ' άλλο εκτός από λογαριασμούς. Κι όλη τη μέρα έλεγε και ξανά 'λεγε συνέχεια: «Είμαι σοβαρός άνθρωπος! Είμαι ένας σοβαρός άνθρωπος!», κι αυτό τον έκανε να φουσκώνει από περηφάνια! Μα αυτός δεν είναι άνθρωπος, είναι ένα μανιτάρι!<br />- Ένα τι;<br />- Ένα μανιτάρι!<br />Ο μικρός πρίγκιπας είχε γίνει τώρα κατάχλομος απ' το θυμό του.<br />- Τώρα και εκατομμύρια χρόνια, τα λουλούδια πετάνε αγκάθια. Κι όμως, τώρα και εκατομμύρια χρόνια, τα αρνιά τρώνε τα λουλούδια. Δεν είναι, λοιπόν, σοβαρό θέμα να προσπαθείς να καταλάβεις γιατί τα λουλούδια κουράζονται τόσο πολύ για να ξεπετάνε αγκάθια που ποτέ δεν χρησιμεύουν σε τίποτα; Δεν είναι σημαντικό πρόβλημα ο πόλεμος ανάμεσα στα αρνιά και τα λουλούδια; Δεν είναι πολύ πιο σοβαρό και πιο σημαντικό από τους λογαριασμούς ενός χοντρού κόκκινου κυρίου; Κι αν εγώ ήξερα ένα μοναδικό στον κόσμο λουλούδι, που δεν υπήρχε πουθενά αλλού, εκτός από τον πλανήτη μου και που ένα μικρό αρνί μπορεί να το καταστρέψει με μια χαψιά, έτσι, ένα πρωί, χωρίς να καθόλου να σκεφτεί αυτό που κάνει, αυτό δεν είναι σημαντικό και σοβαρό θέμα;<br />Κοκκίνισε, ύστερα πρόσθεσε:<br />- Αν κάποιος αγαπάει ένα λουλούδι που δεν υπάρχει παρά μόνο ένα δείγμα του μέσα σε εκατομμύρια και εκατομμύρια αστέρια, αυτό είναι αρκετό για να νιώθει ευτυχισμένος όταν το κοιτάζει. Σκέπτεται «Το λουλούδι μου είναι κάπου εκεί...» Μα αν το μικρό αρνί φάει το λουλούδι, θα 'ναι για κείνο σαν να είχαν ξαφνικά σβηστεί όλα τ' αστέρια! Κι αυτό δεν είναι σημαντικό!...<br />Δεν μπόρεσε να προσθέσει τίποτε περισσότερο. Απότομα ξέσπασε σε λυγμούς. Είχε πέσει η νύχτα. Είχα παρατήσει τα εργαλεία μου. Άρχισα να χλευάζω τον εαυτό μου για το σφυρί μου, για το μπουλόνι μου, για τη δίψα, για το θάνατο. Πάνω σ' ένα αστέρι, ένα πλανήτη, το δικό μου, τη Γη, βρισκόταν ένας μικρός πρίγκιπας που χρειαζόταν παρηγοριά! Τον πήρα αγκαλιά. Τον κούνησα πέρα-δώθε, νανουρίζοντάς τον. Του ψιθύριζα: «Το λουλούδι που αγαπάς δεν κινδυνεύει πια... Ζωγράφισα ένα φίμωτρο στο αρνάκι σου... Θα ζωγραφίσω και μια πανοπλία για το λουλούδι σου... Θα...». Δεν ήξερα τι να πω... Ένιωθα πολύ άσχημα, δεν ήξερα πώς να τον φέρω πιο κοντά μου ή να πάω εγώ πιο κοντά του. Είναι τόσο μυστηριακή η χώρα των δακρύων.<br /><a name="08"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ<br /><br />Έμαθα πολύ γρήγορα να ξεχωρίζω αυτό το λουλούδι. Πάνω στον πλανήτη του μικρού πρίγκιπα, υπήρχαν πάντα πολύ απλά λουλουδάκια, στολισμένα με μια μονάχα σειρά από πέταλα και που δεν έπιαναν και πολύ τόπο και που δεν ενοχλούσαν κανένα. Ένα πρωινό ξεπηδούσαν ανάμεσα στο χορτάρι κι ύστερα χάνονταν το βράδυ.<br />Μα κείνο εκεί το λουλούδι είχε φυτρώσει μια μέρα, από ένα σπόρο φερμένο κανείς δεν ξέρει από πού, κι ο μικρός πρίγκιπας το είχε παρακολουθήσει από πολύ κοντά αυτό το κλωναράκι που καθόλου δεν έμοιαζε με τ' άλλα κλωναράκια. Θα μπορούσε να 'ναι ένα καινούριο είδος μπαομπάμπ.<br />Μα το δεντράκι γρήγορα σταμάτησε να ψηλώνει, άρχισε μάλιστα να ετοιμάζεται να πετάξει λουλούδι. Ο μικρός πρίγκιπας που το παρακολουθούσε συνέχεια κι έβλεπε να βγαίνει ένα τεράστιο μπουμπούκι, ένιωθε πως θα πετιόταν κάτι θαυμαστό, μα το λουλούδι δεν σταματούσε να ετοιμάζεται για να γίνει όμορφο, προφυλαγμένο από το πράσινο δωματιάκι του. Με πολύ προσοχή, διάλεγε τα χρώματά του. Ντυνόταν χωρίς βιασύνη. Ταίριαζε ένα-ένα τα πέταλά του. Δεν θα 'θελε να παρουσιαστεί τσαλακωμένο όπως οι παπαρούνες. Δεν ήθελε να παρουσιαστεί παρά μονάχα μέσα στην τέλεια ακτινοβολία της ομορφιάς του. Ε! ναι! Ήταν πολύ φιλάρεσκο, ήθελε ν' αρέσει! Ο μυστηριώδης στολισμός του είχε κρατήσει, λοιπόν, μέρες και μέρες. Κι ύστερα, να που ένα πρωί, ακριβώς τη ώρα που έβγαινε ο ήλιος, έκανε την εμφάνισή του.<br />Και τότε το λουλούδι, που τόσο με ακρίβεια είχε δουλέψει, είπε καθώς χασμουριόταν:<br />- Αχ! μόλις ξύπνησα... Σας ζητάω συγνώμη... Είμαι ακόμη αχτένιστη...<br />Τότε ο μικρός πρίγκιπας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το θαυμασμό του:<br />- Πόσο όμορφο είσαι!<br />- Δεν είναι έτσι; απάντησε ψιθυριστά το λουλούδι. Κι έχω γεννηθεί την ίδια στιγμή που γεννήθηκε κι ο ήλιος...<br />Ο μικρός πρίγκιπας κατάλαβε πως ήταν λίγο ξιπασμένο, όμως ήταν και τόσο γοητευτικό!<br />- Νομίζω ότι είναι η ώρα για το πρόγευμα, πρόσθεσε αμέσως μετά, θα 'χετε την καλοσύνη να με σκεφτείτε...<br />Κι ο μικρός πρίγκιπας πολύ μπερδεμένος, αφού έφερε ένα ποτιστήρι με δροσερό νερό, περιποιήθηκε το λουλούδι.<br />Έτσι πολύ γρήγορα άρχισε να τον στενοχωρεί με την κάπως ύποπτη ματαιοδοξία του.<br />Μια μέρα, σαν παράδειγμα, καθώς μιλούσε για τα τέσσερα αγκάθια του, είχε πει στον μικρό πρίγκιπα:<br />- Μπορεί να 'ρθουν οι τίγρεις, με τα νύχια τους!<br />- Δεν υπάρχουν τίγρεις στον πλανήτη μου, παρατήρησε ο μικρός πρίγκιπας, κι έπειτα οι τίγρεις δεν τρώνε χορτάρι.<br />- Εγώ δεν είμαι χορτάρι, είχε απαντήσει ψιθυριστά το λουλούδι.<br />- Συγχωρείστε με...<br />- Καθόλου δεν με φοβίζουν ο τίγρεις, μα με τρομάζουν τα ρεύματα του αέρα... Δεν έχετε κάποιο παραβάν;<br />«Την τρομάζουν τα ρεύματα του αέρα... δεν είναι κάτι που φέρνει τύχη σ' ένα φυτό», είχε παρατηρήσει ο μικρός πρίγκιπας. Κάπως πολύπλοκο είναι τούτο το λουλούδι...»<br />- Το βράδυ θα με βάζετε κάτω από ένα γυάλινο δοχείο.<br />- Κάνει πολύ κρύο εδώ, σε σας. Είναι κάπως άβολα. Εκεί απ' όπου έχω έρθει...<br />Αλλά δεν συνέχισε... Είχε έρθει με μορφή σπόρου. Δεν μπορούσε να ξέρει τίποτε από άλλους κόσμους. Ταπεινωμένο που άφησε να το τσακώσουν καθώς ετοιμαζόταν να πει ένα ψέμα τόσο ολοφάνερο, είχε βήξει δυο ή τρεις φορές για να κάνει μικρό πρίγκιπα να στενοχωρηθεί:<br />- Εκείνο το παραβάν;...<br />- Πήγα να το πάρω, αλλά μου μιλήσατε!<br />Τότε εκείνο δυνάμωσε το βήχα του για να κάνει το μικρό πρίγκιπα να νιώσει τύψεις που έγινε αιτία να κρυολογήσει. Έτσι εκείνος, παρ' όλη την καλή του θέληση, εξαιτίας της αγάπης του, γρήγορα άρχισε να κυριεύεται από αμφιβολίες. Πήρε στα σοβαρά λόγια χωρίς σημασία κι είχε γίνει πολύ δυστυχισμένος.<br />«Δεν θα 'πρεπε να το είχα ακούσει, μου εμπιστεύτηκε, δεν πρέπει ποτέ ν' ακούμε τα λουλούδια. Πρέπει να χαιρόμαστε την ομορφιά τους και το άρωμά τους.<br />Το δικό μου γέμιζε με αρώματα τον πλανήτη μου, μα δεν ήξερα να τ' απολαύσω».<br />Μου εκμυστηρεύτηκε ακόμη:<br />- Δεν κατάφερα τίποτε να καταλάβω, τότε! Θα 'πρεπε να το κρίνω από τις πράξεις και όχι από τα λόγια του. Με πλημμύριζε αρώματα και λάμψη. Ποτέ δεν θα είχα μπορέσει να φύγω. Θα έπρεπε να είχα μαντέψει την τρυφερότητα, πίσω από τα άγαρμπα καμώματά του. Τα λουλούδια είναι τόσο αντιφατικά! Αλλά ήμουν πολύ νέος για να ξέρω να τ' αγαπώ.<br /><a name="09"></a><br /><br /><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ<br /><br />Πιστεύω πως για τη φυγή του χρησιμοποίησε ένα κοπάδι από μεταναστευτικά πουλιά. Το πρωινό της αναχώρησής του, ταχτοποίησε τα πάντα στον πλανήτη του. Καθάρισε προσεχτικά τα ηφαίστειά του που βρίσκονταν ακόμη σε ενέργεια. Είχε δυο ηφαίστεια σε ενέργεια. Και ήταν πολύ βολικό γι' αυτόν να ζεσταίνει εκεί το πρωινό του. Είχε κι ένα σβησμένο ηφαίστειο. Μα, όπως έλεγε, «Ποτέ δεν ξέρει κανείς!» Καθάρισε, λοιπόν, το ίδιο προσεχτικά το σβησμένο ηφαίστειο. Όταν είναι καθαρισμένα καλά, τα ηφαίστεια καίνε ήσυχα-ήσυχα και κανονικά. Οι ηφαιστειακές εκρήξεις είναι σαν τις φωτιές που ξεσπούν στα τοιχώματα που σχηματίζονται στις καμινάδες. Ολοφάνερα εμείς στη γη είμαστε πάρα πολύ μικροί για να μπορούμε να καθαρίζουμε από την καπνιά τα ηφαίστειά μας. Γι' αυτό μας βάζουν σε τόσους μπελάδες.<br />Ο μικρός πρίγκιπας, με μια κάποια μελαγχολία, ξερίζωσε ακόμη και τις στερνές φύτρες του μπαομπάμπ. Πίστευε πως ποτέ δεν θα 'ταν αναγκασμένος να ξαναγυρίσει. Μα όλες τούτες οι συνηθισμένες, καθημερινές δουλειές, κείνο εκεί το πρωί, του φάνηκαν ξεχωριστά γλυκές. Κι όταν για τελευταία φορά, πότισε το λουλούδι κι ετοιμάστηκε να το σκεπάσει με το γυάλινο δοχείο, για να το προφυλάξει, ένιωσε πως του 'ρχόταν να κλάψει.<br />-Γεια σου, είπε στο λουλούδι.<br />Μα εκείνο δεν απάντησε<br />-Γεια σου, ξανά 'πε.<br />Το λουλούδι έβηξε. Μα, όχι γιατί εξαιτίας του κρυολογήματος που είχε πάρει.<br />- Είμαι κουτό, του είπε στο τέλος. Σου ζητώ να με συγχωρέσεις. Προσπάθησε να 'σαι ευτυχισμένος.<br />Παραξενεύτηκε που δεν τον κατηγόρησε για τίποτα. Στεκόταν εκεί γεμάτος αμηχανία με το γυάλινο δοχείο στον αέρα. Δεν καταλάβαινε κείνη τη γλυκιά ηρεμία.<br />- Μα ναι, σ' αγαπώ, του είπε το λουλούδι. Δεν κατάλαβες τίποτα, μα το φταίξιμο είναι δικό μου. Αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Ωστόσο, φάνηκες κι εσύ το ίδιο κουτός σαν κι εμένα. Προσπάθησε να γίνεις ευτυχισμένος... Παράτα αυτό το γυάλινο δοχείο. Δεν το χρειάζομαι πια.<br />-Μα ο άνεμος...<br />- Δεν έχω κρυώσει τόσο πολύ για να το χρειάζομαι. Το δροσερό αεράκι της νύχτας θα μου κάνει καλό. Είμαι ένα λουλούδι.<br />- Όμως τα ζώα...<br />- Θα πρέπει να υποφέρω δυο-τρεις κάμπιες αν θέλω να γνωρίσω τις πεταλούδες. Φαίνεται πως είναι πάρα πολύ ωραίες. Διαφορετικά ποιος θα 'ρθει να μου κάνει επίσκεψη; Θα 'σαι πολύ μακριά, εσύ. Όσο για τα μεγάλα ζώα, δεν τα φοβάμαι καθόλου. Έχω τα νύχια μου.<br />Και με αφέλεια έδειχνε τα τέσσερα αγκάθια του. Ύστερα πρόσθεσε:<br />- Μην καθυστερείς έτσι, είναι ενοχλητικό. Έχεις αποφασίσει να φύγεις. Φύγε.<br />Γιατί το λουλούδι δεν ήθελε να το δει ο μικρός πρίγκιπας να κλαίει. Ήταν ένα τόσο περήφανο λουλούδι...<br /><a name="10"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ<br /><br />Βρισκόταν στην περιοχή που σχημάτιζαν οι αστεροειδείς 325, 326, 327, 328, 329 και 330. Άρχισε, λοιπόν, να τους επισκέπτεται για να βρει εκεί κάποια απασχόληση κι ακόμη για να μορφωθεί.<br />Στον πρώτο κατοικούσε ένα βασιλιάς. Ο βασιλιάς καθόταν στο θρόνο του ντυμένος με πορφύρα κι ερμίνα, πάνω σ' έναν πολύ απλό κι ωστόσο μεγαλόπρεπο θρόνο.<br />- Α! Να ένας υπήκοος, φώναξε ο βασιλιάς, μόλις φάνηκε ο μικρός πρίγκιπας.<br />Κι ο μικρός πρίγκιπας αναρωτήθηκε:<br />- Πως μπόρεσε να μ' αναγνωρίσει, αφού ποτέ του δεν μ' είχε ξαναδεί!<br />Δεν ήξερε πως για τους βασιλιάδες, ο κόσμος είναι πολύ απλοποιημένος. Όλοι οι άνθρωποι είναι υπήκοοι.<br />- Έλα πιο κοντά για να σε δω καλύτερα, είπε ο βασιλιάς, που ένιωθε πολύ περήφανος που επιτέλους είχε γίνει στ' αλήθεια βασιλιάς για κάποιον.<br />Ο μικρός πρίγκιπας κοίταξε ολόγυρά του για να βρει μέρος να καθίσει, μα όλος ο πλανήτης ήταν πιασμένος από την ερμίνα της υπέροχης κάπας του βασιλιά. Έτσι απόμεινε ορθός και, καθώς ήταν κουρασμένος, χασμουρήθηκε.<br />- Είναι αντίθετο με το πρωτόκολλο να χασμουριέται κανείς μπροστά σ' ένα βασιλιά. Σου το απαγορεύω.<br />- Δεν κατάφερα να συγκρατήσω το χασμουρητό μου, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας. Έχω κάνει ένα μακρινό ταξίδι και δεν έχω κοιμηθεί...<br />- Τότε, του είπε ο βασιλιάς, σε διατάσσω να χασμουρηθείς. Έχει περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε που είχα δει κάποιον να χασμουριέται. Το χασμουρητό για μένα είναι κάτι σπάνιο, κάτι το αξιοπερίεργο. Εμπρός! τράβα ένα χασμουρητό. Είναι διαταγή.<br />- Αυτό με φοβίζει... δεν μπορώ να χασμουρηθώ πάλι... έκανε ο μικρός πρίγκιπας κατακόκκινος.<br />- Χμ! Χμ! απάντησε ο βασιλιάς. Τότε σε... σε διατάσσω άλλοτε να χασμουριέσαι κι άλλοτε να...<br />Τραύλιζε κάπως και φαινόταν μπερδεμένος.<br />Γιατί ο βασιλιάς επέμενε στο βασικό αξίωμα ότι το κύρος του έπρεπε να γίνεται σεβαστό. Δεν ανεχόταν την ανυπακοή. Ήταν ένας απόλυτος μονάρχης. Όμως, καθώς ήταν και πολύ καλός, έδινε λογικές διαταγές.<br />- Αν έδινα διαταγή σ' ένα στρατηγό, συνήθιζε να λέει, να μεταμορφωθεί σε πουλί της θάλασσας, σε γλάρο ας πούμε, και αν ο στρατηγός δεν εκτελούσε την εντολή, γι' αυτό δεν θα έφταιγε εκείνος . Το λάθος θα ήταν δικό μου.<br />- Μπορώ να καθίσω; ρώτησε δειλά-δειλά ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Σε διατάζω να καθίσεις, του απάντησε ο βασιλιάς, μαζεύοντας με μια μεγαλόπρεπη κίνηση μια άκρη από την ερμίνα της κάπας του.<br />Η κατάπληξη του μικρού πρίγκιπα μεγάλωνε ολοένα και πιο πολύ. Ο πλανήτης ήταν μικροσκοπικός. Πάνω σε τι, λοιπόν, μπορούσε να βασιλεύει;<br />- Μεγαλειότατε, του είπε, σας ζητάω συγνώμη, αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω...<br />- Σε διατάζω να ρωτήσεις, βιάστηκε να πει ο βασιλιάς.<br />- Μεγαλειότατε, πάνω σε τι βασιλεύετε;<br />- Πάνω σε όλα αυτά... απάντησε ο βασιλιάς με μια πολύ μεγάλη απλότητα.<br />- Πάνω σε όλα;<br />Με μια διακριτική χειρονομία, ο βασιλιάς έδειξε τον πλανήτη του, τους άλλους πλανήτες και τ' αστέρια.<br />- Πάνω σ' όλ' αυτά; είπε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Πάνω σ' όλ' αυτά, απάντησε ο βασιλιάς.<br />Γιατί δεν ήταν μόνο απόλυτος μονάρχης, αλλά ήταν κι ένας μονάρχης παγκόσμιος.<br />- Και τ' αστέρια σάς υπακούνε;<br />- Και βέβαια, του αποκρίθηκε ο βασιλιάς. Υπακούνε αμέσως. Δεν ανέχομαι την απειθαρχία.<br />Μια τέτοια εξουσία θάμπωσε το μικρό πρίγκιπα, αφήνοντάς τον κατάπληκτο. Αν την είχε ο ίδιος, θα μπορούσε να παρακολουθήσει όχι μόνο σαραντατέσσερα, αλλά εβδομηνταδυό, ή μάλιστα εκατό ή και διακόσια ηλιοβασιλέματα μέσα στην ίδια μέρα, χωρίς ποτέ να μετακινήσει πιο πέρα την καρέκλα του. Και όπως ένιωθε λίγο θλιμμένος, καθώς ξανάφερε στη θύμησή του το δικό του εγκαταλειμμένο μικρό πλανήτη, τόλμησε να ζητήσει μια χάρη από το βασιλιά:<br />- Θα 'θελα να δω ένα ηλιοβασίλεμα. Κάνετέ μου τη χάρη... Διατάξτε τον ήλιο να βασιλέψει...<br />- Αν έδινα διαταγή σ' ένα στρατηγό να πετάξει από ένα λουλούδι σε κάποιο άλλο, όπως μια πεταλούδα ή να γράψει μια τραγωδία ή να γίνει θαλασσινό πουλί, κι αν ο στρατηγός δεν εκτελούσε τη διαταγή που πήρε, ποιος θα 'ταν ο φταίχτης;<br />- Εσύ θα 'σουν, απάντησε με σταθερή φωνή ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Σωστά. Δεν μπορούμε να ζητάμε από κάποιον παρά μονάχα αυτά που μπορεί να δώσει. Πάνω απ' όλα, το κύρος στηρίζεται στη λογική. Αν διατάξεις το λαό σου να πάει να πέσει στη θάλασσα, θα επαναστατήσει. Έχω το δικαίωμα να απαιτώ υπακοή, γιατί οι διαταγές μου είναι λογικές.<br />- Λοιπόν, τι θα γίνει με το ηλιοβασίλεμα; υπενθύμισε ο μικρός πρίγκιπας, που ποτέ δεν ξεχνούσε μια ερώτηση που είχε κάνει.<br />- Το ηλιοβασίλεμά σου θα το έχεις. Θα το απαιτήσω.<br />Μα, στα πλαίσια της διακυβέρνησης μου, θα περιμένω μέχρι να έρθουν ευνοϊκές συνθήκες.<br />- Και πότε θα γίνει αυτό; ζήτησε να μάθει ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Χμ! Χμ! του απάντησε ο βασιλιάς, αφού συμβουλεύτηκε ένα χοντρό ημερολόγιο... χμ! χμ! αυτό θα γίνει κατά... περίπου... απόψε, κατά τις επτά και σαράντα! Και τότε θα δεις πόσο πρόθυμα με υπακούν.<br />Ο μικρός πρίγκιπας χασμουρήθηκε. Τον κυρίευε μελαγχολία καθώς θυμόταν τα ηλιοβασιλέματα που είχε χάσει. Άλλωστε, είχε αρχίσει κιόλας να βαριέται κάπως.<br />- Δεν έχω πια να κάνω τίποτε εδώ, είπε στο βασιλιά. Θα πρέπει να φύγω!<br />- Μη φεύγεις, απάντησε ο βασιλιάς, ήταν, βλέπεις τόσο περήφανος που είχε έναν υπήκοο. Μη φεύγεις, θα σε κάνω υπουργό!<br />- Υπουργό, σε τι;<br />- Υπουργό... της Δικαιοσύνης!<br />- Μα δεν βρίσκεται κανείς εδώ για να τον δικάσω!<br />- Ποτέ δεν ξέρει κανείς, του είπε ο βασιλιάς. Δεν έχω κάνει ακόμη το γύρο του βασιλείου μου. Είμαι πολύ γέρος, δεν υπάρχει τόπος για την καρότσα μου και το περπάτημα πολύ με κουράζει.<br />- Όμως εγώ έχω δει κιόλας, είπε ο μικρός πρίγκιπας που έσκυψε για να ρίξει μια τελευταία ματιά στην άλλη μεριά του πλανήτη. Δεν υπάρχει κανείς εκεί κάτω...<br />- Τότε, λοιπόν, θα δικάζεις τον ίδιο τον εαυτό σου, απάντησε ο βασιλιάς. Είναι πολύ πιο δύσκολο να κρίνεις ο ίδιος τον εαυτό σου, απ' όσο να σε κρίνουν οι άλλοι.<br />Αν τα καταφέρεις να τον κρίνεις σωστά, αυτό θα σημαίνει πως είσαι ένας αληθινά σοφός.<br />-Εγώ, είπε ο μικρός πρίγκιπας, μπορώ να κρίνω τον εαυτό μου όπου και να 'ναι. Δεν χρειάζεται να είμαι εδώ.<br />- Χμ! Χμ! είπε ο βασιλιάς. Έχω βάσιμες υποψίες πως σε κάποια μεριά του πλανήτη μου βρίσκεται ένας γερο-ποντικός. Τον ακούω τη νύχτα. Θα μπορείς, λοιπόν, να δικάζεις αυτό το γερο-ποντικό. Πότε-πότε θα τον καταδικάζεις σε θάνατο. Έτσι η ζωή του θα εξαρτιέται από την κρίση σου. Αλλά και κάθε φορά θα του δίνεις χάρη, έτσι για να τον έχεις και γι' άλλη δίκη. Δεν υπάρχει παρά ένας μονάχα.<br />- Εμένα καθόλου δεν μ' αρέσει να καταδικάζω σε θάνατο, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας. Νομίζω, λοιπόν, ότι θα πρέπει να φύγω.