Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Αγγελάκας, Πώς τολμάς να νοσταλγείς ρε τσόγλανε.

Πριν αρχίσουν όλα

Είχαν κιόλας αρχίσει

Πριν φτάσω ήμουν ήδη εκεί

Τα ίχνη μου και ο δρόμος προϋπήρχαν

Τ' ακολούθησα

Βρήκα ένα σπίτι στις φλόγες

Μπήκα μέσα και του 'βαλα φωτιά.



Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία
Κι όλο έλεγε
Ξέρω πολλές ιστορίες
Μια απ' αυτές λέει πως
Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία
Κι όλο έλεγε
Ξέρω πολλές ιστορίες
Μια απ' αυτές λέει πως
Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία
Κι όλο έλεγε
Ξέρω πολλές ιστορίες
Μια απ' αυτές λέει πως
Ήταν κάποιος



Ω! Δεν αντέχω το καλύτερο
Μα ούτε το χειρότερο μπορώ να υπομένω
Κι ελπίζοντας σε κάτι που δε θα 'ναι πιθανό
Μα ούτε και απίθανο
Κάθομαι εδώ και περιμένω



ΘΑΛΑΜΟΣ Α


Πρώτα πρώτα ήταν εκείνη η ιδέα να πάρω τους δρόμους
αναζητώντας στην τύχη ένα καλοφτιαγμένο κομψό βαλιτσάκι
με βελούδινη επένδυση και επίχρυσο κούμπωμα, να
αδειάσω μέσα του τον απόπατό μου και ύστερα να το φυλάξω
μακριά από ξένα χέρια και βλέμματα, να το κρατήσω
μαζί μου μέχρι να ψοφήσω.
Σύμφωνα λοιπόν με κείνη την πρώτη ιδέα, σε κάποιον απ'
τους εν λόγω περιπάτους μου σκοντάφτω σε κάτι βαρύ,
που δεν είναι άλλο από αυτό το γαμημένο κουτί που αναζητώ.
Πιο όμορφο, πιο επιβλητικό απ' όσο το ονειρευόμουνα,
ξεπερνάει και τις πιο αποπνιχτικές μου φαντασιώσεις. Τ'
ανοίγω και είναι γεμάτο πολύτιμες πέτρες, εκθαμβωτικά
μαργαριτάρια, χρυσά και πλατινένια ζάρια.
Είμαι ευτυχισμένος, ή μάλλον όχι, αυτό δε λέει τίποτα, επιτέλους
υπάρχω κατειλημμένος από τον ίλιγγο και το
φούντωμα πριν την ολοκλήρωση της οριακής μου προσδοκίας.
Αδειάζω με βιασύνη το μυθικό και συνάμα αδιάφορο περιεχόμενο
του στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ που συναντώ
και κρατώντας το σφιχτά στην αγκαλιά μου ψάχνω μια ήσυχη
γωνιά να το γεμίσω επιτέλους με τα μοναδικά τυχαία
μου περιττώματα.
Μ' όλα αυτά προσπαθώ κι εγώ σαν καθωσπρέπει κυνικός
να κρατήσω την απαιτούμενη απόσταση από τον εαυτό
μου, εμποδίζοντας τον έτσι να μπει στο πετσί οποιουδήποτε
ρόλου, ακόμα και αυτού για τον οποίο μπορεί να
γεννήθηκε.


15


Μια τέτοια νύχτα με τέτοιες σκέψεις ο ύπνος θα 'ρθει σαν
ζαχαρωμένο φαρμάκι.
Αυτός ο εύκολος ύπνος που τιμάει μεμιάς ελαφριά και αιθέρια
πνεύματα σαν και του λόγου μου. Έρχεται πάντα λίγο
πριν τον καλέσω. Μ' αγαπά και με ξέρει καλά. Κι εγώ
του παραδίνομαι αμέσως κάτω από τα περιφρονητικά


βλέμματα παλιών αγαπημένων φαντασμάτων που ενοικούν
μόνιμα πλέον στις σκοτεινές γωνιές της κάμαρας μου.
Σταματάω τώρα και χαζεύω όλες αυτές τις λέξεις που άπλωσα
πάνω στο ανυπεράσπιστο κωλόχαρτο. Τις σιχαίνομαι.
Τις βλέπω αραδιασμένες τη μία δίπλα στην άλλη
και νιώθω ανίκανος να συλλάβω το φανερό τους προσωπείο,
την καλυμμένη τους προστυχιά, τη ματαιότητα τους.
Τις μισώ τόσο που καταλαμβάνομαι από τη μανία να γεννήσω
κι άλλες, κι άλλες, στριμώχνοντας όσο πιο πολλές
μπορώ, έτσι που στο τέλος να τις δω να ασφυκτιούν, να
σαλεύουν απελπισμένες η μια πάνω στην άλλη, να κουλουριάζονται
από δύσπνοια, να κλαψουρίζουν παγιδευ


μένες, να ξεψυχούν.