<br />- Όχι, είπε ο βασιλιάς.<br />Όμως ο μικρός πρίγκιπας, που είχε τελειώσει τις προετοιμασίες του, μη θέλοντας να στεναχωρήσει το γερο-μονάρχη, είπε:<br />- Αν η Μεγαλειότητά σου θα 'θελε να την υπακούν πρόθυμα, θα 'πρεπε να μου δώσει μια διαταγή λογική. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να με διατάξει να φύγω σ' ένα λεπτό. Μου φαίνεται πως οι συνθήκες είναι ευνοϊκές...<br />Καθώς ο βασιλιάς δεν έδινε καμιά διαταγή, ο μικρός πρίγκιπας δίστασε στην αρχή. Ύστερα, αφού αναστέναξε, ξεκίνησε να φύγει.<br />- Θα σε κάνω πρεσβευτή μου, βιάστηκε τότε να του φωνάξει ο βασιλιάς, με μεγαλόπρεπο ύφος εξουσίας.<br />«Πολύ παράξενοι είναι οι μεγάλοι», είπε από μέσα του ο μικρός πρίγκιπας, καθώς συνέχιζε το ταξίδι του.<br /><a name="11"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ<br /><br />Στον δεύτερο πλανήτη κατοικούσε ένας ματαιόδοξος:<br />-Α!... Α!... Να η επίσκεψη ενός θαυμαστή! φώναξε από μακριά ο ματαιόδοξος μόλις φάνηκε ο μικρός πρίγκιπας.<br />Γιατί για κάθε ματαιόδοξο, οι άλλοι άνθρωποι είναι θαυμαστές.<br />- Καλημέρα, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Πολύ παράξενο το καπέλο σας...<br />- Το έχω για να χαιρετώ, του απάντησε ο ματαιόδοξος.<br />- Το 'χω για να χαιρετώ όταν με ζητωκραυγάζουν. Δυστυχώς, ποτέ δεν περνάει κανείς από εδώ.<br />- Α, ναι; είπε ο μικρός πρίγκιπας που δεν κατάλαβε.<br />- Χτύπα τα χέρι σου το ένα με τ' άλλο, συμβούλεψε τότε ο ματαιόδοξος.<br />Ο μικρός πρίγκιπας χτύπησε τα χέρια του το ένα πάνω στ' άλλο.<br />Ο ματαιόδοξος χαιρέτησε με μετριοφροσύνη, ανασηκώνοντας το καπέλο του.<br />- Τούτη η επίσκεψη είναι πιο διασκεδαστική από κείνη που έκανα στο βασιλιά, σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας. Κι άρχισε πάλι να χτυπά το ένα του χέρι πάνω στο άλλο. Ο ματαιόδοξος άρχισε κι αυτός να χαιρετά, ανασηκώνοντας το καπέλο του.<br />Έπειτα από πέντε λεπτά άσκησης, ο μικρός πρίγκιπας ένιωσε να κουράζεται από την μονοτονία του παιχνιδιού:<br />- Και για να σταματήσεις ν' ανασηκώνεις το καπέλο σου, ρώτησε, τι πρέπει να γίνει;<br />Μα ο ματαιόδοξος δεν τον άκουσε. Οι ματαιόδοξοι ποτέ δεν ακούν τίποτ' άλλο εκτός από τα παινέματα.<br />- Στ' αλήθεια, με θαυμάζεις πολύ; ρώτησε το μικρό πρίγκιπα.<br />- Τι σημαίνει να θαυμάζεις;<br />- Θαυμάζω σημαίνει ν' αναγνωρίζεις ότι είμαι ο πιο όμορφος, ο πιο καλοντυμένος, ο πιο πλούσιος και ο πιο έξυπνος απ' όσους βρίσκονται στον πλανήτη<br />- Μα εσύ μόνο είσαι πάνω στον πλανήτη σου!<br />- Κάνε μου τη χάρη. Θαύμασέ με ακόμη κι έτσι!<br />- Σε θαυμάζω, είπε ο μικρός πρίγκιπας, ανασηκώνοντας λίγο τους ώμους, μα γιατί θα μπορούσε να σ' ενδιαφέρει αυτό;<br />Κι ο μικρός πρίγκιπας έφυγε.<br />«Σίγουρα οι μεγάλοι είναι πολύ παράξενοι», είπε απλά στον εαυτό του καθώς συνέχιζε το ταξίδι.<br /><br /><a name="12"></a><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ<br /><br />Στον επόμενο πλανήτη κατοικούσε ένας μπεκρής.<br />Τούτη η επίσκεψη στάθηκε πολύ σύντομη, όμως βύθισε το μικρό πρίγκιπα σε μεγάλη μελαγχολία:<br />- Τι κάνεις εκεί; είπε στο μπεκρή που τον βρήκε να κάθεται σιωπηλός μπροστά σ' ένα τραπέζι φορτωμένο μπόλικα άδεια μπουκάλια κι ένα κιβώτιο γεμάτα μπουκάλια, λίγο πιο πέρα.<br />- Πίνω, απάντησε ο μπεκρής, με μελαγχολικό ύφος.<br />- Γιατί πίνεις; τον ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Για να ξεχάσω, αποκρίθηκε ο μπεκρής.<br />- Να ξεχάσεις τι; ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας, που είχε αρχίσει κιόλας να τον λυπάται.<br />- Για να ξεχάσω πως νιώθω ντροπή, απάντησε ο μπεκρής, χαμηλώνοντας το κεφάλι.<br />- Για ποιο λόγο ντρέπεσαι; ζήτησε να μάθει ο μικρός πρίγκιπας που θα 'θελε να τον βοηθήσει.<br />- Ντρέπομαι που πίνω! είπε ξανά ο μπεκρής, κλείνοντας τη συζήτηση, αποφασισμένος τελικά να κλειστεί στη σιωπή του.<br />Κι ο μικρός πρίγκιπας έφυγε.<br />«Σίγουρα οι μεγάλοι είναι πάρα πολύ παράξενοι», έλεγε στο εαυτό του, καθώς συνέχιζε το ταξίδι.<br /><a name="13"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ<br /><br />Ο τέταρτος πλανήτης ήταν εκείνος όπου καθόταν ένας «μπίζνεσμεν», ένας επιχειρηματίας. Ο άνθρωπος αυτός ήταν τόσο πολύ απασχολημένος που δεν σήκωσε μήτε το κεφάλι του όταν πήγε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Καλημέρα, του είπε, το τσιγάρο σας είναι σβηστό.<br />- Τρία και δύο κάνουν πέντε. Πέντε κι εφτά, δώδεκα. Δώδεκα και τρία δεκαπέντε. Καλημέρα. Δεκαπέντε κι εφτά εικοσιδύο. Εικοσιδύο και έξι εκοσιοχτώ. Δεν μου μένει καιρός για να το ανάψω ξανά. Εικοσιέξι και πέντε, τριανταένα. Ουφ! Όλα μαζί, λοιπόν, μας κάνουν πεντακόσια ένα εκατομμύρια, εξακόσιες εικοσιδύο χιλιάδες εφτακόσια τριάντα και ένα.<br />- Πεντακόσια εκατομμύρια, τι;<br />- Ε! Ακόμη εδώ είσαι εσύ; Πεντακόσια ένα... δεν ξέρω πια... Έχω τόσο πολλή δουλειά! Εγώ είμαι σοβαρός, καθόλου δεν μ' αρέσουν οι χαζοκουβέντες ! Δυο και πέντε εφτά...<br />- Πεντακόσια εκατομμύρια τι; ξαναρώτησε ο μικρός πρίγκιπας, που σ' όλη του τη ζωή ποτέ δεν υποχωρούσε αν δεν έπαιρνε απάντηση στην ερώτησή του.<br />Ο επιχειρηματίας σήκωσε το κεφάλι:<br />- Τώρα και πενηντατέσσερα χρόνια που κατοικώ σε τούτο τον πλανήτη, δεν μ' έχουν διακόψει παρά μόνο τρεις φορές. Την πρώτη φορά, πάνε από τότε εικοσιδυό χρόνια, από μια χρυσόμυγα που έπεσε ένας θεός ξέρει από που. Βούιζε με τόσο φοβερό θόρυβο που έκανα τέσσερα λάθη σε μια πρόσθεση. Τη δεύτερη φορά, έχουν περάσει έντεκα χρόνια τώρα πια, ήταν τότε που, εξαιτίας των ρευματισμών μου, είχα πάθει μια κρίση. Βλέπεις, μου λείπουν οι ασκήσεις. Δεν μου περισσεύει καιρός για να χαζογυρίζω πέρα-δώθε. Εγώ, είμαι σοβαρός άνθρωπος. Η τρίτη φορά... είναι τούτη 'δω! Έλεγα, λοιπόν, πεντακόσια ένα εκατομμύρια...<br />- Εκατομμύρια τι;<br />Ο επιχειρηματίας κατάλαβε πως δεν είχε καμιά ελπίδα να τον αφήσει ήσυχο.<br />- Εκατομμύρια από κείνα τα μικρά πραγματάκια που βλέπουμε μερικές φορές στον ουρανό.<br />- Μύγες;<br />- Μα όχι, μικρά πραγματάκια που λαμποκοπάνε.<br />- Μέλισσες;<br />- Μα όχι, μικρά χρυσά πραγματάκια που κάνουν τους χασομέρηδες να ονειρεύονται.<br />-Α!... Αστέρια;<br />- Πολύ σωστά. Αστέρια.<br />- Και τι θα κάνεις πεντακόσια εκατομμύρια αστέρια;<br />- Πεντακόσια ένα εκατομμύρια εξακόσιες εικοσιδυό χιλιάδες εφτακόσια τριάντα και ένα. Είμαι σοβαρός εγώ, είμαι ακριβής.<br />- Και τι θα τα κάνεις αυτά τ' αστέρια;<br />- Τι θα τα κάνω;<br />-Ναι.<br />-Τίποτε. Θα τα έχω στην κατοχή μου.<br />- Θα έχεις στην κατοχή σου τ' αστέρια;<br />- Ναι.<br />- Μα έχω δει κιόλας ένα βασιλιά που...<br />- Οι βασιλιάδες δεν έχουν στην κατοχή τους τίποτε. «Βασιλεύουν» μόνο πάνω τους. Αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό.<br />- Και σε τι χρησιμεύει να 'χεις στην κατοχή σου αστέρια;<br />- Μου χρησιμεύει γιατί έτσι θα είμαι πλούσιος.<br />- Και σε τι θα σου είναι χρήσιμο να είσαι πλούσιος; -Θα αγοράσω άλλα αστέρια, αν βρεθεί κανένα. «Τούτος εδώ, σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας, έχει την ίδια περίπου λογική με το μπεκρή μου». Ωστόσο, έκανε μερικές ακόμη ερωτήσεις:<br />- Πως μπορείς να έχεις στην κατοχή σου τ' αστέρια;<br />- Σε ποιον ανήκουν; ανταπάντησε γκρινιάρικα ο επιχειρηματίας.<br />- Δεν ξέρω. Σε κανένα.<br />- Τότε ανήκουν σε μένα, γιατί πρώτος εγώ τα σκέφτηκα.<br />- Φτάνει αυτό;<br />- Και βέβαια! Όταν βρίσκεις ένα διαμάντι που δεν ανήκει σε κανένα, είναι δικό σου. Όταν βρίσκεις ένα νησί που δεν ανήκει σε κανένα, είναι δικό σου. Κι όταν έχεις μια ιδέα πρώτος, την κατοχυρώνεις και τότε είναι δικιά σου. Κι εγώ έχω στην κατοχή μου τ' αστέρια αφού ποτέ άλλος κανείς εκτός από εμένα δεν είχε σκεφτεί να γίνει κάτοχός τους.<br />- Ναι, αυτό είναι αλήθεια, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Και τι θα τα κάνεις;<br />- Θα τα διαχειρίζομαι. Τα λογαριάζω και τα ξανα-λογαριάζω, είπε ο επιχειρηματίας. Δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά. Όμως εγώ είμαι ένας άνθρωπος σοβαρός!<br />Ο μικρός πρίγκιπας δεν ήταν ακόμη ικανοποιημένος.<br />- Εγώ, είπε, αν έχω ένα φουλάρι, μπορώ να το ρίξω γύρω από το λαιμό μου και να το πάρω μαζί μου. Αν έχω ένα λουλούδι, μπορώ να το κόψω και να το πάρω μαζί μου φεύγοντας. Μα εσύ δεν μπορείς να κόψεις τ' αστέρια!<br />- Όχι, αλλά μπορώ να τα βάλω στην τράπεζα.<br />- Τι θέλεις να πεις μ' αυτό;<br />- Θέλω να πω ότι γράφω σ' ένα μικρό χαρτί τον αριθμό των αστεριών μου. Κι ύστερα βάζω το χαρτί αυτό σ' ένα συρτάρι και το κλειδώνω.<br />- Κι αυτό είναι όλο;<br />- Αυτό είναι αρκετό!<br />«Πολύ διασκεδαστικό, μα την αλήθεια, σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας. Και αρκετά ποιητικό. Μα δεν είναι και πολύ σοβαρό».<br />Πάνω σε σοβαρά θέματα, ο μικρός πρίγκιπας είχε ιδέες πολύ διαφορετικές από τις ιδέες των μεγάλων.<br />- Εγώ, είπε, έχω ένα λουλούδι που το ποτίζω κάθε μέρα. Έχω τρία ηφαίστεια που τα καθαρίζω από τις καπνιές κάθε βδομάδα. Γιατί καθαρίζω κι εκείνο που έχει σβήσει. Ποτέ δεν ξέρει κανείς. Έχουν όφελος τα ηφαίστειά μου όπως και το λουλούδι μου που τα έχω. Όμως από σένα, κανένα όφελος δεν έχουνε τ' αστέρια...<br />Ο επιχειρηματίας άνοιξε το στόμα μα δεν βρήκε τίποτε να πει, κι ο μικρός πρίγκιπας έφυγε.<br />« Σίγουρα οι μεγάλοι είναι ολότελα παράξενοι άνθρωποι», σκέφτηκε απλά, καθώς συνέχιζε το ταξίδι.<br /><br /><a name="14"></a><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ<br /><br />Ο πέμπτος πλανήτης ήταν πολύ περίεργος. Ακόμη, ο πιο μικρός απ' όλους. Εκεί βρισκόταν ακριβώς όσος χώρος χρειαζόταν για να στηθεί ένα φανοστάτης, σαν κι αυτούς που βάζουν για να φωτίζονται οι δρόμοι και να μπορεί να σταθεί ένας φανοκόρος. Ο μικρός πρίγκιπας δεν μπορούσε να καταλάβει σε τι θα μπορούσε να χρησιμεύει ένας φανοστάτης κι ένας φανοκόρος σ' οποιοδήποτε μέρος τ' ουρανού, πάνω σ' ένα πλανήτη χωρίς σπίτι, ούτε κάτοικο. Ωστόσο, είπε στον εαυτό του:<br />- Καθόλου απίθανο ο άνθρωπος αυτός να είναι ανόητος. Ωστόσο, είναι λιγότερο ανόητος από το βασιλιά, από το ματαιόδοξο, από τον επιχειρηματία και από τον μπεκρή. Τουλάχιστον η δουλειά του έχει κάποιο λογική. Όταν ανάβει ο φανοστάτης του, είναι σαν και να γεννιέται ένα αστέρι ή ένα λουλούδι ακόμη. Όταν σβήνει ο φανοστάτης του είναι σαν να πέφτουν για ύπνο το λουλούδι ή το αστέρι. Είναι μια πολύ όμορφη απασχόληση. Και είναι αληθινά χρήσιμη, αφού είναι όμορφη.<br />Όταν πλησίασε στον πλανήτη, χαιρέτησε με ευγένεια το φανοκόρο:<br />- Γιατί μόλις τώρα έσβησες το φανάρι σου;<br />- Τέτοια είναι η εντολή. Καλημέρα.<br />- Τι είναι η εντολή;<br />- Είναι να σβήνω το φανάρι μου. Καλησπέρα. Και το άναψε ξανά.<br />- Μα γιατί το άναψες πάλι;<br />- Είναι η εντολή, απάντησε ο φανοκόρος.<br />- Δεν καταλαβαίνω τίποτε, είπε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Δεν υπάρχει τίποτε που να πρέπει να καταλάβεις, είπε ο φανοκόρος. Η εντολή είναι εντολή. Καλημέρα.<br />Κι έσβησε το φανάρι του.<br />Ύστερα σκούπισε το μέτωπό του μ' ένα μαντήλι που είχε κόκκινα τετράγωνα.<br />- Κάνω μια τρομερή δουλειά. Άλλοτε ήταν λογική. Το έσβηνα το πρωί και το άναβα το βράδυ. Είχα το υπόλοιπο της μέρας για να ξεκουράζομαι και το υπόλοιπο της νύχτας για να κοιμάμαι...<br />- Και μετά από κείνη την περίοδο, η εντολή άλλαξε;<br />- Η εντολή δεν άλλαξε, είπε ο φανοκόρος. Ακριβώς εκεί είναι το δράμα! Από χρόνο σε χρόνο, ο πλανήτης άρχισε να γυρίζει όλο και πιο γρήγορα κι η εντολή δεν άλλαξε!<br />- Τότε; είπε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Να, τώρα που κάνει ένα γύρο το λεπτό, δεν έχω παρά ένα δευτερόλεπτο για ξεκούραση. Ανάβω και σβήνω μια φορά κάθε ένα λεπτό!<br />- Αυτό είναι πολύ αστείο! Οι μέρες εδώ διαρκούν ένα μόνο λεπτό!<br />- Δεν είναι καθόλου αστείο, είπε ο φανοκόρος. Έχει περάσει κιόλας ένας μήνας από τότε που αρχίσαμε να μιλάμε οι δυο μας.<br />- Ένας μήνας;<br />- Ναι. Τριάντα λεπτά. Τριάντα μέρες! Καλησπέρα. Κι άναψε ξανά το φανάρι του.<br />Ο μικρός πρίγκιπας τον κοίταξε κι ένιωσε αγάπη γι' αυτό το φανοκόρο που ήταν τόσο πολύ πιστός στην εντολή. Θυμήθηκε τα ηλιοβασιλέματα που άλλοτε παρακολουθούσε, πηγαίνοντας λίγο πιο πέρα την καρέκλα του. Θέλησε να βοηθήσει το φίλο του:<br />- Ξέρεις... Υπάρχει έχεις τρόπος να ξεκουράζεσαι όταν το θέλεις...<br />- Πάντα το θέλω, απάντησε ο φανοκόρος.<br />Γιατί μπορεί να είναι κανείς παράλληλα και δουλευτής και τεμπέλης.<br />Ο μικρός πρίγκιπας συνέχισε:<br />- Ο πλανήτης σου είναι τόσο μικρός που μπορείς να κάνεις το γύρο του με τρεις δρασκελιές. Το μόνο που χρειάζεται, είναι να βαδίζεις αργά-αργά, έτσι ώστε να μένεις πάντα στον ήλιο. Όταν θα θέλεις να ξεκουραστείς, θα βαδίζεις... κι η μέρα θα διαρκεί όσες ώρες θέλεις εσύ.<br />- Αυτό δεν βλέπω να μου προσφέρει κάποια μεγάλη αλλαγή, είπε ο φανοκόρος. Εκείνο που πιο πολύ μ' αρέσει εμένα στη ζωή, είναι να κοιμάμαι.<br />- Δεν υπάρχει τέτοια πιθανότητα, είπε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Δεν υπάρχει τέτοια πιθανότητα, είπε ο φανοκόρος. Καλημέρα.<br />Κι έσβησε το φανάρι του.<br />«Αυτόν εδώ, είπε από μέσα του ο μικρός πρίγκιπας ενώ συνέχιζε για πιο πέρα το ταξίδι, θα τον περιφρονούσαν όλοι οι άλλοι, ο βασιλιάς, ο ματαιόδοξος, ο μπεκρής κι ο επιχειρηματίας. Ωστόσο, είναι ο μόνος που δεν μου φαίνεται γελοίος. Ίσως επειδή ασχολείται και με άλλα πράγματα εκτός από τον εαυτό του».<br />Άφησε ένα στεναγμό λύπης και πρόσθεσε:<br />- Αυτός είναι ο μόνος που θα μπορούσα να κάνω φίλο μου. Όμως ο πλανήτης του είναι στ' αλήθεια πολύ μικρός. Δεν υπάρχει χώρος για δυο...<br />Αυτό που ο μικρός πρίγκιπας δεν τολμούσε να ομολογήσει ήταν ότι, πάνω απ' όλα, λυπόταν πάρα πολύ που δεν μπορούσε να μείνει σε κείνο τον ευλογημένο πλανήτη, με τα χίλια τετρακόσια σαράντα ηλιοβασιλέματα κάθε εικοσιτέσσερις ώρες.<br /><a name="15"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ<br /><br />Ο έκτος πλανήτης ήταν δυο φορές πιο μεγάλος. Σ' αυτόν κατοικούσε ένας ηλικιωμένος κύριος που έγραφε τεράστια βιβλία.<br />- Για κοίτα! Να ένας εξερευνητής! φώναξε μόλις είδε το μικρό πρίγκιπα.<br />Ο μικρός πρίγκιπας κάθισε πάνω στο τραπέζι ξεφυσώντας, του είχε κοπεί η ανάσα, βλέπεις. Είχε ταξιδέψει τόσο πολύ!<br />- Από που έρχεσαι; του είπε ο ηλικιωμένος κύριος.<br />- Τι είναι αυτό το χοντρό βιβλίο; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι κάνετε 'δω πέρα;<br />- Είμαι γεωγράφος, είπε ο ηλικιωμένος κύριος.<br />- Τι είναι ένας γεωγράφος;<br />- Είναι ένας σοφός που ξέρει σε ποιο μέρος βρίσκονται οι θάλασσες, τα ποτάμια, οι πολιτείες, τα βουνά και οι έρημοι.<br />- Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Να, επιτέλους, ένα πραγματικό επάγγελμα. Κι έριξε μια ματιά γύρω του, πάνω στον πλανήτη του γεωγράφου. Ποτέ ως τότε δεν είχε δει ένα τόσο μεγαλόπρεπο πλανήτη.<br />- Είναι πολύ όμορφος ο πλανήτης σου. Έχει μήπως ωκεανούς;<br />- Δεν μπορώ να το ξέρω απάντησε ο γεωγράφος.<br />- Α! (έκανε ο μικρός πρίγκιπας, απογοητευμένος, που διαψεύδονταν οι ελπίδες του). Υπάρχουν μήπως βουνά;<br />- Δεν μπορώ να το ξέρω, είπε πάλι ο γεωγράφος.<br />- Πολιτείες, ποτάμια, έρημοι;<br />- Ούτε κι αυτό μπορώ να το ξέρω, είπε ο γεωγράφος.<br />- Μα είσαστε γεωγράφος!<br />- Αυτό είναι σωστό, απάντησε ο γεωγράφος, αλλά δεν είμαι εξερευνητής. Μου λείπουν ολότελα οι εξερευνητές. Δεν είναι ο γεωγράφος εκείνος που θα μετρήσει τις πολιτείες, τα ποτάμια, τα βουνά, τις θάλασσες, τους ωκεανούς και τις ερήμους. Ο γεωγράφος είναι πολύ σημαντικό πρόσωπο για να φέρνει βόλτες χαζεύοντας. Δεν αφήνει ποτέ το γραφείο του. Μένει εκεί και δέχεται τους εξερευνητές. Τους ρωτάει και παίρνει σημειώσεις σχετικά με τις αναμνήσεις τους. Κι αν οι σημειώσεις κάποιου από αυτούς του φαίνονται ενδιαφέρουσες, κάνει μια έρευνα για την ηθική υπόσταση του εξερευνητή.<br />- Γιατί αυτό;<br />- Γιατί ένας εξερευνητής που θα 'λεγε ψέματα, θα παράσερνε σε καταστροφή τα κείμενα των βιβλίων της Γεωγραφίας. Το ίδιο κι ένας εξερευνητής που θα 'πινε πολύ.<br />- Γιατί αυτό; έκανε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Γιατί οι μεθυσμένοι τα βλέπουν όλα διπλά. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο γεωγράφος θα σημείωνε δυο βουνά εκεί όπου δεν υπάρχει παρά μονάχα ένα!<br />- Ξέρω κάποιο, είπε ο μικρός πρίγκιπας, που θα 'ταν κακός εξερευνητής.<br />- Καθόλου απίθανο. Όταν, λοιπόν, η ηθική υπόσταση του εξερευνητή αποδείχνεται καλή, κάνομε μια έρευνα αναφορικά με την ανακάλυψή του.<br />- Πηγαίνετε να δείτε;<br />- Όχι! Αυτό είναι πολύ περίπλοκο. Όμως ζητάμε από τον εξερευνητή να μας προμηθεύσει αποδείξεις. Όταν, σαν παράδειγμα, πρόκειται για την ανακάλυψη ενός μεγάλου βουνού, ζητάμε να μας φέρει μεγάλες σε μέγεθος πέτρες.<br />Ξαφνικά ο γεωγράφος φάνηκε να συγκινήθηκε.<br />- Μα ναι, εσύ, έρχεσαι από μακριά! Είσαι ένας εξερευνητής. Θα μου περιγράψεις τον πλανήτη σου!<br />Και ο γεωγράφος, αφού άνοιξε το χοντρό του κατάστιχο, έξυσε το μολύβι του. Οι γεωγράφοι γράφουν πρώτα με μολύβι τις αφηγήσεις των εξερευνητών και περιμένουν να τους φέρουν τις αποδείξεις για να τις γράψουν με μελάνι.<br />- Λοιπόν; ρώτησε ο γεωγράφος.<br />- Ω! Ο δικός μου ο πλανήτης, είπε ο μικρός πρίγκιπας, δεν έχει και πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, είναι πολύ μικρός. Έχω τρία ηφαίστεια. Δυο ηφαίστεια σε ενέργεια και ένα ηφαίστειο σβησμένο. Ωστόσο, ποτέ δεν ξέρει κανείς!<br />- Ποτέ δεν ξέρει κανείς! είπε ο γεωγράφος.<br />- Έχω κι ένα λουλούδι.<br />- Δεν σημειώνομε τα λουλούδια, είπε ο γεωγράφος.<br />- Γιατί αυτό; Το λουλούδι είναι το πιο όμορφο!<br />- Γιατί τα λουλούδια είναι εφήμερα.<br />- Τι σημαίνει «εφήμερα»;<br />- Τα βιβλία της Γεωγραφίας, απάντησε ο γεωγράφος, είναι τα πιο πολύτιμα απ' όλα τα βιβλία. Η μόδα τους δεν περνάει ποτέ. Πάρα πολύ σπάνια ένα βουνό αλλάζει θέση. Είναι κάτι πολύ σπάνιο να στερέψει ένας ωκεανός. Εμάς δεν μας απασχολούν παρά μονάχα τα αιώνια πράγματα.<br />- Όμως τα σβησμένα ηφαίστεια μπορεί να ξαναγίνουν ενεργά, τον έκοψε ο μικρός πρίγκιπας. Τι πάει να πει «εφήμερα»;<br />- Πως τα ηφαίστεια, σε ενέργεια ή σβησμένα, για μας τους άλλους είναι το ίδιο, είπε ο γεωγράφος. Εκείνο που έχει σημασία για μας, είναι το βουνό. Αυτό δεν αλλάζει.<br />- Μα τι πάει να πει «εφήμερο»; ρώτησε πάλι ο μικρός πρίγκιπας που, σ' όλη του τη ζωή, ποτέ δεν υποχωρούσε αν δεν έπαιρνε απάντηση σε κάθε του ερώτηση.<br />- Αυτό σημαίνει «εκείνο που απειλείται από εξαφάνιση σε σύντομο χρονικό διάστημα».<br />- Το λουλούδι μου κινδυνεύει από εξαφάνιση σε σύντομο χρονικό διάστημα;<br />- Και βέβαια.<br />«Το λουλούδι μου είναι εφήμερο», συλλογίστηκε ο μικρός πρίγκιπας, και κείνο δεν έχει παρά τέσσερα αγκάθια για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια στον κόσμο! Κι εγώ το άφησα ολομόναχο σπίτι μου!<br />Για πρώτη φορά ένιωθε κάπως να μετανιώνει. Όμως, ξαναβρήκε το κουράγιο του:<br />- Σε ποιο πλανήτη με συμβουλεύετε να πάω;<br />- Τον πλανήτη Γη, του απάντησε ο γεωγράφος. Έχει αρκετά καλή φήμη.<br />Κι ο μικρός πρίγκιπας έφυγε, με τη σκέψη του πάντα στο λουλούδι του.<br /><a name="16"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ<br /><br />Ο έβδομος πλανήτης ήταν λοιπόν η Γη.<br />Η Γη δεν είναι ένας οποιοσδήποτε πλανήτης. Έχει εκατόν έντεκα βασιλιάδες (χωρίς, βέβαια, να ξεχνάμε τους νέγρους βασιλιάδες), εφτά χιλιάδες γεωγράφους, εννιακόσιες χιλιάδες επιχειρηματίες, εφτάμισυ εκατομμύρια μπεκρήδες, τριακόσια έντεκα εκατομμύρια ματαιόδοξους, μ' άλλα λόγια περίπου τέσσερα δισεκατομμύρια μεγάλους.<br />Για να σας δώσω μια ιδέα σχετικά με τις διαστάσεις της Γης, θα πρέπει να σας πω ότι πριν από την ανακάλυψη του ηλεκτρισμού, έπρεπε να υπάρχει στην επιφάνειά των έξη συνολικά ηπείρων της μια αληθινή στρατιά από τετρακόσιες εξηνταδυό χιλιάδες πεντακόσιους έντεκα φανοκόρους.<br />Αν έβλεπε κανείς από μια κάπως μακρινή απόσταση, το θέαμα θα ήταν σίγουρα υπέροχο. Οι κινήσεις της στρατιάς εκείνης ήταν κανονισμένες όπως και οι κινήσεις ενός μπαλέτου Όπερας. Στην αρχή ερχόταν η σειρά των φανοκόρων της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας. Έπειτα, αφού πια είχαν ανάψει τα φανάρια τους, έφευγαν για να πάνε να κοιμηθούν. Τότε με τη σειρά τους έρχονταν να μπούνε στη σκηνή οι φανοκόροι της Κίνας και της Σιβηρίας. Ύστερα κι αυτοί χάνονταν σαν από μαγεία πίσω από τα ριντό, στα παρασκήνια.<br />Τότε ερχόταν η σειρά των φανοκόρων της Αφρικής και της Ευρώπης.<br />Στη συνέχεια, οι φανοκόροι της Νότιας Αμερικής, που κι εκείνους τους διαδέχονταν οι συνάδελφοι τους της Βόρειας Αμερικής. Και ποτέ δεν έκαναν λάθος σχετικά με ποια σειρά έπρεπε να μπουν στη σκηνή. Θα 'ταν ένα θέαμα μεγαλειώδες.<br />Μονάχα ο φανοκόρος του Βόρειου Πόλου κι ο μοναδικός συνάδελφός του στο Νότιο, περνούσαν τεμπέλικα τη ζωή τους, δουλεύοντας, όλες κι όλες, δυο φορές το χρόνο.<br /><a name="17"></a>ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ<br /><br />Όταν θέλει κανείς να κάνει πνεύμα, τραβάει και κανένα ψεματάκι. Ποτέ δεν ήμουν πολύ τίμιος μιλώντας σας για τους φανοκόρους. Μάλιστα, κινδυνεύω να δώσω λαθεμένη ιδέα για τον πλανήτη μας σε κείνους που δεν τον ξέρουν. Οι άνθρωποι πιάνουν πολύ λίγο χώρο πάνω στη Γη. Αν τα τέσσερα περίπου δισεκατομμύρια που την κατοικούν στέκονταν όρθια και κάπως στριμωγμένοι μεταξύ τους, όπως όταν γίνεται ένα μήτιγκ, μια εμπορική συνάθροιση, θα χωρούσαν άνετα πάνω σε μια δημόσια πλατεία με σαράντα μίλια μάκρος κι άλλα τόσα πλάτος. Θα μπορούσε κανείς να στοιβάξει όλα τα μέλη της ανθρωπότητας πάνω σ' ένα από τα πιο μικρά νησάκια του Ειρηνικού Ωκεανού.<br />Οι μεγάλοι, σίγουρα δεν θα σας πιστέψουν. Αυτοί φαντάζονται ότι πιάνουν πολύ τόπο. Βλέπουν τους εαυτούς τους πολύ σημαντικούς, όπως και τα μπαομπάμπ. Συμβουλέψτε τους, λοιπόν, να κάνουν τον λογαριασμό. Εκείνοι λατρεύουν τους αριθμούς: αυτό θα τους αρέσει. Όμως, μη χάνετε τον καιρό σας με τιμωρίες σαν κι αυτές που βάζουν οι δάσκαλοι στους μαθητές. Σε τίποτε δεν ωφελούν. Πρέπει να μου έχετε εμπιστοσύνη.<br />Φτάνοντας στη Γη, ο μικρός πρίγκιπας ξαφνιάστηκε καθώς δεν είδε κανένα. Μάλιστα φοβήθηκε πως είχε κάνει λάθος σχετικά με τον πλανήτη, όταν κάτι σαν βραχιόλι, μέσα στην άμμο, σάλεψε χρωματισμένο από τις αχτίδες του φεγγαριού.<br />Ο μικρός πρίγκιπας φάνηκε να χαμογελά:<br />- Δεν είσαι και τόσο δυνατό... δεν έχεις μήτε πόδια... μάλιστα, ούτε να ταξιδέψεις δεν μπορείς...<br />- Μπορώ να σε μεταφέρω πιο μακριά απ' όσο μπορεί να σε μεταφέρει ένα καράβι, είπε το φίδι.<br />Κουλουριάστηκε γύρω από τον αστράγαλο του μικρού πρίγκιπα, σαν ένα χρυσό βραχιόλι.<br />- Αυτόν που αγγίζω, μπορώ να τον μεταφέρω εκεί που βρισκόταν πριν, συμπλήρωσε, αλλά εσύ είσαι αγνός κι έρχεσαι από ένα πλανήτη...<br />Ο μικρός πρίγκιπες δεν απάντησε.<br />- Νιώθω λύπη για σένα, είσαι τόσο λεπτούλικο, πάνω σε τούτη τη γρανιτένια Γη. Μπορώ να σε βοηθήσω μια μέρα αν νοσταλγήσεις τον πλανήτη σου. Μπορώ...<br />- Ω! κατάλαβα και πολύ καλά μάλιστα, έκανε ο μικρός πρίγκιπας. Μα γιατί μιλάς πάντα με αινίγματα;<br />- Τα αλλάζω όλα, είπε το φίδι. Και σώπασαν.<br /><a name="18"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ<br /><br />Ο μικρός πρίγκιπας διέσχισε την έρημο χωρίς να συναντήσει τίποτ' άλλο εκτός από ένα λουλούδι. Ένα λουλούδι με τρία πέταλα, ένα λουλούδι ολότελα ασήμαντο...<br />- Καλημέρα! είπε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Καλημέρα, είπε το λουλούδι.<br />- Που είναι οι άνθρωποι; ρώτησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας.<br />Κάποια μέρα, το λουλούδι είχε δει να περνά ένα καραβάνι:<br />- Οι άνθρωποι; Πιστεύω πως υπάρχουν απ' αυτούς έξι ή εφτά. Τους είχα δει πριν από χρόνια. Αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς που να τους βρει. Ο άνεμος τους πηγαίνει πέρα-δώθε. Τους λείπουν οι ρίζες κι αυτό πολύ τους ενοχλεί.<br />- Γεια σου, έκανε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Γεια σου, είπε το λουλούδι.<br /><a name="19"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ<br /><br />Ο μικρός πρίγκιπας σκαρφάλωσε σ' ένα ψηλό βουνό. Τα μοναδικά βουνά που είχε δει στη ζωή του, ήταν τα τρία ηφαίστεια του πλανήτη του που του έφταναν μέχρι τα γόνατα. Και το σβησμένο ηφαίστειο, το χρησιμοποιούσε σαν σκαμνί. «Από ένα τόσο ψηλό βουνό σαν αυτό, σκεφτόταν, σίγουρα θα δω ξαφνικά όλο τον πλανήτη κι όλους τους ανθρώπους...» Όμως, το μόνο που αντίκρισε ήταν οι ίδιες με βελόνες μυτερές κορφές των βράχων.<br />- Καλημέρα! είπε, έτσι ολότελα στην τύχη.<br />- Καλημέρα... Καλημέρα... Καλημέρα.. απάντησε η ηχώ.<br />- Ποιοι είσαστε; είπε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Ποιοι είσαστε... ποιοι είσαστε... ποιοι είσαστε... απάντησε η ηχώ.<br />- Σας θέλω φίλους μου, είμαι μόνος, είπε.<br />- Είμαι μόνος... είμαι μόνος... απάντησε η ηχώ. «Παράξενος πλανήτης! σκέφτηκε. Είναι ολότελα ξερός, όλο μυτερές κορφές και παντού αλάτια. Όσο για τους ανθρώπους δεν έχουν καθόλου φαντασία. Ότι τους λες, σου το ξαναλένε... Στον πλανήτη μου είχα ένα λουλούδι: εκείνο μου μιλούσε πάντα πρώτο...»<br /><br /><a name="20"></a><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ<br /><br />Αφού περπάτησε για πολλές ώρες ανάμεσα από σωρούς άμμου, βράχους και χιόνια, ανακάλυψε επιτέλους ένα δρόμο. Κι όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν στους ανθρώπους.<br />- Καλημέρα, είπε.<br />Ήταν ένας κήπος γεμάτος ανθισμένα τριαντάφυλλα.<br />- Καλημέρα, είπαν τα τριαντάφυλλα.<br />Ο μικρός πρίγκιπας τα κοίταξε. Όλα έμοιαζαν με το δικό του λουλούδι.<br />- Τι είσαστε εσείς ; τα ρώτησε κατάπληκτος.<br />- Είμαστε τριαντάφυλλα, είπαν.<br />- Α! έκανε ο μικρός πρίγκιπας.<br />Κι ένιωσε πολύ δυστυχισμένος. Το λουλούδι του είχε πει ότι ήταν το μοναδικό σ' όλον τον κόσμο από το είδος του. Και να τώρα που βρίσκονταν μπροστά του πέντε χιλιάδες, όλα τα ίδια, μέσα σ' ένα μόνο κήπο!<br />«Πολύ θα στενοχωρηθεί, σκέφτηκε, αν τα έβλεπε όλ' αυτά... θα το 'πιανε φοβερός βήχας και θα 'κανε σαν να 'ταν να πεθάνει για να γλιτώσει από τη γελοιοποίηση. Κι εγώ ια 'μαι αναγκασμένος να κάνω πως τάχα το περιποιούμαι γιατί, αν δεν το κάνω, για να με ταπεινώσει κι εμένα, θ' άφηνε τον εαυτό της να πεθάνει στ' αλήθεια...»<br />Ύστερα, σκέφτηκε πάλι: «Πίστευα πως ήμουν πλούσιος επειδή είχα ένα μοναδικό σ' όλο τον κόσμο λουλούδι, ενώ δεν είχα παρά ένα συνηθισμένο τριαντάφυλλο. Αυτό και τα τρία μου ηφαίστεια που μου φτάνουν μέχρι τα γόνατα και που από αυτά το ένα, ίσως, είναι σβησμένο για πάντα, το δίχως άλλο δεν με κάνουν μεγάλο πρίγκιπα... Και, ξαπλωμένος πάνω στο χορτάρι, έκλαψε».<br /><br /><a name="21"></a><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ<br /><br />Τότε ήταν που παρουσιάστηκε η αλεπού:<br />- Καλημέρα, είπε η αλεπού.<br />- Καλημέρα, απάντησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας, που γύρισε προς το μέρος απ' όπου ακουγόταν η φωνή, μα δεν είδε τίποτε.<br />- Εδώ είμαι, είπε η φωνή, κάτω από τη μηλιά...<br />- Ποια είσαι συ; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Είσαι πολύ όμορφη...<br />- Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.<br />- Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος...<br />- Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού, δεν είμαι εξημερωμένη.<br />- Α! συγνώμη, έκανε ο μικρός πρίγκιπας. Μα, αφού σκέφτηκε λίγο, πρόσθεσε:<br />- Τι πάει να πει «εξημερωμένη»;<br />- Δεν θα είσαι από 'δω, είπε η αλεπού, τι ψάχνεις να βρεις;<br />- Ψάχνω να βρω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι σημαίνει εξημερωμένη;<br />- Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγούν. Αυτό είναι πολύ ενοχλητικό. Ακόμη ανατρέφουν κότες. Είναι το μόνο που τους ενδιαφέρει. Μήπως ψάχνεις για κότες;<br />- Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας, ψάχνω για φίλους. Τι σημαίνει «εξημερώνω»;<br />- Είναι κάτι ξεχασμένο για τα καλά, τώρα πια, είπε η αλεπού. Αυτό σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς».<br />- Δημιουργώ δεσμούς;<br />- Ναι, βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα εσύ δεν είσαι ακόμη παρά ένα αγοράκι όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα μικρά αγόρια. Και δεν έχω την ανάγκη σου. Κι εσύ το ίδιο δεν έχεις την ανάγκη μου. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Μα, αν εσύ με εξημερώσεις, θα 'χουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Θα 'σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα 'μαι για σένα μοναδική στον κόσμο...<br />- Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Υπάρχει ένα λουλούδι... νομίζω πως μ' έχει εξημερώσει...<br />- Καθόλου απίθανο, είπε η αλεπού. Πάνω στη Γη βλέπει κανείς κάθε λογής πράματα...<br />- Ω! Αυτό δεν έγινε στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Η αλεπού φάνηκε να ενδιαφέρεται πολύ.<br />- Σ' ένα άλλο πλανήτη;<br />-Ναι.<br />- Υπάρχουν κυνηγοί σε κείνο εκεί τον πλανήτη;<br />- Όχι.<br />- Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον! Και κότες;<br />- Όχι.<br />- Τίποτε δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού. Όμως, η αλεπού ξαναγύρισε στην ιδέα της:<br />- Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγώ κότες, οι άνθρωποι κυνηγούν εμένα. Όλες οι κότες μοιάζουν μεταξύ τους κι όλοι άνθρωποι μοιάζουν το ίδιο. Λοιπόν, κι εγώ κάπως βαριέμαι. Όμως, αν με εξημερώσεις, η ζωή μου θα μοιάζει σαν να την πλημμύρισε ο ήλιος. Θα γνωρίσω ένα θόρυβο από βήματα διαφορετικά απ' όλα τ' άλλα. Τα άλλα βήματα με κάνουν να καταχωνιάζομαι μέσα στη γη. Το δικό σου θα με φωνάζει να βγω έξω από την τρύπα μου, σαν να 'ναι μια μουσική. Κι ύστερα, κοίταξε! Βλέπεις εκεί κάτω τα σταροχώραφα; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Για μένα, το σιτάρι δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Κι αυτό είναι θλιβερό! Μα εσύ έχεις χρυσαφένια μαλλιά. Θα 'ναι υπέροχα όταν θα μ' έχεις εξημερώσει! Το στάρι που είναι χρυσαφένιο, εσένα θα μου θυμίζει. Και θ' αγαπώ το θόρυβο του ανέμου καθώς θα περνάει ανάμεσα από τα στάχυα του σταριού.<br />Η αλεπού σώπασε και βάλθηκε να κοιτάζει το μικρό πρίγκιπα για πολλή ώρα.<br />- Σε παρακαλώ, εξημέρωσέ με, είπε!<br />- Πολύ το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, μα δεν έχω καιρό. Έχω ν' ανακαλύψω φίλους και να γνωρίσω πολλά πράγματα.<br />- Δεν ξέρουμε παρά εκείνα που μας δίνουν την δυνατότητα να δημιουργούμε δεσμούς, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να μάθουν κάτι. Αγοράζουν πράγματα ετοιματζίδικα, φτιαγμένα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια από τους εμπόρους. Και καθώς δεν υπάρχουν ποτέ έμποροι που να γίνονται φίλοι, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσε με!<br />- Τι πρέπει να κάνω; είπε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Πρέπει να είσαι πολύ υπομονετικός, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα πρέπει να καθίσεις κάπως μακριά από μένα, όπως κάνω τώρα εγώ, πάνω στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου και συ δεν θα λες τίποτε. Η κουβέντα γίνεται αιτία να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Όμως, κάθε μέρα, θα μπορείς να 'ρχεσαι και να κάθεσαι κάπως πιο κοντά σε μένα...<br />Την άλλη μέρα, ο μικρός πρίγκιπας ξαναγύρισε.<br />- Θα 'ταν καλύτερα να 'ρχεσαι την ίδια ώρα, είπε η αλεπού. Αν, για παράδειγμα, πρόκειται να έρθεις στις τέσσερις το απόγευμα, από τις τρεις κιόλας εγώ θ' αρχίσω να 'μαι ευτυχισμένη. Όσο θα προχωρεί η ώρα, τόσο περισσότερο ευτυχισμένη θα νιώθω. Στις τέσσερις κιόλας θ' αρχίσω να εκνευρίζομαι και ν' ανησυχώ. Θα 'χω ανακαλύψει το τίμημα της ευτυχίας! Μα όταν εσύ θα 'ρχεσαι μια οποιαδήποτε ώρα, δεν ξέρω ποια, ποτέ δεν θα ξέρω πότε θ' αρχίσω να καρδιοχτυπώ... Χρειάζονται ορισμένα τυπικά.<br />- Τι είναι ένα τυπικό; ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Είναι κι αυτό κάτι ξεχασμένο από πολύν καιρό, είπε η αλεπού. Κάτι που κάνει κάποια μέρα να 'ναι διαφορετική από τις άλλες μέρες, μια ώρα διαφορετική από τις άλλες ώρες. Για παράδειγμα, υπάρχει μια τυπικότητα στους κυνηγούς. Την Πέμπτη χορεύουν με τις κοπέλες του χωριού. Τότε, η Πέμπτη είναι μια μέρα υπέροχη! Κατηφορίζω για περίπατο μέχρι τ' αμπέλι. Αν οι κυνηγοί χόρευαν κάθε φορά που θα τους ερχόταν το κέφι, οι μέρες θα 'μοιαζαν όλες ίδιες, με αποτέλεσμα να μην έχω εγώ ποτέ διακοπές.<br />Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίαζε να 'ρθει η ώρα του αποχωρισμού:<br />- Αχ! είπε η αλεπού... Θ' αρχίσω τα κλάματα.<br />- Δικό σου είναι το λάθος, είπε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Ναι, σωστά, είπε η αλεπού.