Ως εδώ. Καταλαβαίνω πού το πάω και δεν πρόκειται να
με εμποδίσω.
Μ' αυτό το κατάφωρο μίσος μου για οποιαδήποτε Τέχνη
δεν μπορεί παρά να οδηγηθώ από την πίσω της πόρτα
στα κρυφά της σφαγεία, εκεί που ακόμη η αγάπη ελπίζει
και ο έρωτας παίρνει μπρος σαν μοτόρι μηχανής του κιμά
που περιμένει να περάσω στο χωνευτήρι του την καρδιά
μου, πρησμένη από ψόφια λαγνεία, για να μου την ξαναπροσφέρει
στις ματωμένες μου χούφτες. Μια λαμπερή
τούφα από τα ξανθά μαλλιά της Μ.

16



Πριν συλλάβω οτιδήποτε, σκέφτομαι αμέσως την καταστροφή
του. Για την ακρίβεια, η ανάγκη να καταστρέψω
κάτι συγκεκριμένο μου δημιουργεί την επιθυμία να το γεννήσω.
Εκτροφείο ανάγωγων σκιών. Το θυμάμαι ακόμα. Εκεί
μέσα ένιωσα πρώτη φορά τον εαυτό μου.




ΘΑΛΑΜΟΣ Β


Ο βρομερός μου κόσμος αλώθηκε από ενισχυμένα ένζυμα
απορρυπαντικών.
Δε βγήκα από μια καθωσπρέπει ματωμένη μήτρα.
Ξεβράστηκα ζαλισμένος μέσα από το φινιστρίνι ενός
πλυντηρίου.
Μα υπάρχουν λεκέδες που δεν το βάζουν κάτω, λεκέδες
πείσμονες, ηρωικοί λεκέδες.
Με μια τέτοια περιουσία κάτω απ' το δέρμα μου συνέχισα
γεμάτος απόφαση.
Μόνο που έπρεπε πού και πού να κλείνω τα αφτιά μου
στο τραγούδι της μοίρας.
Γιατί αυτή η καριόλα, σαν μυριστεί αγοράκια με πρώιμη
σηψαιμία, χαλάει τον κόσμο με τα φάλτσα της.
Ο παράδεισος μου 'πεφτε πάντα λιγάκι στενός.
Θέλω μια κόλαση στα μέτρα μου.
Κίβδηλοι φίλοι χλιμιντρίζουν με χαμόγελα ξυράφια, κάτω
από φως που ατονεί κιτρινιάρικο, μισοπεθαίνει ζουλιγμένο,
ανακατεμένο με σάλια πηχτά στο στόμα κάποιου
ξενύχτη και άπραγου νεκροθάφτη.
Κι όλα αυτά κάτω απ' το ροχαλητό που αιώνια συντροφεύει
το κουφάρι της σκυλόμορφης θεότητας, εκείνης
που, αφού χόρτασε να αλυχτάει και να χαχανίζει, παράτησε
τα σύνεργα της (μαστίγια, τρομπέτες, κουρδιστούς
δαίμονες) και το 'ριξε στον ύπνο. Λαγοκοιμάται. Το ένα
της μάτι μισάνοιχτο, θολός καθρέφτης απογοήτευσης, σιχαμάρας,
καταφρόνιας. Το άλλο κλειστό, σκληρό, αδιάφορο,
σκονισμένο. Σκαρφίζεται να βάλει μπρος καινούριες
εντολές, οι παλιές σκούριασαν, ξεθώριασαν. Να μι