<br />- Μα συ θα βάλεις τα κλάματα, είπε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Και βέβαια, είπε η αλεπού.<br />- Τότε, από αυτό, δεν κερδίζεις τίποτε!<br />- Κάτι κερδίζω, είπε η αλεπού, είναι το χρώμα του σταριού.<br />Ύστερα πρόσθεσε:<br />-Πήγαινε πάλι να δεις τα τριαντάφυλλα, θα καταλάβεις πως το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο.<br />- Θα ξανάρθεις να με αποχαιρετήσεις κι εγώ θα σου κάνω δώρο ένα μυστικό.<br />Ο μικρός πρίγκιπας έφυγε για να πάει να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα:<br />- Δεν είναι ολότελα όμοια με το δικό μου, ακόμη δεν είσαστε, τους είπε. Κανείς δεν σας έχει εξημερώσει και σεις δεν έχετε εξημερώσει κανένα. Είσαστε όπως ήταν η αλεπού μου. Κι εκείνη δεν ήταν παρά όμοια με εκατό χιλιάδες άλλες. Όμως εγώ την έχω κάνει φίλη μου κι είναι τώρα μοναδική στον κόσμο.<br />Και τα τριαντάφυλλα έδειξαν να τα 'χουν πειράξει πολύ τα λόγια του μικρού πρίγκιπα.<br />- Είσαστε όμορφα, μα είσαστε άδεια, πρόσθεσε. Κανείς δεν θα μπορούσε να πεθάνει για σας. Σίγουρα, κάποιος τυχαίος περαστικός, βλέποντας το δικό μου λουλούδι θα νόμιζε πως σας μοιάζει. Μα, από μόνο του αυτό, είναι πιο σημαντικό από όλα εσάς, γιατί εγώ το ποτίζω, το προφυλάσσω κάτω από ένα γυάλινο δοχείο. Γιατί είναι αυτό που εγώ προφύλαξα με το παραβάν. Γιατί αυτό είναι που του σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δυο ή τρεις που τις άφησα για να γίνουν πεταλούδες). Γιατί αυτό είναι εκείνο που το άκουσα να παραπονιέται ή να περηφανεύεται ή, μάλιστα, μερικές φορές να σωπαίνει. Γιατί είναι το τριαντάφυλλό μου.<br />Και γύρισε προς την αλεπού.<br />- Γεια σου, είπε...<br />- Γεια σου, είπε η αλεπού. Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: δεν βλέπει κανείς πολύ καλά παρά μονάχα με την καρδιά. Ότι είναι σημαντικό, δεν το βλέπουν τα μάτια.<br />- Ότι είναι σημαντικό δεν το βλέπουν τα μάτια, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.<br />- Είναι ο χρόνος που έχεις χάσει για το τριαντάφυλλό σου και που το κάνει τόσο σημαντικό.<br />- Είναι ο χρόνος που έχω χάσει για το τριαντάφυλλό μου... έκανε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.<br />- Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού. Όμως εσύ δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Να γίνεις υπεύθυνος για πάντα εκείνου που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου...<br />- Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου... επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να μην το ξεχάσει.<br /><a name="22"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ<br /><br />- Καλημέρα, είπε ο μικρός πρίγκιπας<br />- Καλημέρα, είπε ο κλειδούχος.<br />- Τι κάνεις εδώ; είπε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Ξεχωρίζω τους ταξιδιώτες, σε πακέτα των χιλίων, είπε ο κλειδούχος, Κατευθύνω τα τρένα που τους κουβαλάνε, άλλοτε προς τα δεξιά κι άλλοτε προς τ' αριστερά.<br />Και, βροντώντας σαν τον κεραυνό, μια φωτισμένη ταχεία αμαξοστοιχία έκανε το μικρό φυλάκιο του κλειδούχου να τρέμει.<br />- Πάρα πολύ βιάζονται, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι ψάχνουν να βρουν;<br />- Μήτε κι ο ίδιος ο οδηγός της ατμομηχανής δεν το ξέρει, είπε ο κλειδούχος.<br />Την ίδια στιγμή, από την αντίθετη μεριά, φάνηκε να 'ρχεται βροντοχτυπώντας μια δεύτερη κατάφωτη ταχεία.<br />- Γυρίζουν κιόλας; ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας...<br />- Αυτοί δεν είναι οι ίδιοι, είναι μια αλλαγή, γυρίζουν πίσω.<br />- Δεν ήταν ευχαριστημένοι εκεί που βρίσκονταν;<br />- Ποτέ δεν είναι κανείς ευχαριστημένος εκεί που βρίσκεται, είπε ο κλειδούχος.<br />Ακούστηκε το βροντοχτύπημα μιας τρίτης φωτισμένης ταχείας.<br />- Κυνηγούν τους πρώτους ταξιδιώτες; ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Τίποτε δεν κυνηγούν, είπε ο κλειδούχος, κοιμούνται 'κει μέσα ή μπορεί και να χασμουριούνται. Μονάχα τα παιδιά ζουλάνε τις μύτες τους πάνω στα τζάμια.<br />- Μονάχα τα παιδιά ξέρουν τι ψάχνουν να βρουν, έκανε ο μικρός πρίγκιπας. Σπαταλάνε τον καιρό τους με μια κούκλα από κουρέλια κι αυτή τους γίνεται πολύ σημαντική, κι αν κάποιος τους την πάρει, κλαίνε...<br />- Τα παιδιά είναι τυχερά, είπε ο κλειδούχος.<br /><a name="23"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ<br /><br />- Καλημέρα, είπε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Καλημέρα, είπε ο έμπορος.<br />Ήταν ένας έμπορος τελειοποιημένων χαπιών που έκοβαν τη δίψα. Έπινες ένα κάθε βδομάδα και έτσι δεν ένιωθες πια την ανάγκη να πιεις νερό.<br />- Γιατί τα πουλάς αυτά; είπε ο μικρός πρίγκιπας.<br />- Έχεις μεγάλη οικονομία χρόνου, είπε ο έμπορος. Οι ειδικοί έχουν κάνει τους υπολογισμούς. Κερδίζεις πενηντατρία λεπτά τη βδομάδα.<br />- Και τι τα κάνεις αυτά τα πενηντατρία λεπτά;<br />- Τα κάνεις ότι θέλεις...<br />«Εγώ, είπε μέσα του ο μικρός πρίγκιπας, αν είχα πενηντατρία λεπτά σε χρόνο να ξοδέψω, θα έκανα σιγά-σιγά ένα ωραίο περίπατο μέχρι κάποια πηγή...<br /><a name="24"></a><br /><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ<br /><br />Βρισκόμαστε στην όγδοη μέρα από τότε που ο κινητήρας του αεροπλάνου μου είχε πάθει εκείνη τη βλάβη πάνω από την έρημο, κι είχα ακούσει την ιστορία του εμπόρου, πίνοντας τη στερνή γουλιά απ' το νερό που είχα:<br />- Α! είπα στο μικρό πρίγκιπα, είναι πολύ όμορφες οι αναμνήσεις σου, μα δεν έχω ακόμη επισκευάσει το αεροπλάνο μου, δεν έχω μήτε μια γουλιά νερό να πιω και θα ήμουνα ευτυχής, κι εγώ το ίδιο, αν μπορούσα να κάνω ένα περίπατο μέχρι κάποια πηγή!<br />- Η φίλη μου η αλεπού, μου είπε...<br />- Μικρέ και καλέ μου άνθρωπε, στην περίπτωσή μου, δεν πρόκειται πια για την αλεπού!<br />- Γιατί;<br />- Γιατί καθόλου απίθανο να πεθάνουμε από δίψα... Δεν κατάλαβε το συλλογισμό μου και απάντησε:<br />- Είναι καλό να 'χεις ένα φίλο, ακόμη κι αν πρόκειται να πεθάνει. Εγώ ήμουν πολύ ευχαριστημένος που κάποτε είχα φίλη μια αλεπού...<br />«Δεν έχει συναίσθηση του κινδύνου, σκέφτηκα, ποτέ του δεν ένιωσε μήτε πείνα, μήτε δίψα. Λίγος ήλιος του φτάνει...»<br />Όμως εκείνος με κοίταξε κι απάντησε στη σκέψη μου:<br />- Διψάω κι εγώ... ας ψάξουμε για κανένα πηγάδι... Έκανα μια χειρονομία κούρασης: είναι κουταμάρα να ψάχνεις για πηγάδι στην τύχη, μέσα στην απεραντοσύνη μιας ερήμου. Ωστόσο μπήκαμε στο δρόμο.<br />Αφού περπατήσαμε για ώρες και ώρες σιωπηλοί, η νύχτα έπεσε και τ' αστέρια άρχισαν να σκορπίζουν το φως τους, λαμπυρίζοντας Τα 'βλεπα σαν μέσα από όνειρο, καθώς είχα λίγο πυρετό εξαιτίας της δίψας μου. Τα λόγια του μικρού πρίγκιπα χόρευαν στη θύμησή μου:<br />- Λοιπόν, νιώθεις κι εσύ δίψα; τον ρώτησα.<br />Όμως δεν απάντησε στην ερώτησή μου. Μου είπε απλά:<br />- Το νερό ίσως, μπορεί να είναι καλό για την καρδιά... Δεν κατάλαβα την απάντησή του μα δεν είπα τίποτε...<br />Ήξερα πολύ καλά πως δεν έπρεπε να τον ρωτήσω.<br />Ήταν κουρασμένος. Κάθισε. Κάθισα κοντά του. Κι ύστερα από κάμποση ώρα σιωπής, είπε πάλι:<br />- Τα αστέρια είναι όμορφα, εξαιτίας ενός λουλουδιού που δεν το βλέπουμε...<br />«Σίγουρα» του απάντησα και κοίταξα, χωρίς να μιλώ, τις κυματοειδείς πτυχές της άμμου που ξεχώριζαν κάτω από το φως του φεγγαριού.<br />- Η έρημος είναι όμορφη, πρόσθεσε...<br />Κι αυτό ήταν αλήθεια. Αγαπούσα πάντα την έρημο. Κάθεσαι πάνω σ' ένα λόφο από άμμο. Δεν βλέπεις τίποτα. Δεν ακούς τίποτα. Κι όμως, κάτι εκπέμπει ακτίνες μέσα στη σιωπή...<br />- Αυτό που κάνει όμορφη την έρημο, είπε ο μικρός πρίγκιπας, είναι ότι κάπου κρύβει ένα πηγάδι...<br />Ένιωσα κατάπληκτος καταλαβαίνοντας ξαφνικά κείνο το μυστηριώδες ακτινοβόλημα της άμμου. Όταν ήμουν μικρό παιδί, καθόμουν σ' ένα παλιό σπίτι όπου, σύμφωνα με την παράδοση, βρισκόταν θαμμένος ένας θησαυρός.<br />Βέβαια, ποτέ κανένας δεν τον είχε ανακαλύψει, ούτε, ίσως, κανένας να μην τον είχε αναζητήσει. Όμως ο υποθετικός αυτός θησαυρός έκανε φανταστικά μαγευτικό όλο αυτό το σπίτι. Το σπίτι μου έκρυβε ένα θησαυρό στα βάθη της καρδιάς του...<br />- Ναι, είπα στο μικρό πρίγκιπα, είτε πρόκειται για το σπίτι, είτε για τ' αστέρια ή την έρημο, εκείνο που δημιουργεί την ομορφιά τους, δεν μπορείς να το δεις.<br />- Είμαι ευχαριστημένος, είπε, που συμφωνείς με την αλεπού μου.<br />Καθώς αποκοιμιόταν ο μικρός πρίγκιπας, τον πήρα στην αγκαλιά μου και μπήκα στο δρόμο. Είχα την εντύπωση πως κουβαλούσα ένα εύθραυστο θησαυρό. Μάλιστα, μου φαινόταν πως δεν υπήρχε τίποτε πιο εύθραυστο πάνω στη Γη. Κοίταζα, στο φως του φεγγαριού, το χλομό αυτό μέτωπο, αυτά τα κλειστά μάτια, αυτές τις μπούκλες των μαλλιών που αναδεύονταν στον άνεμο, κι έλεγα μέσα μου: αυτό που βλέπω δεν είναι παρά ένα κέλυφος. Το πιο σημαντικό είναι αθέατο...<br />Καθώς τα μισάνοιχτα χείλη του άφηναν να σχηματίζεται σχεδόν, ένα χαμόγελο, είπα ακόμη: «Αυτό που τόσο πολύ μου κάνει εντύπωση με τούτο το παιδί, είναι πόσο μένει πιστό σ' ένα λουλούδι, είναι η εικόνα ενός τριαντάφυλλου που λάμπει μέσα του, σαν το φως μιας λάμπας, ακόμη κι όταν κοιμάται...» Και τον φαντάστηκα ακόμη πιο εύθραυστο. Πρέπει να προστατεύομε καλά τις λάμπες: ένα φύσημα του ανέμου, μπορεί να τις σβήσει...<br />Και προχωρώντας έτσι, με το χάραμα της μέρας, βρήκα το πηγάδι.<br /><a name="25"></a><br /><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ<br /><br />- Οι άνθρωποι, είπε ο μικρός πρίγκιπας, στριμώχνονται μέσα στις ταχείες, μα μήτε που ξέρουν καθόλου τι ψάχνουν να βρουν. Τότε νιώθουν να σπάνε τα νεύρα τους και κλωθογυρίζουν πέρα-δώθε...<br />Και πρόσθεσε:<br />- Δεν αξίζει τον κόπο...<br />Το πηγάδι όπου είχαμε φτάσει δεν έμοιαζε καθόλου με τα πηγάδια της Σαχάρας, απλές λακκούβες σκαμμένες μέσα στην άμμο. Πιο πολύ έμοιαζε με τα πηγάδια που βλέπει κανείς στα χωριά. Όμως εκεί γύρω δεν υπήρχε κανένα χωριό κι έτσι νόμιζα πως ονειρεύομαι.<br />- Παράξενα πράματα, είπα στον μικρό πρίγκιπα, όλα είναι έτοιμα: το μαγκάνι, ο κουβάς, το σκοινί...<br />Γέλασε, έπιασε το σκοινί, το τράβηξε κι έβαλε μπροστά το μαγκάνι που έτριξε, όπως τρίζει ένα παλιός ανεμοδείχτης σαν έχει αποκοιμηθεί για πολύν καιρό ο άνεμος.<br />- Ακούς; είπε ο μικρός πρίγκιπας, ξυπνήσαμε ξανά τούτο το πηγάδι και τραγουδάει...<br />Δεν θα 'θελα να κουραστεί:<br />- Άφησέ το σε μένα, είπα, θα είναι πολύ βαρύς ο κουβάς με το νερό, για σένα.<br />Τράβηξα τον κουβά αργά-αργά μέχρι τα χείλη του πηγαδιού και τον ακούμπησα όρθιο πάνω στο πεζούλι. Στ' αυτιά μου αντηχούσε ακόμη το τραγούδι του μαγκανιού και μέσα στο νερό που κουνιόταν ακόμη, έβλεπα να τρέμει ο ήλιος.<br />- Νιώθω δίψα γι αυτό το νερό, είπε ο μικρός πρίγκιπας, δώσε μου να πιω...<br />Και κατάλαβα τι έψαχνε να βρει!<br />Σήκωσα τον κουβά μέχρι τα χείλη του. Ήπιε με τα μάτια κλειστά. Ήταν γλυκός σαν μια γιορτή. Αυτό το νερό ήταν κάτι πάρα πολύ διαφορετικό από όσο κάποια τροφή. Είχε γεννηθεί από την πορεία κάτω απ' τ' αστέρια, το τραγούδι του μαγκανιού, την προσπάθεια των μπράτσων μου. Ήταν καλό για την καρδιά, όπως ένα δώρο. Όταν ήμουν μικρό παιδί, το φως του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, η μελωδία της μεσονύχτιας λειτουργίας, η γλυκύτητα των χαμόγελων δημιουργούσαν έτσι την ακτινοβολία του δώρου των Χριστουγέννων που έπαιρνα.<br />- Οι άνθρωποι στη χώρα σου, είπε ο μικρός πρίγκιπας, καλλιεργούν πέντε χιλιάδες τριαντάφυλλα μέσα σ' ένα μονάχα κήπο... και μέσα εκεί δεν βρίσκουν ότι ζητάνε...<br />- Δεν το βρίσκουν, απάντησα...<br />- Κι ωστόσο, αυτό που ψάχνουν θα μπορούσε να βρίσκεται μέσα σ' ένα μόνο τριαντάφυλλο ή μέσα σε λίγο νερό...<br />- Σίγουρα, ναι, απάντησα.<br />Κι ο μικρός πρίγκιπας πρόσθεσε:<br />- Τα μάτια είναι τυφλά. Πρέπει να ψάξεις με την καρδιά.<br />Είχα πιει κι εγώ. Ανάσαινα καλά. Με το χάραμα, η άμμος έπαιρνε το χρώμα του μελιού. Ήμουν ευτυχισμένος το ίδιο κι από εκείνο το μελένιο χρώμα. Γιατί έπρεπε να κάνω τον κόπο...<br />- Πρέπει να κρατήσεις την υπόσχεσή σου, μου είπε σιγανά ο μικρός πρίγκιπας που είχε καθίσει ξανά κοντά μου.<br />- Ποια υπόσχεση;<br />- Συ ξέρεις... ένα φίμωτρο για το αρνί μου. Είμαι υπεύθυνος για κείνο το λουλούδι!<br />Έβγαλα από την τσέπη μου τα δοκιμαστικά μου προσχέδια. Βλέποντάς τα ο μικρός πρίγκιπας, είπε γελώντας:<br />- Τα μπαομπάμπ σου μοιάζουν κάπως με λάχανα.<br />-Ω!<br />Εγώ που ήμουν τόσο περήφανος για τα μπαομπάμπ!<br />- Η αλεπού σου... τ' αυτιά της... μοιάζουν κάπως με κέρατα... και είναι πολύ μακριά!<br />Και γέλασε ξανά.<br />- Είσαι άδικος, μικρό μου ανθρωπάκι, δεν ήξερα να σχεδιάζω παρά μονάχα βοές ανοιχτούς και βόες κλειστούς.<br />- Ω! καλά τώρα, είπε, τα παιδιά ξέρουν. Σχεδίασα, λοιπόν, ένα φίμωτρο. Κι ένιωσα σφιγμένη την καρδιά μου καθώς του το έδινα, λέγοντας:<br />- Σκοπεύεις να κάνεις κάτι που εγώ δεν το ξέρω... Μα δεν μου απάντησε. Μου είπε:<br />- Συ ξέρεις, ότι έπεσα στη Γη... αύριο θα 'ναι η επέτειος...<br />Ύστερα, αφού έμεινε για λίγο αμίλητος, πρόσθεσε:<br />- Έπεσα κάπου εδώ κοντά... Και κοκκίνισε.<br />Και ξανά, χωρίς να ξέρω γιατί, άρχισα να νιώθω μια παράξενη θλίψη. Ωστόσο, μου ήρθε στο μυαλό μια ερώτηση:<br />- Τότε δεν ήταν ολότελα τυχαίο όταν το πρωί που σε γνώρισα, έχουν περάσει οκτώ μέρες από τότε, περπατούσες όπως τώρα, ολομόναχος, χιλιάδες μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή! Ξαναγυρνούσες προς το μέρος όπου είχες πέσει;<br />Ο μικρός πρίγκιπας κοκκίνισε ακόμη πιο πολύ. Και πρόσθεσα διστάζοντας:<br />- Ίσως γιατί πλησίαζε η επέτειος;<br />Ο μικρός πρίγκιπας κοκκίνισε πάλι. Δεν απαντούσε ποτέ σε ερωτήσεις, μα σαν κοκκίνιζε, αυτό σήμαινε «ναι», δεν είν' έτσι;<br />- Α! είπα, φοβάμαι πως... Όμως μου απάντησε:<br />- Θα πρέπει τώρα να δουλέψεις. Πρέπει να γυρίσεις πάλι στη μηχανή σου. Θα σε περιμένω εδώ. Γύρισε ξανά αύριο βράδυ.<br />Όμως, δεν ήμουν σίγουρος. Θυμόμουν την αλεπού. Κινδυνεύει κανείς να βάλλει τα κλάματα αν αφήσει να τον εξημερώσουν...<br /><a name="26"></a><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ<br /><br />Δίπλα στο πηγάδι βρίσκονταν τ' απομεινάρια ενός παλιού πέτρινου τοίχου.<br />Όταν την άλλη μέρα το βράδυ γύρισα απ' τη δουλειά μου, ξεχώρισα από μακριά το μικρό πρίγκιπα καθισμένο εκεί ψηλά, με τα πόδια του να κρέμονται. Και τον άκουσα που μιλούσε:<br />- Δεν θυμάσαι, λοιπόν, έλεγε. Δεν είναι ακριβώς εδώ! Μια άλλη φωνή του απαντούσε σίγουρα, γιατί απάντησε:<br />- Ναι! Ναι! Είναι ακριβώς η μέρα, μα δεν είν' εδώ το μέρος!<br />Συνέχισα να προχωρώ προς τον τοίχο. Όμως, δεν έβλεπα, ούτε άκουγα κανένα. Ωστόσο, ο μικρός πρίγκιπας είπε πάλι:<br />-... Βέβαια. Θα δεις που αρχίζουν τα χνάρια μου πάνω στην άμμο. Δεν έχεις παρά να με περιμένεις εκεί. Αυτή τη νύχτα θα 'ρθώ.<br />Βρισκόμουν είκοσι μέτρα μακριά από τον τοίχο, μα χωρίς να βλέπω πάντα κανένα.<br />Έπειτα από μερικές στιγμές σιωπής, ο μικρός πρίγκιπας είπε πάλι:<br />-Έχεις καλό δηλητήριο; Είσαι σίγουρο πως δεν θα με κάνεις να υποφέρω για πολύ;<br />Σταμάτησα με την καρδιά σφιγμένη, μα εξακολουθούσα πάντα να μην καταλαβαίνω τίποτε.<br />- Τώρα, φύγε, είπε... θέλω να κατέβω!<br />Χαμηλώνοντας τότε τα μάτια προς την κάτω μεριά του τοίχου, τινάχτηκα προς τα πίσω. Ήταν εκεί, ορθό προς τη μεριά του πρίγκιπα, ένα από κείνα τα κίτρινα φίδια που σε σκοτώνουν μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα. Καθώς έψαχνα μέσα στην τσέπη μου για να πάρω το πιστόλι που είχα, άρχισα να τρέχω μα, με το θόρυβο που έκανα, το φίδι αφέθηκε απαλά να κυλήσει μέσα στην άμμο, όπως ένας πίδακας νερού που τελειώνει και, χωρίς καθόλου να βιάζεται, χώθηκε ανάμεσα στις πέτρες, μ' ένα ελαφρύ μεταλλικό θόρυβο.<br />Έφτασα στον τοίχο ακριβώς τη στιγμή που χρειαζόταν για να δεχτώ στην αγκαλιά μου το μικρό μου καλό πρίγκιπα, ωχρό σαν το χιόνι.<br />- Τι ιστορία είναι πάλι τούτη; Τώρα μιλάς και με τα φίδια!<br />Του είχα έβγαλα το αιώνιο χρυσόχρωμο κασκόλ του, του δρόσισα τους κροτάφους και του έδωσα να πιει και τώρα πια δεν τολμούσα να τον ρωτήσω τίποτα. Με κοίταξε με ύφος σοβαρό και μ' αγκάλιασε, ρίχνοντας τα μπράτσα του γύρω από το λαιμό μου. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά σαν την καρδιά του πουλιού που πεθαίνει, χτυπημένο από τα βόλια του κυνηγού. Μου είπε:<br />- Είμαι ευχαριστημένος που βρήκες εκείνο που έλειπε από τη μηχανή σου. Θα μπορέσεις να ξαναγυρίσεις στο σπίτι σου...<br />- Πώς ξέρεις!<br />Κείνη τη στιγμή ετοιμαζόμουν να του πω ότι, μ' όλο που καθόλου δεν το περίμενα, είχα καταφέρει να τελειώσω τη δουλειά μου!<br />Δεν απάντησε στην ερώτησή μου, όμως πρόσθεσε:<br />- Κι εγώ το ίδιο, σήμερα, γυρίζω σπίτι μου... Ύστερα, πρόσθεσε μελαγχολικά:<br />- Είναι πάρα πολύ πιο μακριά... είναι πολύ πιο δύσκολο...<br />Ένιωθα πως είχε συμβεί κάτι απρόσμενο. Τον έσφιγγα στην αγκαλιά μου σαν ένα μικρό παιδί, κι όμως μου φαινόταν πως κυλούσε κάθετα μέσα μιαν άβυσσο, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτε για να τον συγκρατήσω.<br />Το βλέμμα του ήταν σοβαρό, χαμένο στην απεραντοσύνη:<br />-Έχω το αρνάκι σου. Έχω και την κάσα για το αρνάκι. Ακόμη έχω και το φίμωτρο...<br />Και χαμογέλασε μελαγχολικά.<br />Περίμενα για πολλή ώρα. Ένιωθα πως σιγά - σιγά ζεσταινόταν:<br />- Μικρό, καλό μου ανθρωπάκι, είχες φοβηθεί... Είχε φοβηθεί, ναι, σίγουρα! Μα γέλασε απαλά:<br />- Θα φοβηθώ πολύ περισσότερο απόψε...<br />Ένιωσα πάλι να παγώνω από το συναίσθημά του αναπόφευκτου. Και κατάλαβα πως ότι δεν θα άντεχα στην ιδέα πως ποτέ πια δεν θ' άκουγα ξανά κείνο το γέλιο. Ήταν για μένα μια πηγή μέσα στην έρημο.<br />- Μικρό μου ανθρωπάκι, θέλω ακόμη να σ' ακούσω να γελάς...<br />Όμως μου είπε:<br />- Αυτή τη νύχτα συμπληρώνεται ένας χρόνος. Το αστέρι μου θα βρίσκεται ακριβώς πάνω από το μέρος όπου είχα πέσει την περασμένη χρονιά...<br />- Μικρέ, καλέ μου άνθρωπε, αυτή η ιστορία με το φίδι και το ραντεβού και τ' αστέρι, δεν είναι παρά ένα κακό όνειρο...<br />Μα δεν απάντησε στην ερώτησή μου. Μου είπε:<br />- Αυτό που είναι σημαντικό, δεν το βλέπομε...<br />- Σίγουρα...<br />- Είναι όπως και με το λουλούδι. Αν αγαπάς ένα λουλούδι που βρίσκεται σε κάποιο αστέρι, είναι γλυκό τη νύχτα να κοιτάζεις τον ουρανό. Όλα τ' αστέρια τότε είναι ανθισμένα.<br />- Σίγουρα...<br />- Είναι όπως με το νερό. Ότι μου είχες δώσει να πιω<br />ήταν όπως μια μουσική, εξαιτίας του ήχου που έκανε το μαγκάνι και το σχοινί... θυμάσαι... ήταν πολύ ωραίο.<br />- Και βέβαια...<br />- Θα κοιτάζεις τη νύχτα τ' αστέρια. Το δικό μου είναι πολύ μικρό για να σου δείξω που βρίσκεται. Έτσι είναι καλύτερα. Το αστέρι μου θα είναι για σένα ένα από τ' αστέρια. Τότε, θα σ' αρέσει να κοιτάζεις όλα τα αστέρια... Όλα θα είναι φίλοι σου. Κι ύστερα, θα 'θελα να σου κάνω ένα δώρο...<br />Γέλασε πάλι.<br />-Α! μικρό μου ανθρωπάκι, μικρό μου ανθρωπάκι, μου αρέσει να σ' ακούω να γελάς!<br />- Ακριβώς αυτό θα 'ναι το δώρο μου... αυτό θα 'ναι όπως με το νερό...<br />- Τι θέλεις να πεις;<br />- Οι άνθρωποι έχουν αστέρια που δεν είναι τα ίδια. Για κείνους που ταξιδεύουν, τ' αστέρια είναι οδηγοί. Για άλλους δεν είναι παρά μικρά φώτα. Για άλλους, τους σοφούς, είναι προβλήματα. Για τον μπίζνεσμαν μου, ήταν από χρυσάφι. Μα όλα τούτα τ' αστέρια σωπαίνουν. Εσύ, θα έχεις αστέρια που κανείς άλλος δεν τα έχει...<br />- Τι θέλεις να πεις;<br />- Αφού εγώ θα 'μαι σ' ένα απ' αυτά, κι αφού θα γελάω σ' ένα απ' αυτά, τότε για σένα θα είναι σαν να γελούν όλα τ' αστέρια. Θα έχεις εσύ αστέρια που ξέρουν να γελάνε!<br />Και γέλασε πάλι.<br />- Κι όταν θα 'χεις παρηγορηθεί (πάντα παρηγοριέται κανείς ), θα είσαι ευχαριστημένος που μ' έχεις γνωρίσει.<br />Θα είσαι πάντα φίλος μου. Πάντα θα θέλεις να γελάς με μένα. Και θ' ανοίγεις καμιά φορά το παράθυρο, έτσι, για την ευχαρίστηση... Και οι φίλοι σου θα σε κοιτάζουν κατάπληκτοι να γελάς, κοιτάζοντας τον ουρανό. Τότε, εσύ θα τους λες: «Ναι, τ' αστέρια με κάνουν πάντα να γελάω!» και θα σε περνάνε για τρελό. Σου σκάρωσα ένα πολύ πονηρό παιχνίδι... Και γέλασε ξανά.<br />- Θα είναι σαν να σου έχω δώσει αντί γι' αστέρια, μικρά κουδουνάκια που ξέρουν να γελούν...<br />Και γέλασε πάλι. Ύστερα σοβαρεύτηκε ξανά:<br />- Απόψε... ξέρεις... μην έρθεις.<br />- Δεν θα σ' αφήσω καθόλου.<br />Όμως έδειχνε βυθισμένος σε σκέψεις .<br />- Θα μοιάζω σαν να έχω αρρωστήσει... Θα μοιάζω σαν να 'μαι ετοιμοθάνατος. Κάπως έτσι θα είναι. Μην έρθεις να με δεις έτσι, δεν θ' αξίζει τον κόπο...<br />- Δεν θα σ' αφήσω καθόλου. Μα έδειχνε σκεφτικός.<br />- Στο λέω αυτό... είναι εξαιτίας του φιδιού. Δεν πρέπει να σε δαγκώσει... τα φίδια είναι κακά. Αυτό μπορεί να σε δαγκώσει έτσι, για ευχαρίστηση.<br />- Δεν θα σ' εγκαταλείψω καθόλου. Όμως κάτι τον καθησύχασε:<br />- Είναι αλήθεια πως δεν τους έχει πια απομείνει δηλητήριο για το δεύτερο δάγκωμα...<br />Κείνη τη νύχτα δεν τον είδα να μπαίνει στο δρόμο. Είχε φύγει αθόρυβα. Όταν μπόρεσα να τον προλάβω περπατούσε αποφασισμένος, με γρήγορο βήμα. Μου είπε μονάχα:<br />- Α! εδώ είσαι...<br />Και μ' έπιασε απ' το χέρι. Όμως ανησυχούσε ακόμη:<br />- Έχεις κάνει λάθος. Θα πονέσεις. Θα μοιάζω με νεκρό, μα δεν θα 'μαι πραγματικά...<br />Εγώ σώπαινα.<br />- Καταλαβαίνεις. Είναι πολύ μακριά. Δεν μπορώ να κουβαλάω τούτο 'δω το σώμα. Είναι πολύ βαρύ!<br />Εγώ σώπαινα.<br />- Όμως, θα 'ναι σαν κάποιος να 'χει παρατήσει ένα κουφάρι, μια παλιά δεντρόφλουδα. Δεν νιώθεις θλίψη βλέποντας παλιά δεντρόφλουδα...<br />Εγώ σώπαινα.<br />Έχασε για λίγο το κουράγιο του. Όμως έκανε ακόμη μια προσπάθεια:<br />- Θα 'ναι όμορφα, ξέρεις. Κι εγώ το ίδιο θα κοιτάζω τ' αστέρια. Όλα τ' αστέρια θα 'χουν πηγάδια μ' ένα σκουριασμένο μαγκάνι. Όλα τ' αστέρια θα μου ρίχνουν νερό να πιω...<br />Εγώ σώπαινα.<br />- Θα 'ναι τόσο όμορφα! Θα 'χεις πεντακόσια εκατομμύρια κουδουνάκια, θα 'χω πεντακόσια εκατομμύρια πηγές...<br />Και σώπασε κι εκείνος, γιατί έκλαιγε...<br />- Να εκεί είναι. Άφησέ με να κάνω ένα βήμα μόνος μου.<br />Και κάθισε γιατί φοβόταν. Είπε πάλι:<br />- Συ ξέρεις... το λουλούδι μου. Είμαι υπεύθυνος γι' αυτό! Κι είναι τόσο αδύναμο. Κι είναι τόσο αθώο. Έχει τέσσερα αγκάθια όλα κι όλα για να προστατεύεται ενάντια σ' όλον τον κόσμο.<br />Κάθισα κι εγώ γιατί δεν μπορούσα πια να στέκομαι όρθιος. Είπε:<br />- Να... Αυτό είν' όλο...<br />Δίστασε λίγο ακόμη, ύστερα σηκώθηκε. Έκανε ένα βήμα. Ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα.<br />Δεν έγινε τίποτε. Το μόνο που είδα, ήταν μια λάμψη κίτρινη κοντά στον αστράγαλό του. Για μια στιγμή απόμεινα ασάλευτος. Δεν φώναξε. Έπεσε απαλά, όπως πέφτει ένα δέντρο. Κι ούτε έκανε κάποιο θόρυβο, καθώς είχε πέσει πάνω στην άμμο.<br /><a name="27"></a><br />ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ<br /><br />Τώρα πια, βέβαια, έχουν περάσει κιόλας έξι χρόνια. Δεν έχω ακόμη διηγηθεί σε κανένα τούτη την ιστορία. Οι σύντροφοί μου που είχαν έρθει να με δουν, φάνηκαν πολύ ευχαριστημένοι που με ξανά 'βλεπαν ζωντανό. Ήμουν λυπημένος, μα τους έλεγα: Είναι από την κούραση...<br />Τώρα έχω παρηγορηθεί κάπως... όχι ολότελα ωστόσο. Όμως ξέρω πολύ καλά πως έχει ξαναγυρίσει στο μικρό του πλανήτη γιατί, με το χάραμα της μέρας, δεν ξαναβρήκα το σώμα του. Δεν ήταν δα κι ένα σώμα τόσο βαρύ... Και τη νύχτα μ' αρέσει ν' αφουγκράζομαι τ' αστέρια. Είναι σαν πεντακόσια εκατομμύρια κουδουνάκια...<br />Μα να που έγινε κάτι παράξενα υπέροχο.<br />Στο φίμωτρο που είχα ζωγραφίσει για το μικρό πρίγκιπα, ξέχασα να προσθέσω το δερμάτινο λουρί! Ποτέ δεν θα μπορέσει να το δέσει στ' αρνί του. Κι έτσι αναρωτιέμαι: «Τι έχει γίνει στον πλανήτη του; Ίσως το αρνί να έφαγε το λουλούδι...»<br />Άλλοτε πάλι λέω μέσα μου: «Σίγουρα όχι! Κάθε νύχτα ο μικρός πρίγκιπας σκεπάζει το λουλούδι του μ' ένα γυάλινο δοχείο και προσέχει πάρα πολύ το αρνάκι του... «Τότε νιώθω ευτυχισμένος. Κι όλα τ' αστέρια γελούν γλυκά».<br />Μερικές φορές σκέπτομαι: «Καμιά φορά μπορεί να ξεχαστεί κι αυτό φτάνει. Κάποιο βράδυ ξέχασε να βάλλει το γυάλινο καπάκι ή το αρνάκι βγήκε χωρίς θόρυβο, όσο κρατούσε ακόμη η νύχτα...» Τότε τα κουδουνάκια αλλάζουν κι αρχίζουν να κλαίνε!...<br />Εδώ υπάρχει ένα μυστήριο πολύ μεγάλο. Για σας που αγαπάτε το ίδιο το μικρό πρίγκιπα, όπως και για μένα, τίποτε στο σύμπαν δεν είναι το ίδιο, αν σε κάποιο μέρος, κανείς δεν ξέρει που, ένα αρνάκι που ποτέ δεν το είδαμε, έχει φάει, ναι ή όχι ένα τριαντάφυλλο...<br />Κοιτάξτε προσεχτικά τον ουρανό. Αναρωτηθείτε: το αρνί, ναι ή όχι, έφαγε το λουλούδι; Και αμέσως τότε θα δείτε πως όλα αλλάζουν...<br />Και κανείς μεγάλος δεν θα καταλάβει ποτέ πως αυτό έχει τόσο μεγάλη σημασία!<br /><a name="28"></a>Αυτό είναι, για μένα, το πιο όμορφο και το πιο θλιβερό τοπίο του κόσμου. Είναι τα ίδιο με το τοπίο της προηγούμενης σελίδας, όμως το σχεδίασα ακόμη μια φορά για να σας το δείξω καλύτερα. Σ' αυτό εδώ το μέρος εμφανίστηκε ο μικρός πρίγκιπας, κι ύστερα χάθηκε. Κοιτάξτε όσο μπορείτε πιο προσεχτικά τούτο το τοπίο, έτσι ώστε να 'σαστε σίγουροι πως θα το αναγνωρίσετε αν κάποια μέρα ταξιδέψετε στην Αφρική, μέσα στην έρημο. Και αν τύχει να περάσετε από 'κει, πολύ παρακαλώ σας, μη βιαστείτε, περιμένετε λίγο, ακριβώς κάτω απ' τ' αστέρι! Αν τότε ένα παιδί έρθει κοντά σας, αν γελάει, αν έχει κατάξανθα χρυσά μαλλιά, αν δεν απαντάει όταν του κάνετε ερωτήσεις, θα μαντέψετε με σιγουριά ποιος είναι. Τότε φανείτε ευγενικοί! Μην μ' αφήσετε στην τόση μου θλίψη: γράψτε μου γρήγορα πως ξαναγύρισε...Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-3919177069729942122009-10-02T17:48:00.002-07:002009-10-03T07:15:56.477-07:00Σαμαράκης Αντώνης, Ζητείται Ελπίς<div align="justify">Ὅταν μπῆκε στὸ καφενεῖο, κεῖνο τὸ ἀπόγεμα, ἤτανε νωρὶς ἀκόμα. Κάθισε σ᾿ ἕνα τραπέζι, πίσω ἀπὸ τὸ μεγάλο τζάμι ποὺ ἔβλεπε στὴ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.<br />
Σὲ ἄλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιὰ ἢ συζητούσανε.<br />
Ἦρθε ὁ καφές. Ἄναψε τσιγάρο, ἤπιε δυὸ γουλιές, κι ἄνοιξε τὴν ἀπογευματινὴ ἐφημερίδα.<br />
Καινούριες μάχες εἶχαν ἀρχίσει στὴν Ἰνδοκίνα. «Αἱ ἀπώλειαι ἑκατέρωθεν ὑπῆρξαν βαρύταται», ἔλεγε τὸ τηλεγράφημα.<br />
Ἕνα ἀκόμα ἰαπωνικὸ ἁλιευτικὸ ποὺ γύρισε μὲ ραδιενέργεια.<br />
«Ἡ σκιὰ τοῦ νέου παγκοσμίου πολέμου ἁπλοῦται εἰς τὸν κόσμον μας», ἦταν ὁ τίτλος μιᾶς ἄλλης εἴδησης.<br />
Ὕστερα διάβασε ἄλλα πράγματα: τὸ ἔλλειμμα τοῦ προϋπολογισμοῦ, προαγωγὲς ἐκπαιδευτικῶν, μιὰ ἀπαγωγή, ἕνα βιασμό, τρεῖς αὐτοκτονίες. Οἱ δυό, γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους. Δυὸ νέοι, 30 καὶ 32 χρονῶ. Ὁ πρῶτος ἄνοιξε τὸ γκάζι, ὁ δεύτερος χτυπήθηκε μὲ πιστόλι.<br />
Ἀλλοῦ εἶδε κριτικὴ γιὰ ἕνα ρεσιτὰλ πιάνου, ἔπειτα κάτι γιὰ τὴ μόδα, τέλος τὴν «Κοσμικὴ Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθὲς παρὰ τῷ κυρίῳ καὶ τῇ κυρίᾳ Μ. Τ. Χάρμα εὐμορφίας καὶ κομψότητος ἡ κυρία Β. Χ. μὲ φόρεμα κομψότατο ἐμπριμὲ καὶ τὸκ πολὺ σίκ. Ἐλεγκάντικη ἐμφάνισις ἡ δεσποινὶς Ο. Ν.»<br />
Ἄναψε κι ἄλλο τσιγάρο. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὶς «Μικρὲς Ἀγγελίες»:<br />
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευὴ ἀρίστη, ἐκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτροῦ πλήρους, W.C.<br />
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εἰς σοβαρὸν κύριον δωμάτιον εἰς β´ ὄροφον, εὐάερον, εὐήλιον...<br />
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρὸς ἀγοράν...<br />
Σκέψεις γυρίζανε στὸ νοῦ του.<br />
Ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσε δ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ἡ σκιὰ τοῦ τρίτου δὲν εἶχε πάψει νὰ βαραίνει πάνω στὸν κόσμο μας. Καὶ στὸ μεταξύ, τὸ αἷμα χυνότανε, στὴν Κορέα χτές, στὴν Ἰνδοκίνα σήμερα, αὔριο...<br />
Πέρασε τὸ χέρι του στὰ μαλλιά του. Σκούπισε τὸν ἱδρώτα στὸ μέτωπό του· εἶχε ἱδρώσει, κι ὅμως δὲν ἔκανε ζέστη.<br />
Ὁ πόλεμος, ἡ βόμβα ὑδρογόνου, οἱ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τὸ πανόραμα τῆς ζωῆς!<br />
Δὲν εἶχε ἀλλάξει διόλου πρὸς τὸ καλύτερο ἡ ζωή μας ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο. Ὅλα εἶναι, τὰ ἴδια σὰν καὶ πρίν. Κι ὅμως εἶχε ἐλπίσει κι αὐτός, ὅπως εἶχαν ἐλπίσει ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, πῶς ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσο αἷμα ποὺ χύθηκε, κάτι θ᾿ ἄλλαζε. Πὼς θἀρχόταν ἡ εἰρήνη, πὼς ὁ ἐφιάλτης τοῦ πολέμου δὲ θὰ ἴσκιωνε πιὰ τὴ γῆ μας, πὼς δὲ θὰ γίνονταν τώρα αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, πὼς...<br />
Σουρούπωνε. Μερικὰ φῶτα εἶχαν ἀνάψει κιόλας στὰ μαγαζιὰ ἀντίκρυ. Στὸ καφενεῖο δὲν εἴχανε ἀνάψει ἀκόμα τὰ φῶτα. Τοῦ ἄρεσε ἔτσι τὸ ἡμίφως.<br />
Σκέφτηκε τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στὸν τομέα τῶν ἰδεῶν, σύγχυση στὸν κοινωνικὸ τομέα, σύγχυση...<br />
Δὲν ἔφταιγε ἡ ἐφημερίδα ποὺ ἔκανε τώρα αὐτὲς τὶς σκέψεις. Τὰ σκεφτότανε ὅλα αὐτὰ τὸν τελευταῖο καιρό, πότε μὲ λιγότερη, πότε μὲ περισσότερη ἔνταση. Σκεφτότανε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τῆς ζωῆς. Τὴν εἰρήνη, τὴ βαθιὰ τούτη λαχτάρα, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστή. Σκεφτότανε τὴ φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα. Σκεφτότανε τὸ φόβο ποὺ ἔχει μπεῖ στὶς καρδιές.<br />
Στὸν καθρέφτη, δίπλα του, εἶδε τὸ πρόσωπό του. Ἕνα πολὺ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δὲ μαρτυροῦσε τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχε μέσα του.<br />
Εἶχε πολεμήσει κι αὐτὸς στὸν τελευταῖο πόλεμο. Καὶ εἶχε ἐλπίσει. Μὰ τώρα ἤτανε πιὰ χωρὶς ἐλπίδα. Ναί, δὲ φοβότανε νὰ τὸ ὁμολογήσει στὸν ἑαυτό του πῶς ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα.<br />
Μιὰ σειρὰ ἀπὸ διαψεύσεις ἐλπίδων ἦταν ἡ ζωή του. Εἶχε ἐλπίσει τότε,...<br />
Εἶχε ἐλπίσει ὕστερα...<br />
Κάποτε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, εἶχε ἐλπίσει στὸν κομμουνισμό. Μὰ εἶχε διαψευσθεῖ κι ἐκεῖ. Τώρα δὲν εἶχε ἐλπίδα σὲ καμιὰ ἰδεολογία!<br />
Ζήτησε ἕνα ποτήρι νερὸ ἀκόμα. Αὐτὴ ἡ διάψευση ἀπὸ τὶς λογῆς-λογῆς ἰδεολογίες ἤτανε βέβαια γενικὸ φαινόμενο. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ διάψευση, ἡ κούραση, ἡ ἀδιαφορία, ποὺ οἱ πιὸ πολλοί, ἡ μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστὰ στὶς διάφορες ἰδεολογίες.<br />
Κοίταζε τὰ τρόλλεϋ ποὺ περνάγανε ὁλοένα στὴ λεωφόρο, τὸ πλῆθος... Μπροστά του, ἡ ἐφημερίδα ἀνοιχτή. Ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ πρωτύτερα: ἡ σκιὰ τοῦ καινούριου πολέμου, ἡ Ἰνδοκίνα, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»...<br />
Τσιγάρα! ἕνας πλανόδιος μπῆκε.<br />
Πῆρε ἕνα πακέτο.<br />
Στὶς ἕξι σελίδες τῆς ἐφημερίδας: ἡ ζωή. Κι αὐτός, ἤτανε τώρα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐλπίδα.<br />
Θυμήθηκε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἤτανε παιδὶ ἀκόμα, εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ μιὰ θεία του, ξαδέρφη τῆς μητέρας του. Τὴν εἴχανε σπίτι τους. Ἦρθε ὁ γιατρὸς· βγαίνοντας ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης, εἶπε μὲ ἐπίσημο ὕφος:<br />
Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!<br />
Ἔτσι κι αὐτός, τώρα, εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ λέει:<br />
- Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!<br />
Τοῦ φάνηκε φοβερὸ ποὺ ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο τὸν κοιτάζανε κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ δρόμο σκέφτονταν καὶ ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αὐτὸς ἐκεῖ δὲν ἔχει ἐλπίδα!» Σὰ νὰ ἦταν ἔγκλημα αὐτό. Σὰ νὰ εἶχε ἕνα σημάδι πάνω του ποὺ τὸ μαρτυροῦσε. Σὰ νὰ ἤτανε γυμνὸς ἀνάμεσα σὲ ντυμένους.<br />
Σκέφτηκε τὰ διηγήματα ποὺ εἶχε γράψει, δίνοντας ἔτσι μιὰ διέξοδο στὴν ἀγωνία του. Ἄγγιζε θέματα τοῦ καιροῦ μας: τὸν πόλεμο, τὴν κοινωνικὴ δυστυχία... Ὡστόσο, δὲν τὸ ἀποφάσιζε νὰ τὰ ἐκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τὴν ἐτικέτα ποὺ θὰ τοῦ δίνανε σίγουρα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Ὄχι, ἔπρεπε νὰ τὰ βγάλει. Στὸ διάολο ἡ ἐτικέτα! Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐλπίσει ἄλλοτε, καὶ τώρα δὲν ἔχει ἐλπίδα, καὶ ποὺ νιώθει χρέος του νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Βέβαια, ἄλλοι θἄχουν ἐλπίδα, σκέφτηκε. Δὲν μπορεῖ παρὰ νἄάχουν.<br />
Ξανάριξε μιὰ ματιὰ στὴν ἐφημερίδα: ἡ Ἰνδοκίνα, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις», τὸ ρεσιτὰλ πιάνου, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, οἱ «Μικρὲς Ἀγγελίες»...<br />
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...<br />
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...<br />
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζὶπ ἐν καλῇ καταστάσει...<br />
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικὸς...<br />
Ἔβγαλε τὴν ἀτζέντα του, ἔκοψε ἕνα φύλλο κι ἔγραψε μὲ τὸ μολύβι του:<br />
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ἐλπίς<br />
Ὕστερα πρόσθεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ διεύθυνσή του. Φώναξε τὸ γκαρσόνι. Ἤθελε νὰ πληρώσει, νὰ πάει κατευθείαν στὴν ἐφημερίδα, νὰ δώσει τὴν ἀγγελία του, νὰ παρακαλέσει, νὰ ἐπιμείνει νὰ μπεῖ ὁπωσδήποτε στὸ αὐριανὸ φύλλο.<br />
</div>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-38707933423440294522009-10-02T17:48:00.001-07:002009-10-02T17:48:30.810-07:00Κ.Π Καβάφης, Όσο μπορείς<span style="font-size: 8pt; font-family: 'Athena Unicode';"><span style="font-family: Times New Roman;"><span style="font-size: 130%;">Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,<br />τούτο προσπάθησε τουλάχιστον<br />όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις<br />μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,<br />μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.<br /><br />Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,<br />γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την<br />στων σχέσεων και των συναναστροφών<br />την καθημερινήν ανοησία,<br />ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.</span></span></span>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-76506543335122171082009-10-02T17:43:00.000-07:002009-10-02T17:45:41.089-07:00Δημουλά Κική, Πληθυντικός Αριθμός<object width="425" height="344"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/d3G1YJGDyCE&hl=en&fs=1&"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><param name="allowscriptaccess" value="always"></param><embed src="http://www.youtube.com/v/d3G1YJGDyCE&hl=en&fs=1&" type="application/x-shockwave-flash" allowscriptaccess="always" allowfullscreen="true" width="425" height="344"></embed></object><br /><br /><br />Ο έρωτας<br /><p>όνομα ουσιαστικόν<br />πολύ ουσιαστικόν,<br />ενικού αριθμού,<br />γένους ούτε αρσενικού ούτε θηλυκού,<br />γένους ανυπεράσπιστου.<br />Πληθυντικός αριθμός<br />οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.<br /><br />Ο φόβος,<br />όνομα ουσιαστικόν,<br />στην αρχή ενικός αριθμός<br />και μετά πληθυντικός:<br />οι φόβοι.<br />Οι φόβοι<br />για όλα από δω και πέρα.<br /><br />Η μνήμη,<br />κύριο όνομα των θλίψεων,<br />ενικού αριθμού,<br />μόνον ενικού αριθμού<br />και άκλιτη.<br />Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.<br /><br />Η νύχτα,<br />όνομα ουσιαστικό, γένους θηλυκού,<br />ενικός αριθμός.<br />Πληθυντικός αριθμός<br />οι νύχτες.<br />Οι νύχτες από δω και πέρα.</p>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-73715851511495105692009-10-02T05:11:00.000-07:002010-02-03T15:03:41.782-08:00Χειμωνάς Γιώργος, Αποσπάσματα<span style="font-weight: bold;">Ανθολογούμενος...<br />
<object height="344" width="425"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/UltrZGzzWQw&hl=en&fs=1&"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><param name="allowscriptaccess" value="always"></param><embed src="http://www.youtube.com/v/UltrZGzzWQw&hl=en&fs=1&" type="application/x-shockwave-flash" allowscriptaccess="always" allowfullscreen="true" width="425" height="344"></embed></object><br />
<br />
<br />
</span><br />
<span style="font-weight: bold;"></span><br />
<span style="font-weight: bold;"></span><br />
<span style="font-weight: bold;"><br />
Αποσπασμα απ΄τον ''Πεισίστρατο''</span><br />
<br />
...Aχά! αυτό σε ξάφνιασε, το είδα, όμως το τυχαιο μπορεί και δημιουργεί σπάνιες τελειότητες, άψογες, σε μια τυχαία διασταύρωση δύο ευθειών θα γεννιώνται πάντα δύο απόλυτα κι αδιάψευστα ίσες, οι πιο ίσες, κατακορυφήν γωνίες, να μια απόδειξη περί τυχαίου, αλλά αυτή η περιωρισμένη δύναμη της ύλης μας είναι μια προέκταση της οαντοδύναμης αυτή Ούσας, φθάνει ξεθυμασμένη μέχρις εμάς, διαπερνά τα μόριά μας, μεταλλάζει σε αρίφνητες μορφές ζωής, η κολοσσιαία φωτιστική δύναμη του ήλιου γίνεται χλωμάδα φεγγαριού...αλλά εκείνο που είνα συγκλονιστικό είναι η αναπαραγωγή της ζωής, η αναπαραγωγή της ύλης μας, της καλούμενης έμψυχης, πρέπει να λογιστεί σαν φανέρωμα μιας περισσεύουσας ποσότητας δύναμης και η δύναμη που μας κινεί, μας γεμίζει, πιέζει τα σύνορα μιας αυστηρά κλειστής οντότητας, τα διαρρηγνύει μια και ο χώρος μας είναι ανεπαρκής, να αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στο έμψυχο και το άψυχο, ότι ο χώρος στο πρώτο είναι ανεπαρκής στη δύναμη, στο δεύτερο όχι, και η δύναμη γίνεται νέα ζωή, αυτόνομη κι από αμέτρητο τώρα χρόνο η τρέχουσα αυτή δύναμη χύνεται από την μια γενηά στην άλλη κι ένας πλατύς ποταμός που ρέει από τους αστείρευτους κρουνούς του χάους, πως το πλούσιο αυτό νερό να λιμνάσει σε μια μικρή στέρνα που είναι η κάθε γενηά;<br />
Ξέσπασα<br />
-Είσαι ένα αστείο πράγμα Πεισίστρατε.Εχεις μερικές βαρύγδουπες λέξεις και τις βροντάς κάθε τόσο, τι υλισμός της πεντάρας, κι εσύ πιστεύεις πως στρώνεις βαθυστόχαστες σκέψεις, περιμένεις κάθε σου έκφραση και κίνηση να προξενήσει συνταρακτική εντύπωση, να μας γεμίσει ερωτηματικά για τον λαβυρινθικό σου χαρακτήρα, φαντάζεσαι πως περπατάς με υπόκρουση βαγκνερική "<br />
<br />
<span style="font-weight: bold;">Απόσπασμα από τον ''Γάμο</span>''<br />
<br />
Έξη χιλιάδες νέοι κι έφηβοι παιδιά και κλείστηκαν με φωνές. Απ’ έξω ένας στρατός και πολιορκεί κι άλλος λαός και φώναζε. Ξαφνικά κατέβηκε μια σιωπή κι αυτοί οι νέοι βάρυναν. Αισθάνθηκαν να αποχτούν ένα ακατανίκητο βάρος και σαν ένα τεράστιο και ταραγμένο σύμπλεγμα όπως εκείνα τα σπαραγμένα ανθρώπινα μαζώματα της καταστροφής. Αβάσταχτα σώματα κι άρχισαν να βουλιάζουν ξαφνικά μέσα στη γη κι οι ακίνητες χειρονομίες τους αναπήδησαν από τη γη σαν τελευταίοι θάμνοι και χάθηκαν. Σ’ εκείνο το μέρος η γη δεν άντεξε και υποχώρησε σαν μια καθίζηση και χωρίς κανέναν κρότο ο σωρός βούλιαζε μαρμαρωμένος κι αργά σαν καράβι και τεντωμένα άλογα που πέφτουν σε γκρεμνό κι έσπανε σε μεγάλα κομάτια το κάθε κομάτι μεγαλύτερο από το ολόκληρο. Γλυστράν βαθειά και βυθίζονται βαρειά κι αργά στα μαλακά βάθη της γης που έχουν ένα τρυφερό χώμα και πιο βαθειά απ’ όλες τις ρίζες κι από όλους τους τάφους κι ακόμα πιο βαθειά κι από τις παραχωμένες άγκυρες του κακού και σκαλωμένες. Απότομα η γη έγειρε κι έκανε κλίση προς τα εκεί. Αλλά κανείς δεν πλησιάζει το βάραθρο και όλοι αποστρέφονται. Κανείς ποτέ δεν θα τολμήσει να σκύψει και να ιδεί κι ούτε κι οι μάνες. Κανείς να μην τολμήσει.<br />
<br />
<br />
<span style="font-weight: bold;">Από την ''Βιογραφία της Όρασής μου''</span><br />
<br />
Είπα κάποτε ότι η Τέχνη δεν είναι η πραγματικότητα. Πως η Τέχνη είναι ένα σχόλιο πάνω στην πραγματικότητα, πως η πραγματικότητα δεν μπορεί να νοηθεί ως τετελεσμένη, αν δεν δευτερολογηθεί από ένα τέτοιο σχόλιο τέχνης. Θεωρώ αυτό το σχόλιο της Τέχνης πολύ πιο πραγματικό από την ίδια την πραγματικότητα, γιατί ακριβώς αποκαλύπτει εκείνες τις κρυφές όσο και ουσιαστικές διεργασίες που αναπαράγουν συνεχώς την συγκινησιακή πραγματικότητα του ανθρώπου. Αυτή για την οποία μιλά κυρίως η Τέχνη. Αυτή με την οποία αποκλειστικά υπάρχει ο άνθρωπος. Θεωρώ τον λόγο σαν ένα χαρισματικό όργανο, περισσότερο από όλα τα άλλα. Γιατί ακριβώς ο λόγος έχει την δυνατότητα να συλλαμβάνει και να φανερώνει όλες τις δυνατές νοηματικές και συναισθηματικές αντηχήσεις που γεννά μέσα στο νου και την ψυχή του ανθρώπου η εμπειρία της ζωής. Εννοώ κάτι σαν την εξαίσια ακινησία της ζωγραφικής, ή τη δαιμονική κινητικότητα της μουσικής. Εννοώ ακριβώς ένα λόγο που είναι και ζωγραφική και μουσική και όλα όσα μπορεί να εκφράσει ο άνθρωπος. Κυρίως όσα δεν μπορεί.Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-57318710986081662092009-10-02T05:10:00.001-07:002009-10-02T05:10:35.829-07:00Κ.Καρυωτάκης, Μπαλάντα στους άδοξους ποητές των αιώνων<p>Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,<br />σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,<br />μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει<br />πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.<br />Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή<br />των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.<br />Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή<br />μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι</p> <p>Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,<br />και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,<br />η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.<br />Κανένας όμως δεν ανιστορεί<br />και το έρεβος εσκέπασε βαρύ<br />τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.<br />Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή<br />μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ ναι.</p> <p>Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει<br />κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,<br />στην τραγική απάτη τους δομένοι<br />πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,<br />παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.<br />Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,<br />νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή<br />μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι</p> <p>Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:<br />«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε<br />«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή<br />μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»</p>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-9023911802666087322009-10-02T05:07:00.001-07:002009-10-02T05:07:44.519-07:00Κ.Καρυωτάκης, Είμαστε κάτι<span class="storytext">"Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες<br /> κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,<br /> στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει<br /> στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.<br /><br /> Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.<br /> Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,<br /> στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,<br /> μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.<br /><br /> Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,<br /> χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.<br /> Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.<br /><br /> Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.<br /> Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις<br /> είναι το καταφύγιο που φθονούμε."</span>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-16037482011125074912009-10-02T05:04:00.002-07:002009-10-02T05:05:19.898-07:00Κ.Π Καβάφης, ΚεριάΤου μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας<br />σα μια σειρά κεράκια αναμένα —<br />χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.<br /><br />Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,<br />μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·<br />τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,<br />κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.<br /><br />Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,<br />και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.<br />Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.<br /><br />Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω<br />τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,<br />τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουνΟνειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-7852333841741852942009-10-02T05:04:00.001-07:002009-10-02T05:04:20.170-07:00Κ.Π Καβάφης,ΤείχηΧωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ<br />μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.<br /><br />Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.<br />Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·<br /><br />διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.<br />A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.<br /><br />Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.<br />Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-78648012135130427482009-10-02T05:03:00.001-07:002009-10-02T05:03:41.539-07:00Κ.Π Καβάφης, Καισαρίων<table id="list"><tbody><tr><td>Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,<br />εν μέρει και την ώρα να περάσω,<br />την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή<br />επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.<br />Οι άφθονοι έπαινοι κ’ η κολακείες<br />εις όλους μοιάζουν. Όλοι είναι λαμπροί,<br />ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί·<br />κάθ’ επιχείρησίς των σοφοτάτη.<br />Aν πεις για τες γυναίκες της γενιάς, κι αυτές,<br />όλες η Βερενίκες κ’ η Κλεοπάτρες θαυμαστές.<br /><br />Όταν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω<br />θάφινα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή,<br />κι ασήμαντη, του βασιλέως Καισαρίωνος<br />δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως.....<br /><br /><br />A, να, ήρθες συ με την αόριστη<br />γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες<br />γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,<br />κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στον νου μου.<br />Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό.<br />Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει<br />μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.<br />Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,<br />που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν<br />η λάμπα μου —άφισα επίτηδες να σβύνει—<br />εθάρρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου,<br />με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες· ως θα ήσουν<br />μες στην κατακτημένην Aλεξάνδρεια,<br />χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου,<br />ελπίζοντας ακόμη να σε σπλαχνισθούν<br />οι φαύλοι —που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη».<br /><br /></td> </tr> <tr> <td><img src="http://www.kavafis.gr/images/line.jpg" height="1" width="100%" /></td> </tr> <tr><td>(Από τα <i>Ποιήματα 1897-1933</i>, Ίκαρος 1984) </td></tr></tbody></table>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-14363894754830122982009-10-02T05:02:00.001-07:002009-10-02T05:02:32.622-07:00Κ.Π Καβάφης, Ιθάκη<table id="list"><tbody><tr><td>Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,<br />να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,<br />γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.<br />Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,<br />τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,<br />τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,<br />αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή<br />συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.<br />Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,<br />τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,<br />αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,<br />αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.<br /><br />Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.<br />Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι<br />που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά<br />θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·<br />να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,<br />και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,<br />σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,<br />και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,<br />όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·<br />σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,<br />να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.<br /><br />Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.<br />Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.<br />Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.<br />Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·<br />και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,<br />πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,<br />μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.<br /><br />Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.<br />Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.<br />Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.<br /><br />Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.<br />Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,<br />ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.<br /><br /></td> </tr> <tr> <td><img src="http://www.kavafis.gr/images/line.jpg" height="1" width="100%" /></td> </tr> <tr><td>(Από τα <i>Ποιήματα 1897-1933</i>, Ίκαρος 1984)</td></tr></tbody></table>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-54593532985013165642009-10-02T05:00:00.001-07:002009-10-02T05:28:00.207-07:00Ελύτης Οδυσσέας, Το Μονόγραμμα<span id="ctl00_MainContentPlaceholder_ctl01_ctl00_lblEntry"><span style=";font-family:Garamond;font-size:14;color:black;" ><span style="color: rgb(0, 32, 96);"><object width="425" height="344"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/riyngEuq2FU&hl=en&fs=1&"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><param name="allowscriptaccess" value="always"></param><embed src="http://www.youtube.com/v/riyngEuq2FU&hl=en&fs=1&" type="application/x-shockwave-flash" allowscriptaccess="always" allowfullscreen="true" width="425" height="344"></embed></object><br /><br /><object width="425" height="344"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/i-4HAAa36kw&hl=en&fs=1&"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><param name="allowscriptaccess" value="always"></param><embed src="http://www.youtube.com/v/i-4HAAa36kw&hl=en&fs=1&" type="application/x-shockwave-flash" allowscriptaccess="always" allowfullscreen="true" width="425" height="344"></embed></object><br /><br /><br />Σ' αγαπάω, μ'ακούς;<br />Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι<br />κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς<br />και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.<br />Για τα "πίστεψέ με" και τα "μη."<br />Μια στον αέρα μια στη μουσική,<br />εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω<br />κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.<br />Έτσι μιλώ για 'σένα και για 'μένα.<br />Επειδή σ' αγαπάω και στην αγάπη<br />ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος<br />από παντού, για 'σένα<br />μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.<br />Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,<br />σ' έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,<br />πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε."<br />Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.<br />Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,<br />πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.<br />Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.<br />Επειδή σ' αγαπάω και σ' αγαπάω.<br />Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει<br />τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο.<br />Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή που πια<br />δεν έχω τίποτε άλλο μες στους τέσσερις τοίχους,<br />το ταβάνι, το πάτωμα να φωνάζω από 'σένα<br />και να με χτυπά η φωνή μου<br />να μυρίζω από 'σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι.<br />Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο<br />δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς;<br />Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου<br />να μιλώ για 'σένα και για μένα.<br />Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς;<br />Είμ' εγώ, μ' ακούς; Σ' αγαπάω, μ' ακούς;<br />Πού μ' αφήνεις, που πας, μ' ακούς;<br />Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς; για μας, μ' ακούς;<br />Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς;<br />Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς;<br />το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ' ακούς;<br />Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε<br />και δεν γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς;<br />Σ' άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ' ακούς;<br />δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε,<br />ο ίδιος, μ' ακούς;<br />και κανείς δεν κατάφερε από τόσον χειμώνα<br />κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς;<br />Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς;<br />Μες στη μέση της θάλασσας<br />από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ 'ακούς.<br />Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς.<br />Άκου, ποιος μιλάει στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;<br />Είμαι εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω, μ' ακούς;<br />Σ' αγαπάω, σ’ αγαπάω, μ' ακούς;<br />Για 'σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς<br />και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να 'ρθω.<br />Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον αέρα που αναπνέεις<br />και για 'σένα κανείς δεν είχε ακούσει.<br />Μόνη να περιμένω που θα πρωτοφανείς<br />σαν από μια εικόνα καταστραμμένη.<br />Που κανείς να μην έχει δει για σένα για 'σένα μόνο εγώ,<br />μπορεί, και η μουσική που διώχνω μέσα μου<br />αλλά αυτή γυρίζει δυνατότερη για 'σένα,<br />όλα για 'σένα, για 'σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή.<br />Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση<br />έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί.<br />Να' χει ο χρόνος όλος αθωωθεί μες σε αυτά που το πέρασμα σου αφήνει.<br />Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί πριν από εσένα και μαζί σου.<br />Πήγαινε, και ας έχω εγώ χαθεί ένα κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή<br />Έχω ρίξει μέσα μια φωνή κι έναν καθρέφτη να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ.<br />Να σε βλέπω μισό να περνάς από μπροστά μου<br />και μισή να κλαίω για αυτό που χάνω, σ' αγαπάω... Μ' ακούς;<br /><br />Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς...;"</span></span></span>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-43374095103486241072009-10-02T04:53:00.000-07:002009-10-02T04:58:27.655-07:00Ρίτσος Γιάννης, Επιτάφιος<span style="font-family: Trebuchet MS;"><span style="color: navy;"><span style="font-size: 12pt; line-height: 1.3em;"><b>Ι</b></span><br /><br />(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):<br /><br />Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,<br />πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,<br /><br />Πως κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω<br />και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;<br /><br />Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονο μου,<br />που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ᾿ το τσίνορο μου,<br /><br />Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα<br />και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;<br /><br />Πουλί μου, εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη<br />πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;<br /><br />Στη στράτα εδώ καταμεσής τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω<br />και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.<br /><br />Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει<br />κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.<br /><br />Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω<br />και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.<br /><br /><i><br /><br /></i></span></span><span style="font-family: Trebuchet MS;"><span style="color: navy;"><b><span style="font-size: 12pt; line-height: 1.3em;">ΙΙΙ</span></b><br /><br />Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα<br />τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,<br /><br />Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,<br />καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,<br /><br />Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη<br />πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,<br /><br />Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν<br />λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,<br /><br />Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας<br />που πάνωθε τους κόπαζε κ' η πίκρα μου κι ο αγώνας,<br /><br />Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια<br />που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ' τα μπαλκόνια,<br /><br />Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,<br />σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα,<br /><br />Μυριόριζο, μυριόφυλλο κ᾿ ευωδιαστό μου δάσο,<br />πως να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;<br /><br /></span></span><span style="font-family: Trebuchet MS;"><span style="color: navy;"><span style="font-size: 12pt; line-height: 1.3em;"><b>VI</b></span><br /><br />Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,<br />άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω<br /><br />Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις<br />άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης<br /><br />Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα<br />τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα<br /><br />Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,<br />και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι<br /><br />Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,<br />κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.<br /><br />Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,<br />τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.<br /><br />Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια<br />τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια<br /><br />Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,<br />και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.<br /></span></span><br /><br /><span style="font-family: Trebuchet MS;"><span style="color: navy;"><span style="font-size: 12pt; line-height: 1.3em;"><b>VIIΙ</b></span><br /><br />Πού πέταξε τ' αγόρι μου; πού πήγε; πού μ' αφήνει;<br />Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.<br /><br />Δεν έμενες, καρδούλα μου, στ' άσπρο μικρούλι σπίτι,<br />να σ' έχω σαν αφέντη μου, να σ' έχω σαν σπουργίτι,<br /><br />Να ταΐζω σε στη φούχτα μου σπυρί - σπυρί τη ζωή μου<br />και μες στον ίσκιο σου να ζω, καμαρωτό δεντρί μου.<br /><br />Καμιάς κοπέλας θησαυρό δε στάθηκες να πάρεις∙<br />έφευγες πάντα εμπρός λαμπρός και πάντα καβαλλάρης.<br /><br />Κ' είταν χαρά σου να σκορπάς, και δόξα σου να παίρνουν,<br />ν' ανασηκώνεις απ' τη γης τα όσα βογγούν και γέρνουν.<br /><br />Κι όλα τα πλούτια σου, γλυκέ, στον κόσμο εχάριζές τα<br />κι όλα τα χάρισες, κ' εμέ μ' αφήκες δίχως ζέστα.<br /><br />Γιε μου, δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω, να σπαράζω,<br />για πρέπει μου όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω.<br /><br />Πότε τις χάρες σου, μια - μια, τις παίζω κομπολόι,<br />πότε ξανά, λυγμό - λυγμό, τις δένω μοιρολόι.<br /><br /></span></span><span style="font-family: Trebuchet MS;"><span style="color: navy;"><span style="font-size: 12pt; line-height: 1.3em;"><b>XVII</b></span><br /><br />Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,<br />κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.<br /><br />Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει<br />κ' εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.<br /><br />Και δες, μ' ανασηκώνουνε χιλιάδες γιους ξανοίγω,<br />μα, γιόκα μου, απ' το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.<br /><br />Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε<br />και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.<br /><br />Την άχνα απ' την ανάσα σου νοιώθω στο μάγουλο μου,<br />αχ, κ' ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.<br /><br />Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη,<br />αχ, κ ή λαλιά σου, γιόκα μου, στο σπλάχνο μου έχει δράμει.<br /><br />Και να που ανασηκώθηκα∙ το πόδι στέκει ακόμα∙<br />φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα.<br /><br />Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,<br />και γω τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.<br /><i><br /></i></span></span>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-8892603141906038174.post-58790454201604110652009-10-02T04:50:00.000-07:002009-10-02T04:53:04.560-07:00Ρίτσος Γιάννης, η Σονάτα του Σεληνόφωτος<span style="font-family:Palatino Linotype;"><span style="line-height: 1.3em;font-size:12;" ><span style="color:navy;"><br /><br /> <embed type="application/x-shockwave-flash" src="http://www.youtube.com/v/O6txOvK-mAk" allowscriptaccess="never" quality="high" wmode="transparent" height="350" width="425"></embed><noembed>&amp;amp;amp;amp;amp;lt;a href="http://www.youtube.com/v/O6txOvK-mAk" target="_blank"&amp;amp;amp;amp;amp;gt;http://www.youtube.com/v/O6txOvK-mAk&amp;amp;amp;amp;amp;lt;/a&amp;amp;amp;amp;amp;gt;</noembed><br /><i>Ο Wilhelm Kempff παίζει τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Μπετόβεν, μέρος 1</i><br /><br /></span></span></span><div class="post"><span style="font-family: Palatino Linotype;"><span style="color: navy;"><span style="font-size: 14pt; line-height: 1.3em;"><b>Γιάννης Ρίτσος, Η σονάτα τού σεληνόφωτος</b></span><br /><br /> <embed type="application/x-shockwave-flash" src="http://www.youtube.com/v/9EcZH_9bZYE" allowscriptaccess="never" quality="high" wmode="transparent" height="350" width="425"></embed><noembed>&lt;a href="http://www.youtube.com/v/9EcZH_9bZYE" target="_blank"&gt;http://www.youtube.com/v/9EcZH_9bZYE&lt;/a&gt;</noembed><br /><br /> <embed type="application/x-shockwave-flash" src="http://www.youtube.com/v/PNpw7gqogj0" allowscriptaccess="never" quality="high" wmode="transparent" height="350" width="425"></embed><noembed>&lt;a href="http://www.youtube.com/v/PNpw7gqogj0" target="_blank"&gt;http://www.youtube.com/v/PNpw7gqogj0&lt;/a&gt;</noembed><br /><br /><br /><span style="font-size: 12pt; line-height: 1.3em;">Διαβάζει <b>ο ποιητής</b>.</span></span></span></div><br /><span style="font-family:Palatino Linotype;"><span style="line-height: 1.3em;font-size:12;" ><span style="color:navy;"><br /><span style="line-height: 1.3em;font-size:20;" ><b>1</b></span><br /><br />(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):<br /><br />Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!<br />Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται<br />που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι<br />θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.<br />Άφησέ με να έρθω μαζί σου.<br />Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,<br />αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,<br />ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου<br />λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα.<br />Άφησε με να έρθω μαζί σου<br />λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,<br />ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται<br />η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,<br />τόσο αδιάφορη κι άυλη<br />τόσο θετική σαν μεταφυσική<br />που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις<br />πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις<br />πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.<br />Άφησε με να έρθω μαζί σου.....<br /><br /><span style="line-height: 1.3em;font-size:20;" ><b>2</b></span><br /><br />Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,<br />κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας<br />μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,<br />γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη,<br />ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου<br />σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,<br />κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος<br />νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,<br />κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,<br />μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,<br />δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις<br />κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,<br />(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου<br />είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).