σείτε, να κλέβετε, να σκοτώνετε, να μοιχεύετε, να τελειώνετε
επιτέλους. Τούτη τη φορά θα σας καταφέρω. Ω! Δεν
μπορεί να το ρίξετε στην αγάπη μόνο και μόνο για να με
ξεκάνετε και πάλι.
Δεν μπορείς να με δεις, σκύλα! Δεν κατάφερες ποτέ να μ'
αγαπήσεις, θλιβερό πανανθρώπινο χούφταλο! Μόνο να
νοικιάσεις την ψυχή μου μπορείς κι αυτό όσο κρατάει ένα
χορταστικό γεύμα σε κάποιο περιποιημένο εστιατόριο κι
ύστερα, μόλις αρχίσω να ρεύομαι, σε ξεχνώ και πάλι.
Ξημερώνει. Μισοκατανοημένο πρώτο φως. Λαμπερός
δαμαστής αγριεμένων και χαμένων ψυχών.
Μετανιώνω για όσα έως τώρα ισχυρίστηκα, για ό,τι ως
τώρα υπήρξα.
Μετανιώνω γι' αυτή μου ακόμα τη μετάνοια.




ΘΑΛΑΜΟΣ Γ


Ήρθε ένα απόγευμα ντυμένη ισχνά, στολισμένη με τα

στίγματα μιας σαρκοφάγας νοσταλγίας.

«Μ' ομορφαίνει ο πόνος;» με ρώτησε ή εγώ της απάντη


σα «Σ' ομορφαίνει ο πόνος» χωρίς να θυμάμαι αν με είχε

ρωτήσει κάτι τέτοιο.

Ευέξαπτα γουρουνίσια πνεύματα στράγγιζαν ανάμεσα
μας μια απόσταση αποθαρρυντική, ένα τόσο δα χάος που
ήταν αδύνατο να καλυφθεί με μια πολύπλοκη χειρονομία,
ένα υπεράνθρωπο salto mortale' έφτανε μόνο ένα φιλί να
ξορκιστεί μια τέτοια στοιχειωμένη αμηχανία. Δεν της το

'δωσα κι αυτή το δέχτηκε.

Γέμισε ο χώρος σιχαμερούς πλασιέδες τραγουδιών. Με

φρεσκοτσαλακωμένα κοστούμια και χαμόγελα προσποι


ητής λαγνείας μού πρότειναν τις φτηνές άπληστες μελω


δίες τους' απλώνοντας μπροστά μου τη βδελυρή πραμά


τεια τους, σιγοσφύριζαν σαν εκπαιδευτές σκουληκιών:

«Αυτό είναι ό,τι πρέπει για τον πόνο και αυτό για τη χαρά'

αυτό, κοιτάξτε αυτό και φανταστείτε να το ακούτε στο

κρεβάτι, χμμ... Καταλαβαίνετε τι εννοούμε βέβαια».

Προσευχήθηκα στον Κάιν και στον Μάνσον. Προσευχή


θηκα στον Τζακ και στον Δράκο του Σέιχ Σου. Τα δόντια

μου γένηκαν κοφτερά στιλέτα και από τα νύχια μου ξε


φύτρωσαν βελόνες πυρωμένες. Χύμηξα αλέθοντας ό,τι

ζωντανό κινιόταν γύρω μου κι ύστερα γαληνεμένος ξά


πλωσα στο κέντρο του αναπάντεχου μικρού μου καθαρτή


ριου παραμερίζοντας σάρκες ζεστές, σπλάχνα και ξινι


σμένες μελωδίες, μουρμουρίζοντας μέσα σε χαύνωση λυ


τρωτική: «Τι γλέντι! Τι σφαγή!»



ΘΑΛΑΜΟΣ Δ


Με κατατρώγει αυτό το ανώδυνο ξεπέρασμα των αρχικών
μου πόθων.
Ω! Η πρώτη ιδέα έχει κιόλας αντικατασταθεί με μια άλλη
πιότερο ευπρόβλεπτη, ευέλικτη, πρακτική. Ή μάλλον όχι.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με υποκατάσταση. Παλεύω με το
υποκατάστατο της μέρας και όχι με την ίδια τη μέρα.
Ερωτοτροπώ με το υποκατάστατο της νύχτας και όχι με
την ίδια τη νύχτα. Ούτε καν αυτό τον ίδιο το θάνατο δεν
ανέχομαι, πρέπει να βρεθεί κάτι άλλο.
Αρχίζω και νιώθω περισσότερο άνθρωπος μέσα σ' αυτή
τη φτηνή και απόκοσμη φαντασμαγορία της ματαιότητας,
θέλω να παρουσιάσω το δικό μου νούμερο.
Στριμώχνομαι στη σειρά με υπερτροφικές μπαλαρίνες,
σταφιδιασμένες πριμαντόνες, καυλωμένους στρατοκράτες,
βιαστές λαχανικών, ορχήστρες δολοφόνων, φυματικούς
μεσσίες, πυρηνικούς επιβήτορες. Έρχεται η σειρά
μου, έρχεται η σειρά μου και δεν έχω τίποτα αξιόλογο να
επιδείξω, κάποιο τρικ να γοητεύσω έστω μερικούς. Τρέμω.
Τα έχω χαμένα. Αυτό θα κάνω. Θα ουρλιάξω πως