<br />Άφησε με να έρθω μαζί σου<br />Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,<br />μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.<br />Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.<br />Άφησε με να έρθω μαζί σου....<br /><br /><span style="line-height: 1.3em;font-size:20;" ><b>3</b></span><br /><br />Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει θέλω να πω έχει παλιώσει<br />πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,<br />τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,<br />οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα<br />όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου<br />απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο<br />όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της<br />ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.<br />Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία<br />λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική,<br />μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι<br />και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει<br />– μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,<br />πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω<br />στο στιλβωτήριο της γωνίας,<br />ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος<br />λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,<br />τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δύο<br />σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει<br />ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό.<br />Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια,<br />όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,<br />τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο<br />στους αγρούς με το λιόγερμα<br />ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το αντικρινό γιαπί<br />ή να σκουπίζω τα μάτια μου, – διατήρησα καλή την όρασή μου,<br />ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια....<br /><br /><span style="line-height: 1.3em;font-size:20;" ><b>4</b></span><br /><br />Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι<br />ν’ απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα<br />πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο<br />με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δύο ξανθές πλεξούδες<br />κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς<br />όλο φως και ροζ λουλούδια,<br />(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) –<br />κι οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.<br />Λοιπόν, σου’ λεγα για την πολυθρόνα<br />ξεκοιλιασμένη φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα<br />έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,<br />μα που καιρός και λεφτά και διάθεση τι να πρωτοδιορθώσεις; –<br />έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα<br />τ’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν<br />άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα,<br />όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,<br />και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα<br />δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.<br />Άφησε με να έρθω μαζί σου...<br /><br /><span style="line-height: 1.3em;font-size:20;" ><b>5</b></span><br /><br />Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Αϊ-Νικόλα,<br />ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω<br />έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα<br />απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου<br />κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα<br />κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι<br />που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων<br />και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ<br />πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα<br />άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε<br />ντυμένος την αχλύ και την δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,<br />και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα,<br />έτσι λευκή κι απρόσιτη ν’ ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα,<br />στη λευκότητα του σεληνόφωτος,<br />πυρπολημένη απ’ τ’ αδηφάγα μάτια των αντρών<br />κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,<br />πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,<br />άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,<br />στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)<br />–ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις,<br />σου φτάνει ο θαυμασμός σου,–<br />θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν<br />σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων<br />γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,<br />άλλος δρόμος δε μου ‘μενε παρά μονάχα<br />προς τα πάνω ή προς τα κάτω.<br />– Όχι, δε φτάνει.<br />Άφησε με να έρθω μαζί σου ...<br /><br /><span style="line-height: 1.3em;font-size:20;" ><b>6</b></span><br /><br />Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,<br />γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια,<br />έμεινα μόνη, ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,<br />ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,<br />γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,<br />στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μένουνε<br />σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο<br />πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου,<br />πέρα πολύ. Δε φτάνει.<br />Άφησε με να έρθω μαζί σου.<br />Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.<br />Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.<br />Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,<br />να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ<br />να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι<br />να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες<br />να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου<br />να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.<br />Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δε τολμάς να τ’ ανοίξεις.<br />Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.<br />Άφησε με να έρθω μαζί σου.....<br /><br /><span style="line-height: 1.3em;font-size:20;" ><b>7</b></span><br /><br />Τούτο το σπίτι, παρ όλους τους νεκρούς του,<br />δεν εννοεί να πεθάνει.<br />Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του<br />να ζει απ’ τους νεκρούς του<br />να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του<br />και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του<br />σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.<br />Άφησε με να έρθω μαζί σου.<br />Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς,<br />είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη,<br />κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,<br />κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.<br />Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -<br />η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -<br />κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ’ αυτόν ή τον άλλον καθρέφτη,<br />πίσω απ’ την σκόνη και τις ραγισματιές,<br />διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,<br />το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις<br />καθάριο κι αδιαίρετο.<br />Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο<br />σαν κυκλικό ξυράφι πώς να το φέρω στα χείλη μου;<br />όσο κι αν διψώ, - πως να το φέρω; - Βλέπεις;<br />έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,<br />αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δεν λείπω.<br />Άφησε με να έρθω μαζί σου....<br /><br /><span style="line-height: 1.3em;font-size:20;" ><b>8</b></span><br /><br />Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση<br />πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης<br />με τη γριά βαρειά του αρκούδα<br />με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια<br />σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο<br />ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο<br />και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο<br />και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω<br />μ' όλο που πίσω απ' τους τοίχους μαντεύουν<br />το περπάτημα της γριάς αρκούδας<br />κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,<br />μην ξέροντας για πού και γιατί<br />έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια<br />να χορεύει στα πισινά της πόδια<br />δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της<br />να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,<br />και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα<br />αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά,<br />παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της,<br />δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,<br />την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,<br />στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,<br />την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή<br />με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου έστω κι ενός αργού θανάτου<br />την τελική της ανυπακοή στο θάνατο<br />με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής<br />που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ τη σκλαβιά της.<br />Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;<br />Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται<br />υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,<br />χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της<br />στις πενταροδεκάρες που της ρίχνουνε<br />τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά<br />(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)<br />και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε<br />το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.<br />Άφησέ με να έρθω μαζί σου....<br /><br /><span style="line-height: 1.3em;font-size:20;" ><b>9</b></span><br /><br />Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα<br />είναι σαν το βυθό της θάλασσας.<br />Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν σα στρογγυλά,<br />μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,<br />τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,<br />φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου<br />δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,<br />δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια<br />ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι<br />και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν<br />και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντές τες<br />κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται<br />από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,<br />τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;<br />Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,<br />στο βάθος του πνιγμού, κοράλλια και μαργαριτάρια<br />και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,<br />απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά μελλούμενα,<br />μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,<br />κάποιο ξανάσαμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,<br />μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,<br />κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια,<br />μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω όχι τα δίνω,<br />μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν<br />πάντως εγώ τα δίνω.<br />Άφησέ με να έρθω μαζί σου....<br /><br /><span style="line-height: 1.3em;font-size:20;" ><b>10</b></span><br /><br />Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.<br />Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.<br />Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι<br />δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;<br />Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο τι δυνατό το στήθος σου,<br />–τι δυνατό φεγγάρι, – η πολυθρόνα, λέω κι όταν σηκώνω<br />το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι<br />μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω<br />να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του,<br />και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου<br />μην κοιτάξεις μέσα,<br />έχει μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει μην κοιτάξεις,<br />μην κοιτάχτε,<br />ακούστε με που σας μιλάω θα πέσετε μέσα.<br />Τούτος ο ίλιγγος ωραίος, ανάλαφρος θα πέσεις,–<br />ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,<br />ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές δεν τις ακούτε;<br />Βαθύ-βαθύ το πέσιμο,<br />βαθύ-βαθύ το ανέβασμα,<br />το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,<br />βαθειά-βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής,–<br />τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,<br />όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,<br />ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος<br />ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις.<br />Μην κοιτάς εμένα,<br />εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα ο εξαίσιος ίλιγγος.<br />Έτσι κάθε απόβραδο έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες...<br /><br /><span style="line-height: 1.3em;font-size:20;" ><b>11</b></span><br /><br />Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη,<br />άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου<br />ν’ ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν οι σωλήνες του νερού,<br />ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,<br />ξεχνιέμαι κ ετοιμάζω δυο ποιος να τον πιει τον άλλον; -<br />αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει<br />ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο<br />τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου<br />σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου<br />που έρχεται να με πάρει<br />με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια,<br />τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματα μου,<br />χωρίς καθόλου βαλίτσες τι να τις κάνεις;<br />Άφησέ με να έρθω μαζί σου....<br /><br /><span style="line-height: 1.3em;font-size:20;" ><b>12</b></span><br /><br />Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα έρθω. Καληνύχτα.<br />Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει<br />να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.<br />Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι<br />την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της,<br />την πολιτεία του μεροκάματου,<br />την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της<br />την πολιτεία που μας αντέχει στη ράχη της<br />με τις μικρότητες μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,<br />με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, -<br />ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματά της πολιτείας,<br />να μην ακούω πια τα βήματα σου<br />μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα.<br />Καληνύχτα...<br /><br /><span style="line-height: 1.3em;font-size:20;" ><b>13</b></span><br /><br />(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα έκρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ’ ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ’ ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Άη-Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, - ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ’ ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να είναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει: «Η παρακμή μιας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνίες του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι<br />τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει.) ...</span></span></span>Ονειρμόςhttp://www.blogger.com/profile/07034464827072786484noreply@blogger.com0