είμαι πάμφτωχος κι αδέξιος κι ανίκανος και κενός και ί


σως γι' αυτό ν' αξίζω μια στιγμή την προσοχή σας. Θα
τρομάξουν. Δεν μπορεί, θα με χειροκροτήσουν.


Α! Ξημερώνει για τα καλά, πρέπει να βρω κάποιον να του
πω μια καλημέρα. Αρκεί βέβαια αυτός ο κάποιος να μην
οπλοφορεί.




ΕΞΟΔΟΣ (Είμαι ελαφρύς)


Είμαι ελαφρύς. Πιο ελαφρύς κι από πούπουλο κοκαλιάρη
γλάρου. Ελαφρύς σαν το πνεύμα της σαπουνόφουσκας
και σαν το χάδι της ευθυμίας. Είμαι ελαφρύς. Ελαφρύτερος
κι από το νυφικό της αράχνης. Ελαφρύς σαν
φεγγαρόσκονη και σαν παιδικό χάχανο. Τα ακροδάχτυλα
των ποδιών μου εγκαταλείπουν το έδαφος. Φτερωτά
φτερά και τουρμπίνες ζαχαρωτά δουλεύουν φουριόζικα
μες στην καρδιά μου. Ανηφορίζω ανέμελος και μακάριος
την πιο ανηφορική, την πιο θεσπέσια, την πιο εύκολη ανηφόρα.
Καταπίνω τα σύννεφα και χουφτώνω τους αστερισμούς.
Χορεύω βαλς με τη Μεγάλη Αρκούδα, παίζω
κρυφτό με τη Μικρή, σβήνω το Άλφα του Κενταύρου.
Κι ύστερα, σαν παραχορτασμένος σκύλος, νωχελικά απλώνομαι
πάνω στην πλάτη του χάους, ενός καλοσυνάτου
βροντόσαυρου που δε σταματά στιγμή να ταξιδεύει, και εκεί
κοιμάμαι ανυποψίαστος για το πού θα με βρει η αυγή.
Έρχονται στιγμές που βρίσκεις στη ζωή όσα μόνο από το
θάνατο μπορούσες να ελπίζεις.



ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΤΗΣ ΡΑΤΣΑΣ ΜΑΣ

Οι καλύτεροι της ράτσας μας γίνονται φονιάδες

Ακολουθούν σε απόσταση ασφαλείας

οι ποιητές

οι παραμυθάδες

οι τερατολόγοι γενικώς

Μερικές χιλιάδες έτη φωτός πιο πέρα
Πλατσουρίζουν αγέλαστοι κι ανόρεχτοι
Στα στάσιμα νερά της μετριότητας
Οι όμηροι του φόβου



ΜΠΑΛΩΜΈΝΕΣ ΑΠΟΧΈΣ

Θα 'ρθουν καιροί
Που ακόμη και τα βαλσαμωμένα πουλιά
Θα ανοίξουν
Τις φτερούγες τους
Και θα αποχωρήσουν περήφανα
από τις βιτρίνες μας.

Και εμείς
Οι δήθεν ζωντανοί και παντοδύναμοι
Πιο ηττημένοι από ποτέ
Θα τα κυνηγάμε ασθμαίνοντας
Και θα ανεμίζουν στον αέρα
Ανήμπορες
Οι μπαλωμένες μας απόχες



ΒΆΛΤΟΣ

Αυτός ο βάλτος στέκει
Πάνω απ' τους χρυσούς κίονες των ναών μας
Είμαστε οι ηττημένοι υπεράνθρωποι
Μας κατατρόπωσε

ένα ξεδοντιάρικο κουνούπι



ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑ

Πανωλεθρία
Η αυτογνωσία του σακάτη
Η εκδίκηση της ζάχαρης
Τα σαρκοφάγα τριαντάφυλλα
Η αγκαλιά του φακίρη
Η πρωινή σαστιμάρα του βρικόλακα
Ξενοδοχείο η Επανάληψη
Πανωλεθρία



ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ

Η σχιζοφρένεια είναι μια υγιής αντίδραση της ψυχής
και του πνεύματος ενάντια στη σταθερή και ανελέητη
εξουσία του χρόνου.



Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ

Είμαστε εδώ

Χωρίς να είμαστε

Αναπνέουμε
Περπατάμε
Μισούμε

Αγαπάμε

Αγοράζουμε
Πουλάμε
Μόνο και μόνο
Για να δικαιολογούμε

Την απουσία μας
Πώς μπορεί να ονομάζεται

Ένας κόσμος
Φτιαγμένος από σκιές

Ανύπαρκτων σωμάτων
Οι καθρέφτες αποτυπώνουν
Εντυπώσεις δυνατών ψευδαισθήσεων πόνου
Είμαστε όλοι

Ασθενικά αιμορραγούντα φαντάσματα
Μάταια προσπαθούμε ν' αφήσουμε τα χνάρια μας
Για την εποχή των πραγμάτων
Που θα ακολουθήσει
Τη δικιά μας εποχή των σκιών



ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΒΟ

Κι ο πιο μεγάλος φόβος μου φοβάται
μην και δεν τον φοβηθώ



ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΑΚΟΜΟΙΡΟ ΚΟΡΜΙ

Θυμήσου

Κι αν ακόμη υπάρχει αθανασία

Στο πνεύμα σου θα προσφερθεί

Τούτο το κακόμοιρο κορμί

Να στηριχτεί

Ούτε μια τόση δα ψευδαίσθηση δεν έχει

Μόνο κρεβάτια καταβόθρες
Βάναυσα αγκαλιάσματα
Πρόσκαιρα τιποτένια μελανώματα

Δαγκωματιές ρηχές

Λιποταξίες

Να προσδοκάς τη σκόνη

Αυτό δεν είναι άλλοθι



ΠΟΛΕΜΟΣ

Στα χαρακώματα του εγκεφάλου οι στρατιώτες της μνήμης
οπλισμένοι με δάκρυα υδρογονοβόμβες αμύνονται. Η
περισσυλογή ακατόρθωτη. Οι νύχτες εχθρεύονται τις νύχτες
και οι μέρες εχθρεύονται τις μέρες. Καμία συνοχή,
καμία αντιπαράθεση. Ένας κόσμος που χωρίστηκε στα
δύο και εκσφενδονίστηκε σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Πόλεμος η λέξη που γεμίζει χαρά τις παρέες των μικρών
αγοριών στις θορυβώδικες αλάνες. Πόλεμος το τελειωτικό
παιχνίδι που δημιουργεί και καταστρέφει αυτοστιγμεί
την κόλαση του ανδρισμού, που μεσουρανεί πάνω στο
καύκαλο των ερωτικών τραγουδιών.



Η ΣΚΕΨΗ ΛΕΝ ΠΩΣ ΤΡΕΧΕΙ

Η σκέψη λεν πως τρέχει

πιο γρήγορα απ' το φως
Μα αν είναι να βρεις την αγάπη σου
Όσο κι αν βιάζεσαι
Καλύτερα ξεκινά με τα πόδια



ΛΑΘΟΣ ΚΙΝΗΣΗ

Καθισμένος ένα ολόκληρο απόγευμα
Στην παλιά μπαλωμένη μου πολυθρόνα
Μην περιμένοντας κανέναν να μου χτυπήσει την πόρτα

και κανέναν να με χαϊδέψει
και κανέναν να με μαστιγώσει
και κανέναν να με δεχτεί
και κανέναν να με απορρίψει

Ένιωσα να με πλησιάζει κάτι

που θα μπορούσε να 'ταν η ευτυχία
Τότε σηκώθηκα να σημειώσω αυτές τις λέξεις
Και όλα πήγανε στράφι



ΕΙΔΑ ΕΝΑΝ ΑΝΤΡΑ ΝΑ ΠΕΦΤΕΙ

Είδα έναν άντρα να πέφτει
όμως δεν πρόλαβα να κάνω ευχή



ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ

Ο Σούπερμαν, σε μια μικρή ξαφνική διάλειψη ανασφάλειας
που τον επισκέφτηκε σε ώρα πτήσης, γκρεμοτσακίστηκε
πάνω στην ταράτσα του Ινστιτούτου Υπαρξιστικών
Ερευνών.



ΠΑΡΟΙΜΙΑ

Μπάτε, φίλοι σκύλοι μου, αλέστε
Κι αν πάλι δε χορτάσετε
μη με καταριέστε



ΜΙΑ ΕΥΧΗ

- Κάνε μια ευχή με μια λέξη
— Όχι πόνος
- Μα αυτές είναι δύο
- Στ' αρχίδια μου

ΗΑΡΡΥΕΝD Ι

-
Έι, μάνατζερ, έχω κάτι δάκρυα για πούλημα
-
Επιτέλους, πάνω που σε νόμιζα ξοφλημένο!
-
Πιο πολύ γι' αυτό έκλαψα
-
Έλα στην αγκαλιά μου, μεγάλε μου αρτίστα,
Πληγωμένο μου σκυλί,
Σ' αγαπώ σαν φουσκωμένο πορτοφόλι!

ΗΑΡΡΥΕΝD II

—Έι, μάνατζερ, έχω κάτι φόβους για πούλημα

-
Αληθινούς;
-
Αληθινούς
-
Ανελέητους;
-
Ανελέητους
-
Πρωτότυπους;
-
Ξέρω γω;
-
Δώσ' μου κάτι να καταλάβω!
-
Να, καμιά φορά φοβάμαι πως ο κόσμος αναπνέει
μες στην κωλοτρυπίδα σου
-
Σ' αγαπώ, λατρεμένε μου μπάσταρδε,
σ' αγαπώ σαν τα ρουθούνια μου

Ο ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΦΟΥΚΑΡΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Είμαι ο εκλεκτός φουκαράς της ζωής
Οπλισμένος με πληγές - χάπια - τσιγάρα


διαβατήριο - συνάλλαγμα
Περνάω ελεύθερα από τη μια διάσταση στην άλλη
Και επιστρέφω γκρινιάζοντας
Σε δυσδιάστατες άγραφες σελίδες



ΜΗΤΕΡΑ ΘΛΙΨΗ

Φανερώσου
Με τα σκοτάδια σου να χαμογελούν
Την πέτρινη αγκαλιά σου να ορέγεται ακόμη
Στρατιές μοναχικών δημίων
Τους πειρατές των εφτά σκουπιδότοπων
Με τις λιγδιάρικες στολές τους
Να λαμπυρίζουν
Στη διάταξη των μικρών και των μεγάλων φαλλών
Αναλογίσου όλους εμάς
Που καρτερούμε τυλιγμένοι σε μολυσμένες ρόμπες
Με παντόφλες και κέρατα
Ρίχνοντας χαμόγελα νάρκες στους καχύποπτους γείτονες
Όλους εμάς
Που φτυαρίζουμε αποκαμωμένοι το σκοτάδι
Με υπεριώδη βλέμματα
Και στρώνουμε δείπνα συντροφικά
Και μοιραζόμαστε ψίχουλα μπαγιάτικιας δόξας
Και μουχλιασμένους μύθους
Αναλογίσου μας και φανερώσου
Με το επίσημο σου ένδυμα
Με τα δόντια σου τα κοφτερά τα δίκαια
Ροκάνισε το θάνατο
Που καρφιτσώθηκε στα κόκαλα μας
Και ξαναβάφτισέ μας γιους σου
Φανερώσου
Μητέρα θλίψη
Δεν την αντέχουμε πια
Τόση ορφάνια



ΑΓΝΩΣΤΗ Χ

Με σκαλίζεις σαν ξερό χωράφι
Κι ό,τι σάπιο κι άχρηστο βρίσκεις το αγαπάς
Το χρυσάφι μου το πετάς στα σκουπίδια
Αναλογίζομαι την ώρα που θα φεύγεις
Νομίζοντας πως πήρες ό,τι ήθελες να πάρεις
Δίχως ποτέ να σου περάσει απ' το μυαλό
Πως πήρες ό,τι σου άξιζε να πάρεις



ΔΕΛΤΑ

Δεν ξέρω πώς συμβαίνει
Μια σταγονίτσα της να με ξεπλένει
Να παρασέρνει μακριά

τόση βρομιά
Δεν ξέρω πώς συμβαίνει
Ν' ακούω τόσα πολλά όταν σωπαίνει
Να νιώθω τόση απλοχωριά

σε μια αγκαλιά
Δεν ξέρω πώς συμβαίνει
Μια σπίθα τόση δα να με ζεσταίνει
Να ζω μια ολόκληρη ζωή

κάθε στιγμή



ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Παράξενος διεστραμμένος άνθρωπος που ήταν
Τόση ομορφιά τριγύρω του
Κι αυτός χαιρόταν



ΧΩΜΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ

Χώρες που απλώνεστε γαλήνιες δίχως σύνορα
Διάφανες πόλεις κρυμμένες μες στο φως
Λικνίζεστε στην άκρη του ορίζοντα
Σαν όνειρο, σαν πόθος κοντινός
Μα εγώ κάτω απ' τα κύματα σας χάνω
Πώς να νικήσω αυτό τον άγριο καιρό
Βουλιάζω μες στο τίποτα κι όλο φοβάμαι
Φοβάμαι πως θ' αργήσω να σας βρω



ΚΥΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΑΝΕΜΩΝ

Κυρία των μέσα μου ανέμων,

Δε θέλω να αρνηθώ ό,τι ακριβώς σε οδήγησε

Να σπείρεις μέσα μου την ευλογία της κίνησης

Της πράξης

Να ρίξεις το σκοινί
Στο σκοτεινό κι αλλόκοτο πηγάδι
Που χρόνια λαθροζούσα
Για να βρεθώ ξανά στο λαμπερό σου κόσμο
Το θαυμαστό
Τον πληγωμένο
Σου υπόσχομαι να ξεκοιλιάζω κάθε βράδυ
Τους θλιβερούς ορίζοντες της λογικής μου
Ν' απογειώνομαι από τις φλούδες του γραπτού μου λόγου
Στους πλησιέστερους φιλάσθενους πλανήτες
Κάθε φορά και μ' ένα αλλιώτικο τραγούδι
Να ξεμουδιάζω γλείφοντας τον κοφτερό σου σκελετό
Κι ούτε ένα Μάιο δε θ' ανεχτώ
Να σκύψει πάνω μου
Με λόγια σκωπτικά
Και σύριγγες
Και φαγωμένα χείλη
Να ειρωνευτεί την αδειανή και χυλωμένη μου πατρίδα
Πιο ριψοκίνδυνος κι από τον Ναζωραίο
Θα περπατήσω πάνω απ' την κινούμενη
Τη σαρκοφάγο άμμο



Που διατηρεί απρόσιτες τις χώρες των ιερών παλιάτσων
Και των σεληνιασμένων γελωτοποιών
Τραυλίζοντας λόγια ισχνά
Μα και σπουδαία
Θ' αποσυρθώ στις προθανάτιες κοιλάδες των λοιμών
Και της αγάπης
Όπου απ' το μαύρο χώμα τους διάσπαρτα ξεφυτρώνουν
Κορμιά ανθρώπινα διαμελισμένα
Πλάι στις φεγγαρολουσμένες παπαρούνες
Ίσως κι εγώ εκεί να λησμονήσω τον τραυματία ουρανό
Και ν' αρχινήσω ένα τραγούδι που θα λέει μόνο
Σ' αγαπώ - σ' αγαπώ
Και σαν τελειώνει θα σταματάνε τα ποτάμια
Κι οι οδοντοστοιχίες θα εκρήγνυνται
Και θα γεμίζει ο αέρας πέταλα καρατομημένων ανθών
Καρπούς γυναικείων χεριών
Και λιωμένα κοσμήματα
Κυρία των μέσα μου ανέμων,
Τιμώρησε με αν θες
Γύμνασε με στο γέλιο και στον πόνο
Είμαι ο οριστικός εραστής σου
Ο αόριστος
Ο τωρινός και ο παντοτινός
Ο πιο ανώριμος
Ο πιο σοφός
Τώρα πια γνωρίζω τι μ' οδηγεί να υποτάσσομαι
Στην ετοιμόρροπη και ασθενική σου θέληση



ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

Η πίκρα στο στόμα το πρωί
Δεν έχει να κάνει με τσιγάρα
Και χθεσινοβραδινά μεθύσια
Χρόνος προδομένος είναι
Που αργά και σταθερά
Μου σφίγγει το λαρύγγι

Τ' αδέσποτα σκυλιά κείτονται ψόφια
Πάνω στο λεπτό παγωμένο δέρμα της λίμνης
Ονειρεύονται τη θάλασσα
Κι ευτυχώς ευτυχώς ευτυχώς
Κανείς πια δεν μπορεί
Να τα ξυπνήσει



ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΟΥΜΕ

Προτείναμε τα μελανιασμένα στήθη μας

Στα ξωτικά των λεωφόρων

Ουρλιάζαμε από κατάνυξη

Δαιμονισμένοι

Στις τακτικές ολονύχτιες λατρείες μας
Εγώ κι οι φίλοι μου

Είχαμε τους θεούς με το μέρος μας

Τίποτα δε φαινόταν πως μπορούσε

Να σκορπίσει τα σκονισμένα μας στέμματα
Εγώ κι οι φίλοι μου

Ατρόμητοι βασιλιάδες των σκοταδιών
Μονάχα ο χρόνος απεδείχθη
Σταθερός και ανελέητος εχθρός
Μας κατατρόπωσε

Τώρα μπορείτε ανέμελοι να ψιθυρίζετε
Τις νυσταγμένες μελωδίες σας
Στα σοκάκια που κληρονομήσατε
Μα θα ξανάρθουμε
Κι αλίμονο σας
Θα ξανάρθουμε



ΑΠΟΗΧΟΙ

Καθισμένος στο κέντρο της μικρής μου αυλής
Νηφάλιος παρατηρώ
Την αγωνιώδη τρεχάλα της σκιάς μου
Γύρω γύρω στον ορίζοντα
Πού και πού φτάνουν στ' αφτιά μου
Οι απόηχοι από τις απόκοσμες στριγκλιές της

«Είμαστε περικυκλωμένοι απ' το Θεό
Είμαστε περικυκλωμένοι απ' το Θεό
Χωρίς ελπίδα
Ανέτοιμοι»



ΑΙΘΕΡΙΑ ΛΑΣΠΗ

Τώρα ταξιδεύεις χωρίς φόβο
Δικαιωμένη ως τις άκρες των νυχιών σου
Περιφέροντας την αιθέρια λάσπη σου
Το άρωμα των ζαχαρωμένων σπονδύλων σου
Και τη φωταγωγία της γλώσσας σου
Στο χωρίς τέλος ξεκίνημα
Όλων των πιθανοτήτων
Σε ζηλεύω
Σε λυπάμαι
Σε αγνοώ
Σκύβεις πάνω από το λεκέ της ανυπαρξίας σου
Θρηνώντας που δεν είσαι περισσότερο νεκρή



ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΩ
ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΚΥΒΟΥΝ

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν
Πάνω από ένα καθαρό κομμάτι χαρτί
Μέσα σε βρόμικες διαλυμένες κάμαρες
Γεμάτοι οργή κι απόγνωση
Αποφασισμένοι ωστόσο
Να το λεκιάσουν με λέξεις

βρόμικες λέξεις
άγιες λέξεις
λέξεις κλειδιά
ιδέες φαντάσματα
λυτρωτικές φράσεις

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς τους μανιακούς του λόγου

Να γλείψω το μελάνι από τα δάχτυλα τους
Να φιλήσω τα παραμορφωμένα τους μέτωπα
Να συμμαζέψω τις τσαλακωμένες τους ονειρώξεις
Να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη του έρωτα τους
Να τους καθησυχάσω
Να τους πείσω πως δε χρειαζόμαστε άλλο αίμα γι' απόψε
Πως χορτάσαμε
Κι ύστερα να τους βάλω στο κρεβάτι
Και να τους νανουρίσω



ΛΕΞΕΙΣ

Λέξεις λέξεις λέξεις

Νύχτωσε πάλι
Η μέρα που ήταν να 'ρθει σήμερα τι απέγινε;
Τραγούδησε ο ουρανός το τρυφερό τραγούδι του;
Για ποιον;
Που ήμουν εγώ;


Λέξεις λέξεις λέξεις


Ικέτευες και εκλιπαρούσες για ένα βηματάκι
Την ώρα που χιλιόμετρα μπορούσες να διανύσεις
Γύρω σου οι πάγοι λιώνανε


ποτάμια ορμητικά γεννιόνταν
Και συ σαν βράχος έστεκες κι αφουγκραζόσουν
Λέξεις

Νύχτωσε πάλι
Η μέρα που ήταν να 'ρθει σήμερα τι απέγινε;




ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ

Μας ξύπνησαν οι πόθοι κάποιου εξόριστου παράφρονα

θεού
Ερχόμαστε ουρλιάζοντας
Κι αλίμονο
Σ' όποιον νομίζει πως μπορεί στο διάβα μας ν' αντέξει
Οι ψευδαισθήσεις θα καούν
Θα φύγουν απ' τη μέση
Οι λέξεις θα ηττηθούν
Η κατανόηση θα θριαμβεύσει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου