Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Ελύτης Οδυσσέας, ''Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός''

Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη ώρες και ώρες.

Γλασέ χαρτί ήταν; Δεν είμαι σίγουρη πια. Κόλλες μεγάλες από το βιβλιοπωλείο. Να κόψουμε όμορφα σχήματα και να τα κολλήσουμε προσεκτικά να μη βρει χαραμάδες ο άνεμος. Ξυλαράκια από το μαραγκούδικο του κυρ Παναγιώτη. Να μας κυνηγάει γελώντας κάτω από τα σκονισμένα μουστάκια του. Σπάγκο ελαφρύ για τα ζύγια. Εφημερίδες ψαλιδισμένες στην ουρά. Κι η καλούμπα στεριωμένη στο κέντρο.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν — ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την “ανάμνηση τον μέλλοντος”

Μέρες παλεύαμε να τον ... αναστήσουμε. Μπλεγμένα στη φαντασία μας όλα τα σύνεργα. Ψαλίδια, ξυλοκοπτική, χαρτοκοπτική. Οι τέμπερες που βαζαν το χρώμα. Κι η ψυχή να φτερουγάει μη βρέξει. Να ναι ο ουρανός του καλοτάξιδος. Να πάει ψηλά. Να δει και να μας φέρει κόσμους.

όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία — φοβόμουνα και μου άρεσε
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι. . .

Κι ο Θεός των ανέμων δεν είχε πάντα κατανόηση στα ντέρτια μας. Μας κρυφοκοίταζε στο δασάκι που πασχίζαμε. Κι άλλοτε γέλαγε κρατώντας την κοιλιά του με τις τρεχάλες μας. Κι άλλοτε έπαιζε μαζί μας κι αυτός, φυσώντας τις ελπίδες μας. Και τότε η καλούμπα ξέκοβε, ανασαίνοντας ελευθερία. Μέναμε να τον κοιτάμε να μακραίνει, το ίδιο λεύτερα κουρασμένοι.

Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελονσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: “δεσποινίς”
φοβόμουνα και μον άρεσε.
Ήταν οι “πάνω άνθρωποι” έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους “κάτω”·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια”
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.

Επιστροφή. Έψαχνα τη γαλάζια μου σκέπη με το βλέμμα. Να τον εντοπίσω. Να βρω πόσο αλλάργεψε και που σιμώνει. Και μόλις βράδυαζε ρωτούσα: "Φτάνει τώρα στη Σαλονίκη; Αύριο θα 'ναι στην Αγγλία; Πόσο θέλει για Αμερική;" Άσχετη στους παγκόσμιους χάρτες από τότε! Όπου δεν έφτανε το μάτι μου, όλα ξενητεμένα.

Ήταν θυμάμαι ” Ή Άννέτα με τα σάνταλα”
” Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης”
το “Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει”
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το “Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί
για σένα”.
Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον
αέρα

Έκλεινα τα μάτια και τον έβλεπα να πετά ακούραστος. Ένα τοσοδούλικο φτεράκι στον άνεμο. Η κουκίδα που στειλα στα πέρατα. Τότε πίστευα πως μια μέρα θα τον ξαναβρω. θα λύσω τα ξυλίκια και θα μάθω όσα είδε. Σαν εικόνες να δίπλωνε για χάρη μου στα ζύγια.
Παιδιάστικες σκέψεις ...

φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.

Μέρες στεκόμουν στην αυλή με τα μάτια τεντωμένα στην ανίχνευση. Μάταια.
"Έγραψα πάνω τ' όνομά μου. Θα τον βρουν και θα τον στείλουν πίσω" κλαψούριζα κρατώντας σφικτά ό,τι απέμεινε από την καλούμπα. Η μητέρα χαμογέλαγε: "θα επιστρέψει, μα θα κάνει χρόνια. Είναι μεγάλο το ταξίδι του. Εσύ όμως να περιμένεις. Έχει πάνω τ' όνομά σου και θα γυρίσει".

Είμαι από πορσελάνη καί μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν.

Μέσα μου μάτωνα. Δεν ήθελα καν να γυρίσει πια. Αλήθεια. Δεν ήθελα. Οι άλλοι με κορόιδευαν. Αλλά εγώ το ξερα. Τίποτα δεν υπόσχεται επιστροφές σαν είναι λεύτερο. Πήρα μια μέρα ήσυχα την καλούμπα και την πέταξα στο απέναντι χωράφι.
Έκτοτε με θλίβουν αφόρητα τα παιδιά με τα ετοιματζίδικα όνειρα. Σαν δέσμια μίας εποχής που φοβάται να κοπιάσει και να απελπιστεί. Καταδικασμένα σε όσα τους "πρέπουν". Στερημένα και φτωχά στα "μακρινά του παρελθόντος πένθη".

Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν — απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν·
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.

Νίτσε, Ο Υπεράνθρωπος

 Όταν ο Ζαρατούστρα έφτασε στην πιο κοντινή πόλη που συνόρευε με το δάσος, βρήκε πολλούς ανθρώπους μαζεμένους στην αγορά, επειδή είχε ανακοινωθέι οτι ένας σχοινοβάτης θα έκανε επίδειξη. Και ο Ζαρατούστρα μίλησε έτσι στους ανθρώπους: Σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρόκειται να ξεπεραστεί. Τι έχετε κάνει για να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Όλα τα όντα μέχρι τώρα έχουν δημιουργήσει κάτι πέρα από τον εαυτό τους: κι εσείς θέλετε να είστε η άμπωτη αυτής της μεγάλης παλίρροιας, και θα προτιμούσαμε να ξαναγυρίσετε στο κτήνος παρά να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Τι είναι ο πίθηκος προς τον άνθρωπο; Ένα περιγέλασμα, ένα επόνειδο πράμα. Και το ίδιο ακριβώς θα είναι ο άνθρωπος προς τον Υπεράνθρωπο: ένα περιγέλασμα, ένα πράμα της ντροπής.
Έχετε προχωρήσει από το σκουλήκι στον άνθρωπο, και πολύ ακόμα μέσα σας είναι του σκουληκιού. Κάποτε ήσασταν πίθηκοι, κι όμως ακόμα ο άνθρωπος είναι περισσότερο πίθηκος από οποιονδήποτε πίθηκο. Ακόμα κι οι πιο σοφοί ανάμεσά σας είναι μόνο μια δυσαρμονία και μείγμα φυτού και φαντάσματος. Σας ζητάω όμως να γίνετα φυτά και φαντάσματα; Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο! Ο Υπεράνθρωπος είναι το νόημα της γης. Αφήστε τη βούλησή σας να πει: Ο Υπεράνθρωπος θα είναι το νόημα της γης!

Σας εξορκίζω, αδελφοί μου, μείνετε αληθινοί στη γη, και μην πιστεύετε αυτούς που σας μιλάνε για υπεργήινες ελπίδες! Δηλητηριαστές είναι, είτε το ξέρουνε είτε όχι. Καταφρονητές της ζωής είναι, παρακμάζοντες και δηλητηριασμένοι οι ίδιοι, τους οποίους έχει βαρεθεί η γη: έτσι αφήστε τους να πάνε! Κάποτε βλασφημία ενάντια στο Θεό ήταν η μεγαλύτερη βλασφημία. Αλλά ο Θεός πέθανε, και μαζί και εκείνοι οι βλάσφημοι. Το να βλασφημήσεις τη γη είναι τώρα η πιο τρομερή αμαρτία, και το να επιτιμήσεις την καρδιά του μη γνωστέου υψηλότερο κι απ' το νόημα της γης! Κάποτε η ψυχή κοίταζε με περιφρόνηση το σώμα, και τότε αυτή η περιφρόνηση ήταν το ανώτερο πράγμα:- η ψυχή επιθυμούσε το σώμα να είναι αδύναμο, χλωμό, και πεινασμένο. Έτσι σκέφτηκε να ξεφύγει από το σώμα κι απ' τη γη. Ω, αυτή η ψυχή ήταν η ίδια αδύναμη, χλωμή, και πεινασμένη, και σκληρότητα ήταν η απόλαυση αυτής της ψυχής! Αλλά εσείς, επίσης, αδελφοί μου, μου λέτε: Τι λέει το σώμα σου για την ψυχή σου; Δεν ειναι η ψυχή σου φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια; Αληθινά, ένα μολυσμένο ρέμα είναι ο άνθρωπος. Κάποιος πρέπει να είναι θάλασσα, για να δεχτεί ένα μολυσμένο ρέμα χωρίς να μολυνθεί ο ίδιος.

Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο: αυτός είναι εκείνη η θάλασσα, σ' αυτόν μπορεί η μεγαλύτερη περιφρόνησή σας να βυθιστεί. Ποιό είναι το σπουδαιότερο πράγμα που μπορείτε να ζήσετε; Είναι η ώρα της μεγάλης περιφρόνησης. Η ώρα στην οποία ακόμα και η ευτυχία σας σας γίνεται μισητή, και το ίδιο η λογική και η αρετή. Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η ευτυχία! Είναι φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια. Μα η ευτυχία μου έπρεπε να δικαιολογεί την ίδια την ύπαρξη!" Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η λογική! Λαχταράει τη γνώση όπως το λιοντάρι την τροφή του; Είναι φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια!" Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η αρετή! Ακόμα δεν με έχει κάνει παθιασμένο. Πόσο έχω βαρεθεί το καλό και το κακό μου! Είναι όλα φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια!" Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η δικαιοσύνη! Δε βλέπω να είμαι πυρετός και φωτιά! Οι δίκαιοι, όμως, είναι πυρετός και φωτιά!" Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η συμπόνοια! Δεν είναι η συμπόνοια ο σταυρός στον οποίο καρφώθηκε αυτός που αγάπησε τον άνθρωπο; Αλλά η συμπόνοια μου δεν είναι σταύρωση." Έχετε μιλήσει ποτέ έτσι; Έχετε φωνάξει ποτέ έτσι; Α! μακάρι να σας είχα ακούσει να φωνάζετε έτσι! Δεν είναι δικό σας αμάρτημα- είναι η αυτοϊκανοποίησή σας που φώναξε στους ουρανούς, αυτή η ίδια σας η αποφυγή της αμαρτίας φώναξε στους ουρανούς! Πού είναι η αστραπή να σας γλύψει με τη γλώσσα της; Πού είναι η φρενίτιδα με την οποία έπρεπε να είστε εμβολιασμένοι; Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο: αυτός είναι αυτή η αστραπή, αυτός είναι η φρενίτιδα!-

Όταν ο Ζαρατούστρα μίλησε έτσι, ένας από το πλήθος φώναξε: "Έχουμε ως τώρα ακούσει αρκετά για τον σχοινοβάτη, είναι καιρός να τον δούμε!" Και όλος ο κόσμος γέλασε με τον Ζαρατούστρα. Αλλά ο σχοινοβάτης, που νόμισε οτι τα λόγια ίσχυαν γι' αυτόν, ξεκίνησε την επίδειξή του.

Ο Ζαρατούστρα, όμως, κοίταξε το πλήθος και θαύμασε. Μετά μίλησε έτσι: Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον Υπεράνθρωπο- ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο. Ένα επικίνδυνο πέρασμα, ένα επικίνδυνο ταξίδεμα, μια επικίνδυνη ματιά προς τα πίσω, ένα επικίνδυνο τρεμούλιασμα και σταμάτημα. Το σπουδαίο στον άνθρωπο είναι οτι είναι μια γέφυρα και όχι ένας στόχος: το αξιαγάπητο στον άνθρωπο είναι οτι είναι υπερβάτης και καταβάτης.

Αγαπώ αυτούς που δεν ξέρουν να ζουν παρά μόνο σαν καταβάτες, επειδή είναι οι υπερβάτες. Αγαπώ τους μεγάλους καταφρονητές, επειδή είναι οι μεγάλοι λάτρες, και βέλη που λαχταρούν την άλλη ακτή. Αγαπώ εκείνους που δεν ψάχνουν πρώτα ένα λόγο πέρα από τ' αστέρια για να κατεβούνε και να θυσιαστούνε, αλλά θυσιάζουν τον εαυτό τους στη γη, ώστε η γη του Υπεράνθρωπου στη συνέχεια να έρθει. Αγαπώ αυτόν που ζει για να μαθαίνει, και αναζητεί να μαθαίνει ώστε ο Υπεράνθρωπος στη συνέχεια να ζήσει. Έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που μοχθεί και εφευρίσκει, ώστε να χτίσει το σπίτι για τον Υπεράνθρωπο, και να προετοιμάσει γι' αυτόν γη, ζώα, και φυτά: γιατί έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που αγαπάει την αρετή του: γιατί η αρετή είναι η βούληση προς κατάβαση, και ένα βέλος λαχτάρας.

Αγαπώ αυτόν που δεν κρατάει μερίδιο πνεύματος για τον εαυτό του, αλλά θέλει να είναι πλήρως το πνεύμα της αρετής του: έτσι περπατάει σαν πνεύμα πάνω απ' τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που κάνει την αρετή του κλίση και πεπρωμένο του: έτσι, για χάρη της αρετής του, είναι διατεθειμένος να συνεχίσει να ζει, διαφορετικά να μη ζήσει άλλο. Αγαπώ αυτόν που δεν επιθυμεί πολλές αρετές. Μια αρετή είναι περισσότερο αρετή από δύο, επειδή είναι περισσότερο κόμβος για να πιαστεί το πεπρωμένο κάποιου. Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι πλουσιοπάροχη, που δεν θέλει ευχαριστώ και δεν τα επιστρέφει: αφού πάντα παρέχει, και δεν επιθυμεί να κρατήσει για τον εαυτό του. Αγαπώ αυτόν που ντρέπεται όταν τα ζάρια πέφτουν ευνοϊκά γι' αυτόν, και που στη συνέχεια ρωτάει: "Είμαι ανέντιμος παίχτης;"- επειδή είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει.

Αγαπώ αυτόν που σκορπάει λόγια χρυσά πριν από τα έργα του, και πάντα κάνει περισσότερα απ' ότι υποσχέθηκε: γιατί αναζητάει τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που δικαιολογεί τους μελλοντικούς, και συγχωρεί τους παρελθόντες: γιατί είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει στους τωρινούς. Αγαπώ αυτόν που δαμάζει το Θεό του, επειδή αγαπάει το Θεό του: γιατί πρέπει να υποχωρήσει δια της οργής του Θεού του. Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι βαθιά ακόμα και στο πλήγωμα, και μπορεί να υποχωρήσει σε κάτι μικρό: έτσι περνάει εθελουσίως πάνω από τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που οποίου η ψυχή είναι τόσο υπερπλήρης που ξεχνάει τον εαυτό του, και όλα τα πράγματα είναι μέσα του: έτσι όλα τα πράγματα γίνονται η κάθοδός του.

Αγαπώ αυτόν που είναι ελεύθερο πνεύμα και ελεύθερη καρδιά: έτσι το κεφάλι του είναι μόνο τα σπλάχνα της καρδιάς του, η καρδιά του, όμως, προκαλεί την κατάβασή του. Αγαπώ όλους όσοι είναι σα βαριές σταγόνες που πέφτουν μια-μια απ' το μαύρο σύννεφο που χαμήλωσε πάνω απ' τον άνθρωπο: προμηνύουν τον ερχομό της αστραπής, και υποχωρούν σαν προάγγελοι.

Να, είμαι ένας προάγγελος της αστραπής, και μια βαριά σταγόνα από το μαύρο σύννεφο: η αστραπή, όμως, είναι ο Υπεράνθρωπος.

Αφού ο Ζαρατούστρα είχε πει αυτά τα λόγια, κοίταξε ξανά τον κόσμο, και σιώπησε. "Νάτοι στέκονται," είπε στην καρδιά του, "νάτοι γελάνε: δεν με καταλαβαίνουν, δεν είμαι το στόμα γι' αυτά τα αυτιά. Πρέπει πρώτα κάποιος να κοπανάει στ' αυτιά τους, ώστε να μάθουν να ακούνε με τα μάτια τους; Πρέπει κάποιος να κλαγγίζει όπως οι κατσαρόλες και οι δάσκαλοι των "μετανοείτε!"; Ή μόνο πιστεύουν τους τραυλούς; Έχουν κάτι για το οποίο είναι περήφανοι. Πώς το αποκαλούν, αυτό που τους κάνει περήφανους; Πολιτισμό, το αποκαλούν, τους ξεχωρίσει από τα γιδοκόπαδα. Δεν τους αρέσει, συνεπώς, ν' ακούνε για 'περιφρόνηση' των εαυτών τους. Άρα θα μιλήσω στην περηφάνεια τους. Θα τους μιλήσω για το πιο περιφρονητικό πράμα: αυτό, όμως, είναι ο τελευταίος άνθρωπος!"

 

 

 

 

 

 

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Χόρχε Λούις Μπόρχες Η ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Το μπουντρούμι είναι βαθύ και πέτρινο· το σχήμα του,
ενός σχεδόν τέλειου ημισφαίριου, αν και το πάτωμα (που είναι
επίσης πέτρινο) είναι λίγο μικρότερο από έναν μεγάλο κύκλο,
γεγονός που εντείνει κάπως τα αισθήματα της καταπίεσης και
της απεραντοσύνης. Ένας μεσότοιχος το χωρίζει στα δύο· ο
τοίχος αυτός, παρόλο που είναι πανύψηλος, δεν φτάνει ως την
κορυφή του θόλου· από τη μια μεριά είμαι εγώ, ο Τζινακάν,
μάγος της πυραμίδας του Καολόμ, που πυρπολήθηκε απ' τον
Πέδρο δε Αλβαράδο· από την άλλη, είναι ένας ιαγουάρος, που
με τον μυστικό και ισοσκελή βηματισμό του μετράει τον χρόνο
και τον χώρο της αιχμαλωσίας του. Ένα μεγάλο παράθυρο με.
κάγκελα, σύρριζα στο πάτωμα, κόβει τον κεντρικό τοίχο. Την
ώρα που δεν έχει σκιά [ = το μεσημέρι], ανοίγει στο ταβάνι μια
καταπακτή, κι ένας δεσμοφύλακας, που τον έχουν ξεθωριάσει
πια ταχρόνια, πιάνει να γυρίζει μια σιδερένια τροχαλία και μας
κατεβάζει, στην άκρη ενός σκοινιού, κανάτες με νερό και
κομμάτια κρέας. Τότε, στο μπουντρούμι μπαίνει φως· εκείνη τη
στιγμή, μπορώ να δω τον ιαγουάρο.

Δεν ξέρω πια πόσα χρόνια κείτομαι εδώ κάτω στα
σκοτάδια· εγώ, που κάποτε, ήμουν νέος και μπορούσα να
πηγαινοέρχομαι σ' αυτή τη φυλακή, τώρα δεν έχω τίποτα να
κάνω παρά να περιμένω παίρνοντας τη στάση του θανάτου μου,
το τέλος που μου προορίζουν οι θεοί. Κάποτε, με το βαθύ
οψιδιανό μαχαίρι μου άνοιγα τα στήθια των θυμάτων μου και
τώρα μου είναι αδύνατον χωρίς τα μάγια να σηκωθώ απ' το
χώμα.

Την προηγουμένη της πυρπόλησης της Πυραμίδας, οι

1



άνθρωποι που ξεπέζεψαν απ' τα θεόρατα άλογα με βασάνισαν
με πυρακτωμένα σίδερα για να τους αποκαλύψω την κρυψώνα
του θησαυρού. Γκρέμισαν, μπροστά στα μάτια μου, το είδωλο
του θεού, εκείνος όμως δεν μ' εγκατέλειψε στα βασανιστήρια
και με κράτησε σιωπηλό. Με μαστίγωσαν, μου έσπασαν τα
κόκαλα, με παραμόρφωσαν, κι ύστερα ξύπνησα σ' αυτή τη
φυλακή, απ' όπου δεν θα ξαναβγώ ποτέ στη διάρκεια της
θνητής ζωής μου.
με πυρακτωμένα σίδερα για να τους αποκαλύψω την κρυψώνα
του θησαυρού. Γκρέμισαν, μπροστά στα μάτια μου, το είδωλο
του θεού, εκείνος όμως δεν μ' εγκατέλειψε στα βασανιστήρια
και με κράτησε σιωπηλό. Με μαστίγωσαν, μου έσπασαν τα
κόκαλα, με παραμόρφωσαν, κι ύστερα ξύπνησα σ' αυτή τη
φυλακή, απ' όπου δεν θα ξαναβγώ ποτέ στη διάρκεια της
θνητής ζωής μου.

Ωθούμενος απ' την ανάγκη να κάνω κάτι, να γεμίσω
τελοσπάντων τον χρόνο μου, θέλησα να θυμηθώ, μες στο
σκοτάδι μου, όλα όσα γνώριζα. Νύχτες ολόκληρες σπατάλησα
για να θυμηθώ τη σειρά και τον αριθμό ορισμένων ερπετών
σκαλισμένων σε πέτρα ή το σχήμα ενός φαρμακευτικού
δέντρου. Έτσι υπέταξα τα χρόνια, έτσι ανέκτησα ό,τι μου ανήκε.
Μια νύχτα ένιωσα ότι προσέγγιζα μια πολύτιμη ανάμνηση· πριν
ακόμη δει τη θάλασσα, ο ταξιδιώτης νιώθει μια αναταραχή στο
αίμα του. Λίγες ώρες αργότερα, άρχισα να διακρίνω καθαρότερα
αυτή την ανάμνηση· ήταν μία από τις παραδόσεις του θεού. Την
πρώτη μέρα της Δημιουργίας, ο θεός, προβλέποντας ότι στη
συντέλεια των καιρών θα επισυμβούν ερήμωση και χαλασμός,
έγραψε την μαγική φράση που μπορεί να εξορκίσει όλα αυτά τα
δεινά. Την έγραψε δε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φτάσει και
στις πιο απόμακρες γενιές και να είναι απρόσβλητη απ' την
τύχη. Κανείς δεν ξέρει ούτε πού την έγραψε ούτε με τι
χαρακτήρες, μας αρκεί όμως να γνωρίζουμε ότι κάπου υπάρχει,
μυστική, κι ότι μια μέρα κάποιος εκλεκτός θα την διαβάσει.
Σκέφτηκα λοιπόν ότι, όπως πάντα, είχαμε φτάσει στη συντέλεια
των καιρών κι ότι η μοίρα, που μ' έφερε να είμαι ο τελευταίος
ιερέας του θεού, μπορεί και να μου έδινε το προνόμιο να
διαισθανθώ αυτή τη γραφή. Το γεγονός ότι ήμουν κλεισμένος
σε μια φυλακή δεν μου απαγόρευε αυτή την ελπίδα· μπορεί και
να 'χα δει χιλιάδες φορές την επιγραφή στο Καολόμ και να
υπολειπόταν απλώς το να την καταλάβω.

Η σκέψη αυτή, πρώτα με εμψύχωσε κι ύστερα με βύθισε σ'
ένα είδος ιλίγγου. Πάνω στη γη υπάρχουν σχήματα αρχαία,

2



σχήματα άφθαρτα και αιώνια· οποιοδήποτε απ' αυτά θα
μπορούσε να είναι το σύμβολο που αναζητούσα. Ο λόγος του
θεού θα μπορούσε να 'ναι ένα βουνό ή ένας ποταμός ή η
αυτοκρατορία ή η διάταξη των άστρων. Όμως στο πέρασμα των
αιώνων τα βουνά ισοπεδώνονται και η πορεία ενός ποταμού
εκτρέπεται συνήθως κι οι αυτοκρατορίες γνωρίζουν αλλαγές και
συντριβή, κι η διάταξη των άστρων μεταβάλλεται. Όλα
αλλάζουν στο στερέωμα. Το βουνό και τ' άστρα είναι άτομα —
και τ' άτομα περνούν. Έψαξα κάτι πιο ανθεκτικό, πιο άτρωτο.
Σκέφτηκα ταγένη των δημητριακών, των χορταρικών, των
πουλιών, των ανθρώπων. Μπορεί η μαγική φράση να 'ταν
γραμμένη στο πρόσωπό μου, μπορεί εγώ ο ίδιος να ήμουν το
τέρμα της αναζήτησής μου. Σ’ αυτή την αγωνία βρισκόμουν,
όταν θυμήθηκα ότι ο ιαγουάρος ήταν μία από τις ιδιότητες του
θεού.
οτε απ' αυτά θα
μπορούσε να είναι το σύμβολο που αναζητούσα. Ο λόγος του
θεού θα μπορούσε να 'ναι ένα βουνό ή ένας ποταμός ή η
αυτοκρατορία ή η διάταξη των άστρων. Όμως στο πέρασμα των
αιώνων τα βουνά ισοπεδώνονται και η πορεία ενός ποταμού
εκτρέπεται συνήθως κι οι αυτοκρατορίες γνωρίζουν αλλαγές και
συντριβή, κι η διάταξη των άστρων μεταβάλλεται. Όλα
αλλάζουν στο στερέωμα. Το βουνό και τ' άστρα είναι άτομα —
και τ' άτομα περνούν. Έψαξα κάτι πιο ανθεκτικό, πιο άτρωτο.
Σκέφτηκα ταγένη των δημητριακών, των χορταρικών, των
πουλιών, των ανθρώπων. Μπορεί η μαγική φράση να 'ταν
γραμμένη στο πρόσωπό μου, μπορεί εγώ ο ίδιος να ήμουν το
τέρμα της αναζήτησής μου. Σ’ αυτή την αγωνία βρισκόμουν,
όταν θυμήθηκα ότι ο ιαγουάρος ήταν μία από τις ιδιότητες του
θεού.

Και τότε η ψυχή μου γέμισε ευσπλαχνία. Φαντάστηκα το
πρώτο πρωινό του χρόνου, φαντάστηκα τον θεό μου να
εμπιστεύεται το μήνυμα στο ολοζώντανο δέρμα των ιαγουάρων,
που θα ζευγάρωναν και θα γεννοβολούσαν αδιάκοπα, σε
σπήλαια, σε φυτείες ζαχαροκάλαμου, σε νησιά, μέχρι να
δεχθούν το μήνυμα οι τελευταίοι άνθρωποι. Φαντάστηκα αυτό
το δίκτυο των τίγρεων, αυτόν τον έμπυρο λαβύρινθο των
τίγρεων, που σκορπούσε τον τρόμο στις βοσκές και στα
κοπάδια, μόνο και μόνο για να φυλάξει ένα σχέδιο. Στο διπλανό
κελί υπήρχε ένας ιαγουάρος· εξέλαβα αυτή τη γειτνίαση ως
επιβεβαίωση της εικασίας μου και ως μυστική χάρη.

Αφιέρωσα πολλά χρόνια για να μάθω τη σειρά και τη
διάταξη των κηλίδων. Κάθε τυφλή μέρα που περνούσε, μου
παραχωρούσε μιαστιγμή φως, κι έτσι μπόρεσα να εντυπώσω στη
μνήμη μου τα μαύρα σχήματα πάνω στο κίτρινο τρίχωμα. Άλλα
ήταν στίγματα· άλλα σχημάτιζαν εγκάρσιες ραβδώσεις στο μέσα
μέρος των πελμάτων· άλλα, δακτυλιωτά, επαναλαμβάνονταν.
Μπορεί και να ήταν ένας μόνον ήχος ή μια μόνη λέξη. Πολλά
είχαν κόκκινο περίγραμμα.

Δεν θα πω πόσο κοπιαστικό ήταν το έργο μου. Πολλές

3



φορές ούρλιαξα μέσα στο μπουντρούμι ότι ένα τέτοιο κείμενο
δεν μπορεί να το αποκρυπτογραφήσει κανείς. Σιγά σιγά, το
συγκεκριμένο αίνιγμα που με βασάνιζε άρχισε να με ανησυχεί
λιγότερο από το γενικό: Τι φράση γράφει ένας θεός; Τι είδους
φράση θα συνέθετε μια απόλυτη διάνοια; Αναλογίστηκα ότι σε
όλες τις ανθρώπινες γλώσσες δεν υπάρχει ούτε μία πρόταση
που να μην περικλείει το σύμπαν· όταν λες «ο τίγρης», λες τις
τίγρεις που τον γέννησαν, τις χελώνες και τα ελάφια που
κατασπάραξε, τα χόρτα που έτρωγαν αυτά τα ελάφια, τη γη που
βλάστησε αυτά τα χόρτα, τον ουρανό που φώτισε τη γη.
Αναλογίστηκα ότι, στη γλώσσα ενός θεού, κάθε λέξη θα έπρεπε
όχι απλώς να εκφράζει αυτή την άπειρη αλληλουχία των
γεγονότων, αλλά και να την εκφράζει μ' έναν τρόπο όχι
περιφραστικό, αλλά απερίφραστο· όχι διαδοχικό, αλλά ακαριαίο.
Με τον καιρό, η ιδέα μιας θείας φράσης άρχισε να μου φαίνεται
παιδαριώδης ή βλάσφημη. Ένας θεός, σκέφτηκα, πρέπει να λέει
μόνο μία λέξη και, μ' αυτή τη λέξη, να εκφράζεται η πληρότητα.
Κανένα φώνημά του δεν μπορεί να είναι έλασσον του
σύμπαντος ή ατελέστερο του σύμπαντος χρόνου. Οι φιλόδοξες
και φτωχές ανθρώπινες λέξεις όλα, κόσμος, σύμπαν, δεν είναι
παρά απόηχοι ή ομοιώματα αυτού του φωνήματος που είναι
ισότιμο με μια ολόκληρη γλώσσα ή με όλα όσα μπορεί να
περιλαμβάνει μία γλώσσα.
δεν μπορεί να το αποκρυπτογραφήσει κανείς. Σιγά σιγά, το
συγκεκριμένο αίνιγμα που με βασάνιζε άρχισε να με ανησυχεί
λιγότερο από το γενικό: Τι φράση γράφει ένας θεός; Τι είδους
φράση θα συνέθετε μια απόλυτη διάνοια; Αναλογίστηκα ότι σε
όλες τις ανθρώπινες γλώσσες δεν υπάρχει ούτε μία πρόταση
που να μην περικλείει το σύμπαν· όταν λες «ο τίγρης», λες τις
τίγρεις που τον γέννησαν, τις χελώνες και τα ελάφια που
κατασπάραξε, τα χόρτα που έτρωγαν αυτά τα ελάφια, τη γη που
βλάστησε αυτά τα χόρτα, τον ουρανό που φώτισε τη γη.
Αναλογίστηκα ότι, στη γλώσσα ενός θεού, κάθε λέξη θα έπρεπε
όχι απλώς να εκφράζει αυτή την άπειρη αλληλουχία των
γεγονότων, αλλά και να την εκφράζει μ' έναν τρόπο όχι
περιφραστικό, αλλά απερίφραστο· όχι διαδοχικό, αλλά ακαριαίο.
Με τον καιρό, η ιδέα μιας θείας φράσης άρχισε να μου φαίνεται
παιδαριώδης ή βλάσφημη. Ένας θεός, σκέφτηκα, πρέπει να λέει
μόνο μία λέξη και, μ' αυτή τη λέξη, να εκφράζεται η πληρότητα.
Κανένα φώνημά του δεν μπορεί να είναι έλασσον του
σύμπαντος ή ατελέστερο του σύμπαντος χρόνου. Οι φιλόδοξες
και φτωχές ανθρώπινες λέξεις όλα, κόσμος, σύμπαν, δεν είναι
παρά απόηχοι ή ομοιώματα αυτού του φωνήματος που είναι
ισότιμο με μια ολόκληρη γλώσσα ή με όλα όσα μπορεί να
περιλαμβάνει μία γλώσσα.

Μια μέρα ή μια νύχτα —ανάμεσα στις μέρες και τις νύχτες
μου, τι διαφορά υπάρχει;— ονειρεύτηκα ότι στο πάτωμα του
κελιού μου υπήρχε ένας κόκκος άμμου. Ξανακοιμήθηκα,
αδιάφορος· ονειρεύτηκα ότι ξυπνούσα κι έβλεπα δύο κόκκους.
Ξανακοιμήθηκα· ονειρεύτηκα ότι οι κόκκοι της άμμου ήταν
τρεις. Πολλαπλασιάζονταν έτσι ώσπου το κελί κατακλυζόταν, κι
εγώ έβρισκα το θάνατο κάτω απ' αυτό το αμμώδες ημισφαίριο.
Τότε κατάλαβα ότι ονειρευόμουν και, καταβάλλοντας τεράστια
προσπάθεια, ξύπνησα. Ήταν ανώφελο: μ' έπνιγε η αναρίθμητη
άμμος. Κάποιος μου είπε: Δεν ξύπνησες στον ξύπνο, αλλά σ'
ένα προγενέστερο όνειρο. Το όνειρο αυτό είναι μέσα σ' ένα
άλλο όνειρο, και ούτω καθεξής επ' άπειρον, που είναι και ο

4



συνολικός αριθμός των κόκκων της άμμου. Η οδός της
παλινδρόμησής σου είναι ατελείωτη, και θα πεθάνεις πριν
ξυπνήσεις στ' αλήθεια.
αριθμός των κόκκων της άμμου. Η οδός της
παλινδρόμησής σου είναι ατελείωτη, και θα πεθάνεις πριν
ξυπνήσεις στ' αλήθεια.

Ένιωσα χαμένος. Η άμμος είχε γεμίσει το στόμα μου,
μπόρεσα όμως να φωνάξω: Ούτε μπορεί να με σκοτώσει μια
άμμος που ονειρεύτηκα, ούτε υπάρχουν όνειρα μέσα σε όνειρα.
Με ξύπνησε μια λάμψη. Στην κορυφή του σκοταδιού,
διαγραφόταν ένας φωτεινός κύκλος. Είδα το πρόσωπο του
δεσμοφύλακα, τα χέρια του, την τροχαλία, το σκοινί, το κρέας
και τις κανάτες.

Κάθε άνθρωπος συγχέεται, βαθμιαία, με τη μορφή της
μοίρας του· κάθε άνθρωπος είναι, πάνω απ' όλα, οι περιστάσεις
του. Πάνω από αποκρυπτογράφος ή εκδικητής, πάνω από ιερέας
του θεού, ήμουν ένας φυλακισμένος. Γύρισα στη σκληρή μου
φυλακή απ' τον ανεξάντλητο λαβύρινθο των ονείρων, σαν να
επέστρεφα στο σπίτι μου. Ευλόγησα την υγρασία της, ευλόγησα
τον τίγρη της, ευλόγησα τον φεγγίτη, ευλόγησα το γέρικο,
βασανισμένο μου κορμί, ευλόγησα το σκότος και την πέτρα.

Και τότε συνέβη αυτό που δεν μπορώ ούτε να ξεχάσω ούτε
να περιγράψω. Συνέβη η ένωσή μου με το θείον, με το σύμπαν
(δεν ξέρω αν αυτές οι λέξεις διαφέρουν). Η έκσταση δεν
επαναλαμβάνει τα σύμβολά της· υπάρχουν κάποιοι που είδαν
τον Θεό σε μία λάμψη, υπάρχουν άλλοι που τον διέκριναν σ'
ένα σπαθί ή στους κύκλους ενός ρόδου. Εγώ είδα έναν θεόρατο
Τροχό, που δεν ήταν μπρος στα μάτια μου, ούτε πίσω, ούτε στο
πλάι μου, αλλά παντού, ταυτόχρονα. Ο Τροχός αυτός ήταν
φτιαγμένος από νερό, αλλά και από φωτιά, παρόλο δε που
φαινόταν το περίγραμμά του, ήταν άπειρος. Τον αποτελούσαν,
το 'να μέσα στ' άλλο, όλα τα πράγματα που θα είναι, που είναι
και που ήταν· εγώ ήμουν μία ίνα μέσα σ' εκείνον τον
ολοκληρωτικό μίτο, και ο Πέδρο δε Αλβαράδο, που με βασάνιζε,
μια άλλη. Εκεί ήταν τα αίτια και τ' αποτελέσματα, και δεν
χρειαζόταν παρά να δω αυτόν τον Τροχό για να τα καταλάβω
όλα, μέχρι τέλους. Ω χαρά τού να καταλαβαίνεις, πόσο πιο
μεγάλη είσαι απ' τη χαρά τού να φαντάζεσαι ή του να

5



αισθάνεσαι! Είδα το σύμπαν και είδα τα κρυφά σήματα του
σύμπαντος. Είδα τις απαρχές, όπως τις περιγράφει η Βίβλος των
Κοινών. Είδα ταβουνά που αναδύθηκαν απ' το νερό, είδα τους
πρώτους ανθρώπους από ξύλο, είδα τα πιθάρια που χιμήξαν
στους ανθρώπους, είδα τα σκυλιά που τους ρήμαξαν τα
πρόσωπα. Είδα τον απρόσωπο θεό που υπάρχει, πίσω απ' τους
θεούς. Είδα άπειρες διεργασίες που κατέληγαν σε μία και μόνη
μακαριότητα και, καταλαβαίνοντας τα πάντα, μπόρεσα να
καταλάβω και τη γραφή του τίγρη.
σύμπαντος. Είδα τις απαρχές, όπως τις περιγράφει η Βίβλος των
Κοινών. Είδα ταβουνά που αναδύθηκαν απ' το νερό, είδα τους
πρώτους ανθρώπους από ξύλο, είδα τα πιθάρια που χιμήξαν
στους ανθρώπους, είδα τα σκυλιά που τους ρήμαξαν τα
πρόσωπα. Είδα τον απρόσωπο θεό που υπάρχει, πίσω απ' τους
θεούς. Είδα άπειρες διεργασίες που κατέληγαν σε μία και μόνη
μακαριότητα και, καταλαβαίνοντας τα πάντα, μπόρεσα να
καταλάβω και τη γραφή του τίγρη.

Είναι ένας τύπος, ο οποίος αποτελείται από δεκατέσσερις
τυχαίες λέξεις (από δεκατέσσερις λέξεις που δείχνουν
τυχαίες)·
θα μου έφτανε να τον εκφέρω με δυνατή φωνή για να γίνω
παντοδύναμος. Θα μου έφτανε να τον εκφέρω για να γκρεμίσω
αυτό το πέτρινο μπουντρούμι, για να εισχωρήσει η μέρα μες στη
νύχτα μου, γιανα γίνω νέος, για να γίνω αθάνατος, για να
ξεσκίσει ο τίγρης τον Αλβαράδο, για να βυθίσω το άγιο μου
μαχαίρι σε στήθια ισπανικά, για να παλινορθώσω την πυραμίδα,
για να παλινορθώσω την αυτοκρατορία. Σαράντα συλλαβές,
δεκατέσσερις λέξεις, και εγώ, ο Τζινακάν, θα κυβερνούσα τα
εδάφη που κάποτε κυβέρνησε ο Μοκτεζούμα. Κι όμως το ξέρω
πως δεν θα τις πω ποτέ αυτές τις λέξεις, γιατί τον Τζινακάν δεν
τον θυμάμαι πια.

Ας πεθάνει μαζί μου το μυστήριο που είναι γραμμένο στους
τίγρεις. Όποιος έχει δει το σύμπαν, όποιος έχει δει τα έμπυρα
σήματα του σύμπαντος, δεν μπορεί πια να σκέφτεται έναν
άνθρωπο, να σκέφτεται τις κοινότοπες ευτυχίες ή δυστυχίες
του, ακόμη κι αν πρόκειται για τον εαυτό του. Τι τον νοιάζει η
ζωή αυτού του άλλου, η πατρίδα αυτού του άλλου, τώρα που ο
ίδιος δεν είναι πια κανένας; Γι' αυτό και δεν εκφέρω τον τύπο,
γι' αυτό κι αφήνω τις μέρες να με ξεχάσουν, γερμένος εδώ κάτω
στο σκοτάδι.

6

Αγγελάκας, Πώς τολμάς να νοσταλγείς ρε τσόγλανε.

Πριν αρχίσουν όλα

Είχαν κιόλας αρχίσει

Πριν φτάσω ήμουν ήδη εκεί

Τα ίχνη μου και ο δρόμος προϋπήρχαν

Τ' ακολούθησα

Βρήκα ένα σπίτι στις φλόγες

Μπήκα μέσα και του 'βαλα φωτιά.



Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία
Κι όλο έλεγε
Ξέρω πολλές ιστορίες
Μια απ' αυτές λέει πως
Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία
Κι όλο έλεγε
Ξέρω πολλές ιστορίες
Μια απ' αυτές λέει πως
Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία
Κι όλο έλεγε
Ξέρω πολλές ιστορίες
Μια απ' αυτές λέει πως
Ήταν κάποιος



Ω! Δεν αντέχω το καλύτερο
Μα ούτε το χειρότερο μπορώ να υπομένω
Κι ελπίζοντας σε κάτι που δε θα 'ναι πιθανό
Μα ούτε και απίθανο
Κάθομαι εδώ και περιμένω



ΘΑΛΑΜΟΣ Α


Πρώτα πρώτα ήταν εκείνη η ιδέα να πάρω τους δρόμους
αναζητώντας στην τύχη ένα καλοφτιαγμένο κομψό βαλιτσάκι
με βελούδινη επένδυση και επίχρυσο κούμπωμα, να
αδειάσω μέσα του τον απόπατό μου και ύστερα να το φυλάξω
μακριά από ξένα χέρια και βλέμματα, να το κρατήσω
μαζί μου μέχρι να ψοφήσω.
Σύμφωνα λοιπόν με κείνη την πρώτη ιδέα, σε κάποιον απ'
τους εν λόγω περιπάτους μου σκοντάφτω σε κάτι βαρύ,
που δεν είναι άλλο από αυτό το γαμημένο κουτί που αναζητώ.
Πιο όμορφο, πιο επιβλητικό απ' όσο το ονειρευόμουνα,
ξεπερνάει και τις πιο αποπνιχτικές μου φαντασιώσεις. Τ'
ανοίγω και είναι γεμάτο πολύτιμες πέτρες, εκθαμβωτικά
μαργαριτάρια, χρυσά και πλατινένια ζάρια.
Είμαι ευτυχισμένος, ή μάλλον όχι, αυτό δε λέει τίποτα, επιτέλους
υπάρχω κατειλημμένος από τον ίλιγγο και το
φούντωμα πριν την ολοκλήρωση της οριακής μου προσδοκίας.
Αδειάζω με βιασύνη το μυθικό και συνάμα αδιάφορο περιεχόμενο
του στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ που συναντώ
και κρατώντας το σφιχτά στην αγκαλιά μου ψάχνω μια ήσυχη
γωνιά να το γεμίσω επιτέλους με τα μοναδικά τυχαία
μου περιττώματα.
Μ' όλα αυτά προσπαθώ κι εγώ σαν καθωσπρέπει κυνικός
να κρατήσω την απαιτούμενη απόσταση από τον εαυτό
μου, εμποδίζοντας τον έτσι να μπει στο πετσί οποιουδήποτε
ρόλου, ακόμα και αυτού για τον οποίο μπορεί να
γεννήθηκε.


15


Μια τέτοια νύχτα με τέτοιες σκέψεις ο ύπνος θα 'ρθει σαν
ζαχαρωμένο φαρμάκι.
Αυτός ο εύκολος ύπνος που τιμάει μεμιάς ελαφριά και αιθέρια
πνεύματα σαν και του λόγου μου. Έρχεται πάντα λίγο
πριν τον καλέσω. Μ' αγαπά και με ξέρει καλά. Κι εγώ
του παραδίνομαι αμέσως κάτω από τα περιφρονητικά


βλέμματα παλιών αγαπημένων φαντασμάτων που ενοικούν
μόνιμα πλέον στις σκοτεινές γωνιές της κάμαρας μου.
Σταματάω τώρα και χαζεύω όλες αυτές τις λέξεις που άπλωσα
πάνω στο ανυπεράσπιστο κωλόχαρτο. Τις σιχαίνομαι.
Τις βλέπω αραδιασμένες τη μία δίπλα στην άλλη
και νιώθω ανίκανος να συλλάβω το φανερό τους προσωπείο,
την καλυμμένη τους προστυχιά, τη ματαιότητα τους.
Τις μισώ τόσο που καταλαμβάνομαι από τη μανία να γεννήσω
κι άλλες, κι άλλες, στριμώχνοντας όσο πιο πολλές
μπορώ, έτσι που στο τέλος να τις δω να ασφυκτιούν, να
σαλεύουν απελπισμένες η μια πάνω στην άλλη, να κουλουριάζονται
από δύσπνοια, να κλαψουρίζουν παγιδευ


μένες, να ξεψυχούν.

Ως εδώ. Καταλαβαίνω πού το πάω και δεν πρόκειται να
με εμποδίσω.
Μ' αυτό το κατάφωρο μίσος μου για οποιαδήποτε Τέχνη
δεν μπορεί παρά να οδηγηθώ από την πίσω της πόρτα
στα κρυφά της σφαγεία, εκεί που ακόμη η αγάπη ελπίζει
και ο έρωτας παίρνει μπρος σαν μοτόρι μηχανής του κιμά
που περιμένει να περάσω στο χωνευτήρι του την καρδιά
μου, πρησμένη από ψόφια λαγνεία, για να μου την ξαναπροσφέρει
στις ματωμένες μου χούφτες. Μια λαμπερή
τούφα από τα ξανθά μαλλιά της Μ.

16



Πριν συλλάβω οτιδήποτε, σκέφτομαι αμέσως την καταστροφή
του. Για την ακρίβεια, η ανάγκη να καταστρέψω
κάτι συγκεκριμένο μου δημιουργεί την επιθυμία να το γεννήσω.
Εκτροφείο ανάγωγων σκιών. Το θυμάμαι ακόμα. Εκεί
μέσα ένιωσα πρώτη φορά τον εαυτό μου.




ΘΑΛΑΜΟΣ Β


Ο βρομερός μου κόσμος αλώθηκε από ενισχυμένα ένζυμα
απορρυπαντικών.
Δε βγήκα από μια καθωσπρέπει ματωμένη μήτρα.
Ξεβράστηκα ζαλισμένος μέσα από το φινιστρίνι ενός
πλυντηρίου.
Μα υπάρχουν λεκέδες που δεν το βάζουν κάτω, λεκέδες
πείσμονες, ηρωικοί λεκέδες.
Με μια τέτοια περιουσία κάτω απ' το δέρμα μου συνέχισα
γεμάτος απόφαση.
Μόνο που έπρεπε πού και πού να κλείνω τα αφτιά μου
στο τραγούδι της μοίρας.
Γιατί αυτή η καριόλα, σαν μυριστεί αγοράκια με πρώιμη
σηψαιμία, χαλάει τον κόσμο με τα φάλτσα της.
Ο παράδεισος μου 'πεφτε πάντα λιγάκι στενός.
Θέλω μια κόλαση στα μέτρα μου.
Κίβδηλοι φίλοι χλιμιντρίζουν με χαμόγελα ξυράφια, κάτω
από φως που ατονεί κιτρινιάρικο, μισοπεθαίνει ζουλιγμένο,
ανακατεμένο με σάλια πηχτά στο στόμα κάποιου
ξενύχτη και άπραγου νεκροθάφτη.
Κι όλα αυτά κάτω απ' το ροχαλητό που αιώνια συντροφεύει
το κουφάρι της σκυλόμορφης θεότητας, εκείνης
που, αφού χόρτασε να αλυχτάει και να χαχανίζει, παράτησε
τα σύνεργα της (μαστίγια, τρομπέτες, κουρδιστούς
δαίμονες) και το 'ριξε στον ύπνο. Λαγοκοιμάται. Το ένα
της μάτι μισάνοιχτο, θολός καθρέφτης απογοήτευσης, σιχαμάρας,
καταφρόνιας. Το άλλο κλειστό, σκληρό, αδιάφορο,
σκονισμένο. Σκαρφίζεται να βάλει μπρος καινούριες
εντολές, οι παλιές σκούριασαν, ξεθώριασαν. Να μι




σείτε, να κλέβετε, να σκοτώνετε, να μοιχεύετε, να τελειώνετε
επιτέλους. Τούτη τη φορά θα σας καταφέρω. Ω! Δεν
μπορεί να το ρίξετε στην αγάπη μόνο και μόνο για να με
ξεκάνετε και πάλι.
Δεν μπορείς να με δεις, σκύλα! Δεν κατάφερες ποτέ να μ'
αγαπήσεις, θλιβερό πανανθρώπινο χούφταλο! Μόνο να
νοικιάσεις την ψυχή μου μπορείς κι αυτό όσο κρατάει ένα
χορταστικό γεύμα σε κάποιο περιποιημένο εστιατόριο κι
ύστερα, μόλις αρχίσω να ρεύομαι, σε ξεχνώ και πάλι.
Ξημερώνει. Μισοκατανοημένο πρώτο φως. Λαμπερός
δαμαστής αγριεμένων και χαμένων ψυχών.
Μετανιώνω για όσα έως τώρα ισχυρίστηκα, για ό,τι ως
τώρα υπήρξα.
Μετανιώνω γι' αυτή μου ακόμα τη μετάνοια.




ΘΑΛΑΜΟΣ Γ


Ήρθε ένα απόγευμα ντυμένη ισχνά, στολισμένη με τα

στίγματα μιας σαρκοφάγας νοσταλγίας.

«Μ' ομορφαίνει ο πόνος;» με ρώτησε ή εγώ της απάντη


σα «Σ' ομορφαίνει ο πόνος» χωρίς να θυμάμαι αν με είχε

ρωτήσει κάτι τέτοιο.

Ευέξαπτα γουρουνίσια πνεύματα στράγγιζαν ανάμεσα
μας μια απόσταση αποθαρρυντική, ένα τόσο δα χάος που
ήταν αδύνατο να καλυφθεί με μια πολύπλοκη χειρονομία,
ένα υπεράνθρωπο salto mortale' έφτανε μόνο ένα φιλί να
ξορκιστεί μια τέτοια στοιχειωμένη αμηχανία. Δεν της το

'δωσα κι αυτή το δέχτηκε.

Γέμισε ο χώρος σιχαμερούς πλασιέδες τραγουδιών. Με

φρεσκοτσαλακωμένα κοστούμια και χαμόγελα προσποι


ητής λαγνείας μού πρότειναν τις φτηνές άπληστες μελω


δίες τους' απλώνοντας μπροστά μου τη βδελυρή πραμά


τεια τους, σιγοσφύριζαν σαν εκπαιδευτές σκουληκιών:

«Αυτό είναι ό,τι πρέπει για τον πόνο και αυτό για τη χαρά'

αυτό, κοιτάξτε αυτό και φανταστείτε να το ακούτε στο

κρεβάτι, χμμ... Καταλαβαίνετε τι εννοούμε βέβαια».

Προσευχήθηκα στον Κάιν και στον Μάνσον. Προσευχή


θηκα στον Τζακ και στον Δράκο του Σέιχ Σου. Τα δόντια

μου γένηκαν κοφτερά στιλέτα και από τα νύχια μου ξε


φύτρωσαν βελόνες πυρωμένες. Χύμηξα αλέθοντας ό,τι

ζωντανό κινιόταν γύρω μου κι ύστερα γαληνεμένος ξά


πλωσα στο κέντρο του αναπάντεχου μικρού μου καθαρτή


ριου παραμερίζοντας σάρκες ζεστές, σπλάχνα και ξινι


σμένες μελωδίες, μουρμουρίζοντας μέσα σε χαύνωση λυ


τρωτική: «Τι γλέντι! Τι σφαγή!»



ΘΑΛΑΜΟΣ Δ


Με κατατρώγει αυτό το ανώδυνο ξεπέρασμα των αρχικών
μου πόθων.
Ω! Η πρώτη ιδέα έχει κιόλας αντικατασταθεί με μια άλλη
πιότερο ευπρόβλεπτη, ευέλικτη, πρακτική. Ή μάλλον όχι.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με υποκατάσταση. Παλεύω με το
υποκατάστατο της μέρας και όχι με την ίδια τη μέρα.
Ερωτοτροπώ με το υποκατάστατο της νύχτας και όχι με
την ίδια τη νύχτα. Ούτε καν αυτό τον ίδιο το θάνατο δεν
ανέχομαι, πρέπει να βρεθεί κάτι άλλο.
Αρχίζω και νιώθω περισσότερο άνθρωπος μέσα σ' αυτή
τη φτηνή και απόκοσμη φαντασμαγορία της ματαιότητας,
θέλω να παρουσιάσω το δικό μου νούμερο.
Στριμώχνομαι στη σειρά με υπερτροφικές μπαλαρίνες,
σταφιδιασμένες πριμαντόνες, καυλωμένους στρατοκράτες,
βιαστές λαχανικών, ορχήστρες δολοφόνων, φυματικούς
μεσσίες, πυρηνικούς επιβήτορες. Έρχεται η σειρά
μου, έρχεται η σειρά μου και δεν έχω τίποτα αξιόλογο να
επιδείξω, κάποιο τρικ να γοητεύσω έστω μερικούς. Τρέμω.
Τα έχω χαμένα. Αυτό θα κάνω. Θα ουρλιάξω πως


είμαι πάμφτωχος κι αδέξιος κι ανίκανος και κενός και ί


σως γι' αυτό ν' αξίζω μια στιγμή την προσοχή σας. Θα
τρομάξουν. Δεν μπορεί, θα με χειροκροτήσουν.


Α! Ξημερώνει για τα καλά, πρέπει να βρω κάποιον να του
πω μια καλημέρα. Αρκεί βέβαια αυτός ο κάποιος να μην
οπλοφορεί.




ΕΞΟΔΟΣ (Είμαι ελαφρύς)


Είμαι ελαφρύς. Πιο ελαφρύς κι από πούπουλο κοκαλιάρη
γλάρου. Ελαφρύς σαν το πνεύμα της σαπουνόφουσκας
και σαν το χάδι της ευθυμίας. Είμαι ελαφρύς. Ελαφρύτερος
κι από το νυφικό της αράχνης. Ελαφρύς σαν
φεγγαρόσκονη και σαν παιδικό χάχανο. Τα ακροδάχτυλα
των ποδιών μου εγκαταλείπουν το έδαφος. Φτερωτά
φτερά και τουρμπίνες ζαχαρωτά δουλεύουν φουριόζικα
μες στην καρδιά μου. Ανηφορίζω ανέμελος και μακάριος
την πιο ανηφορική, την πιο θεσπέσια, την πιο εύκολη ανηφόρα.
Καταπίνω τα σύννεφα και χουφτώνω τους αστερισμούς.
Χορεύω βαλς με τη Μεγάλη Αρκούδα, παίζω
κρυφτό με τη Μικρή, σβήνω το Άλφα του Κενταύρου.
Κι ύστερα, σαν παραχορτασμένος σκύλος, νωχελικά απλώνομαι
πάνω στην πλάτη του χάους, ενός καλοσυνάτου
βροντόσαυρου που δε σταματά στιγμή να ταξιδεύει, και εκεί
κοιμάμαι ανυποψίαστος για το πού θα με βρει η αυγή.
Έρχονται στιγμές που βρίσκεις στη ζωή όσα μόνο από το
θάνατο μπορούσες να ελπίζεις.



ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΤΗΣ ΡΑΤΣΑΣ ΜΑΣ

Οι καλύτεροι της ράτσας μας γίνονται φονιάδες

Ακολουθούν σε απόσταση ασφαλείας

οι ποιητές

οι παραμυθάδες

οι τερατολόγοι γενικώς

Μερικές χιλιάδες έτη φωτός πιο πέρα
Πλατσουρίζουν αγέλαστοι κι ανόρεχτοι
Στα στάσιμα νερά της μετριότητας
Οι όμηροι του φόβου



ΜΠΑΛΩΜΈΝΕΣ ΑΠΟΧΈΣ

Θα 'ρθουν καιροί
Που ακόμη και τα βαλσαμωμένα πουλιά
Θα ανοίξουν
Τις φτερούγες τους
Και θα αποχωρήσουν περήφανα
από τις βιτρίνες μας.

Και εμείς
Οι δήθεν ζωντανοί και παντοδύναμοι
Πιο ηττημένοι από ποτέ
Θα τα κυνηγάμε ασθμαίνοντας
Και θα ανεμίζουν στον αέρα
Ανήμπορες
Οι μπαλωμένες μας απόχες



ΒΆΛΤΟΣ

Αυτός ο βάλτος στέκει
Πάνω απ' τους χρυσούς κίονες των ναών μας
Είμαστε οι ηττημένοι υπεράνθρωποι
Μας κατατρόπωσε

ένα ξεδοντιάρικο κουνούπι



ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑ

Πανωλεθρία
Η αυτογνωσία του σακάτη
Η εκδίκηση της ζάχαρης
Τα σαρκοφάγα τριαντάφυλλα
Η αγκαλιά του φακίρη
Η πρωινή σαστιμάρα του βρικόλακα
Ξενοδοχείο η Επανάληψη
Πανωλεθρία



ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ

Η σχιζοφρένεια είναι μια υγιής αντίδραση της ψυχής
και του πνεύματος ενάντια στη σταθερή και ανελέητη
εξουσία του χρόνου.



Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ

Είμαστε εδώ

Χωρίς να είμαστε

Αναπνέουμε
Περπατάμε
Μισούμε

Αγαπάμε

Αγοράζουμε
Πουλάμε
Μόνο και μόνο
Για να δικαιολογούμε

Την απουσία μας
Πώς μπορεί να ονομάζεται

Ένας κόσμος
Φτιαγμένος από σκιές

Ανύπαρκτων σωμάτων
Οι καθρέφτες αποτυπώνουν
Εντυπώσεις δυνατών ψευδαισθήσεων πόνου
Είμαστε όλοι

Ασθενικά αιμορραγούντα φαντάσματα
Μάταια προσπαθούμε ν' αφήσουμε τα χνάρια μας
Για την εποχή των πραγμάτων
Που θα ακολουθήσει
Τη δικιά μας εποχή των σκιών



ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΒΟ

Κι ο πιο μεγάλος φόβος μου φοβάται
μην και δεν τον φοβηθώ



ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΑΚΟΜΟΙΡΟ ΚΟΡΜΙ

Θυμήσου

Κι αν ακόμη υπάρχει αθανασία

Στο πνεύμα σου θα προσφερθεί

Τούτο το κακόμοιρο κορμί

Να στηριχτεί

Ούτε μια τόση δα ψευδαίσθηση δεν έχει

Μόνο κρεβάτια καταβόθρες
Βάναυσα αγκαλιάσματα
Πρόσκαιρα τιποτένια μελανώματα

Δαγκωματιές ρηχές

Λιποταξίες

Να προσδοκάς τη σκόνη

Αυτό δεν είναι άλλοθι



ΠΟΛΕΜΟΣ

Στα χαρακώματα του εγκεφάλου οι στρατιώτες της μνήμης
οπλισμένοι με δάκρυα υδρογονοβόμβες αμύνονται. Η
περισσυλογή ακατόρθωτη. Οι νύχτες εχθρεύονται τις νύχτες
και οι μέρες εχθρεύονται τις μέρες. Καμία συνοχή,
καμία αντιπαράθεση. Ένας κόσμος που χωρίστηκε στα
δύο και εκσφενδονίστηκε σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Πόλεμος η λέξη που γεμίζει χαρά τις παρέες των μικρών
αγοριών στις θορυβώδικες αλάνες. Πόλεμος το τελειωτικό
παιχνίδι που δημιουργεί και καταστρέφει αυτοστιγμεί
την κόλαση του ανδρισμού, που μεσουρανεί πάνω στο
καύκαλο των ερωτικών τραγουδιών.



Η ΣΚΕΨΗ ΛΕΝ ΠΩΣ ΤΡΕΧΕΙ

Η σκέψη λεν πως τρέχει

πιο γρήγορα απ' το φως
Μα αν είναι να βρεις την αγάπη σου
Όσο κι αν βιάζεσαι
Καλύτερα ξεκινά με τα πόδια



ΛΑΘΟΣ ΚΙΝΗΣΗ

Καθισμένος ένα ολόκληρο απόγευμα
Στην παλιά μπαλωμένη μου πολυθρόνα
Μην περιμένοντας κανέναν να μου χτυπήσει την πόρτα

και κανέναν να με χαϊδέψει
και κανέναν να με μαστιγώσει
και κανέναν να με δεχτεί
και κανέναν να με απορρίψει

Ένιωσα να με πλησιάζει κάτι

που θα μπορούσε να 'ταν η ευτυχία
Τότε σηκώθηκα να σημειώσω αυτές τις λέξεις
Και όλα πήγανε στράφι



ΕΙΔΑ ΕΝΑΝ ΑΝΤΡΑ ΝΑ ΠΕΦΤΕΙ

Είδα έναν άντρα να πέφτει
όμως δεν πρόλαβα να κάνω ευχή



ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ

Ο Σούπερμαν, σε μια μικρή ξαφνική διάλειψη ανασφάλειας
που τον επισκέφτηκε σε ώρα πτήσης, γκρεμοτσακίστηκε
πάνω στην ταράτσα του Ινστιτούτου Υπαρξιστικών
Ερευνών.



ΠΑΡΟΙΜΙΑ

Μπάτε, φίλοι σκύλοι μου, αλέστε
Κι αν πάλι δε χορτάσετε
μη με καταριέστε



ΜΙΑ ΕΥΧΗ

- Κάνε μια ευχή με μια λέξη
— Όχι πόνος
- Μα αυτές είναι δύο
- Στ' αρχίδια μου

ΗΑΡΡΥΕΝD Ι

-
Έι, μάνατζερ, έχω κάτι δάκρυα για πούλημα
-
Επιτέλους, πάνω που σε νόμιζα ξοφλημένο!
-
Πιο πολύ γι' αυτό έκλαψα
-
Έλα στην αγκαλιά μου, μεγάλε μου αρτίστα,
Πληγωμένο μου σκυλί,
Σ' αγαπώ σαν φουσκωμένο πορτοφόλι!

ΗΑΡΡΥΕΝD II

—Έι, μάνατζερ, έχω κάτι φόβους για πούλημα

-
Αληθινούς;
-
Αληθινούς
-
Ανελέητους;
-
Ανελέητους
-
Πρωτότυπους;
-
Ξέρω γω;
-
Δώσ' μου κάτι να καταλάβω!
-
Να, καμιά φορά φοβάμαι πως ο κόσμος αναπνέει
μες στην κωλοτρυπίδα σου
-
Σ' αγαπώ, λατρεμένε μου μπάσταρδε,
σ' αγαπώ σαν τα ρουθούνια μου

Ο ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΦΟΥΚΑΡΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Είμαι ο εκλεκτός φουκαράς της ζωής
Οπλισμένος με πληγές - χάπια - τσιγάρα


διαβατήριο - συνάλλαγμα
Περνάω ελεύθερα από τη μια διάσταση στην άλλη
Και επιστρέφω γκρινιάζοντας
Σε δυσδιάστατες άγραφες σελίδες



ΜΗΤΕΡΑ ΘΛΙΨΗ

Φανερώσου
Με τα σκοτάδια σου να χαμογελούν
Την πέτρινη αγκαλιά σου να ορέγεται ακόμη
Στρατιές μοναχικών δημίων
Τους πειρατές των εφτά σκουπιδότοπων
Με τις λιγδιάρικες στολές τους
Να λαμπυρίζουν
Στη διάταξη των μικρών και των μεγάλων φαλλών
Αναλογίσου όλους εμάς
Που καρτερούμε τυλιγμένοι σε μολυσμένες ρόμπες
Με παντόφλες και κέρατα
Ρίχνοντας χαμόγελα νάρκες στους καχύποπτους γείτονες
Όλους εμάς
Που φτυαρίζουμε αποκαμωμένοι το σκοτάδι
Με υπεριώδη βλέμματα
Και στρώνουμε δείπνα συντροφικά
Και μοιραζόμαστε ψίχουλα μπαγιάτικιας δόξας
Και μουχλιασμένους μύθους
Αναλογίσου μας και φανερώσου
Με το επίσημο σου ένδυμα
Με τα δόντια σου τα κοφτερά τα δίκαια
Ροκάνισε το θάνατο
Που καρφιτσώθηκε στα κόκαλα μας
Και ξαναβάφτισέ μας γιους σου
Φανερώσου
Μητέρα θλίψη
Δεν την αντέχουμε πια
Τόση ορφάνια



ΑΓΝΩΣΤΗ Χ

Με σκαλίζεις σαν ξερό χωράφι
Κι ό,τι σάπιο κι άχρηστο βρίσκεις το αγαπάς
Το χρυσάφι μου το πετάς στα σκουπίδια
Αναλογίζομαι την ώρα που θα φεύγεις
Νομίζοντας πως πήρες ό,τι ήθελες να πάρεις
Δίχως ποτέ να σου περάσει απ' το μυαλό
Πως πήρες ό,τι σου άξιζε να πάρεις



ΔΕΛΤΑ

Δεν ξέρω πώς συμβαίνει
Μια σταγονίτσα της να με ξεπλένει
Να παρασέρνει μακριά

τόση βρομιά
Δεν ξέρω πώς συμβαίνει
Ν' ακούω τόσα πολλά όταν σωπαίνει
Να νιώθω τόση απλοχωριά

σε μια αγκαλιά
Δεν ξέρω πώς συμβαίνει
Μια σπίθα τόση δα να με ζεσταίνει
Να ζω μια ολόκληρη ζωή

κάθε στιγμή



ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Παράξενος διεστραμμένος άνθρωπος που ήταν
Τόση ομορφιά τριγύρω του
Κι αυτός χαιρόταν



ΧΩΜΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ

Χώρες που απλώνεστε γαλήνιες δίχως σύνορα
Διάφανες πόλεις κρυμμένες μες στο φως
Λικνίζεστε στην άκρη του ορίζοντα
Σαν όνειρο, σαν πόθος κοντινός
Μα εγώ κάτω απ' τα κύματα σας χάνω
Πώς να νικήσω αυτό τον άγριο καιρό
Βουλιάζω μες στο τίποτα κι όλο φοβάμαι
Φοβάμαι πως θ' αργήσω να σας βρω



ΚΥΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΑΝΕΜΩΝ

Κυρία των μέσα μου ανέμων,

Δε θέλω να αρνηθώ ό,τι ακριβώς σε οδήγησε

Να σπείρεις μέσα μου την ευλογία της κίνησης

Της πράξης

Να ρίξεις το σκοινί
Στο σκοτεινό κι αλλόκοτο πηγάδι
Που χρόνια λαθροζούσα
Για να βρεθώ ξανά στο λαμπερό σου κόσμο
Το θαυμαστό
Τον πληγωμένο
Σου υπόσχομαι να ξεκοιλιάζω κάθε βράδυ
Τους θλιβερούς ορίζοντες της λογικής μου
Ν' απογειώνομαι από τις φλούδες του γραπτού μου λόγου
Στους πλησιέστερους φιλάσθενους πλανήτες
Κάθε φορά και μ' ένα αλλιώτικο τραγούδι
Να ξεμουδιάζω γλείφοντας τον κοφτερό σου σκελετό
Κι ούτε ένα Μάιο δε θ' ανεχτώ
Να σκύψει πάνω μου
Με λόγια σκωπτικά
Και σύριγγες
Και φαγωμένα χείλη
Να ειρωνευτεί την αδειανή και χυλωμένη μου πατρίδα
Πιο ριψοκίνδυνος κι από τον Ναζωραίο
Θα περπατήσω πάνω απ' την κινούμενη
Τη σαρκοφάγο άμμο



Που διατηρεί απρόσιτες τις χώρες των ιερών παλιάτσων
Και των σεληνιασμένων γελωτοποιών
Τραυλίζοντας λόγια ισχνά
Μα και σπουδαία
Θ' αποσυρθώ στις προθανάτιες κοιλάδες των λοιμών
Και της αγάπης
Όπου απ' το μαύρο χώμα τους διάσπαρτα ξεφυτρώνουν
Κορμιά ανθρώπινα διαμελισμένα
Πλάι στις φεγγαρολουσμένες παπαρούνες
Ίσως κι εγώ εκεί να λησμονήσω τον τραυματία ουρανό
Και ν' αρχινήσω ένα τραγούδι που θα λέει μόνο
Σ' αγαπώ - σ' αγαπώ
Και σαν τελειώνει θα σταματάνε τα ποτάμια
Κι οι οδοντοστοιχίες θα εκρήγνυνται
Και θα γεμίζει ο αέρας πέταλα καρατομημένων ανθών
Καρπούς γυναικείων χεριών
Και λιωμένα κοσμήματα
Κυρία των μέσα μου ανέμων,
Τιμώρησε με αν θες
Γύμνασε με στο γέλιο και στον πόνο
Είμαι ο οριστικός εραστής σου
Ο αόριστος
Ο τωρινός και ο παντοτινός
Ο πιο ανώριμος
Ο πιο σοφός
Τώρα πια γνωρίζω τι μ' οδηγεί να υποτάσσομαι
Στην ετοιμόρροπη και ασθενική σου θέληση



ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

Η πίκρα στο στόμα το πρωί
Δεν έχει να κάνει με τσιγάρα
Και χθεσινοβραδινά μεθύσια
Χρόνος προδομένος είναι
Που αργά και σταθερά
Μου σφίγγει το λαρύγγι

Τ' αδέσποτα σκυλιά κείτονται ψόφια
Πάνω στο λεπτό παγωμένο δέρμα της λίμνης
Ονειρεύονται τη θάλασσα
Κι ευτυχώς ευτυχώς ευτυχώς
Κανείς πια δεν μπορεί
Να τα ξυπνήσει



ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΟΥΜΕ

Προτείναμε τα μελανιασμένα στήθη μας

Στα ξωτικά των λεωφόρων

Ουρλιάζαμε από κατάνυξη

Δαιμονισμένοι

Στις τακτικές ολονύχτιες λατρείες μας
Εγώ κι οι φίλοι μου

Είχαμε τους θεούς με το μέρος μας

Τίποτα δε φαινόταν πως μπορούσε

Να σκορπίσει τα σκονισμένα μας στέμματα
Εγώ κι οι φίλοι μου

Ατρόμητοι βασιλιάδες των σκοταδιών
Μονάχα ο χρόνος απεδείχθη
Σταθερός και ανελέητος εχθρός
Μας κατατρόπωσε

Τώρα μπορείτε ανέμελοι να ψιθυρίζετε
Τις νυσταγμένες μελωδίες σας
Στα σοκάκια που κληρονομήσατε
Μα θα ξανάρθουμε
Κι αλίμονο σας
Θα ξανάρθουμε



ΑΠΟΗΧΟΙ

Καθισμένος στο κέντρο της μικρής μου αυλής
Νηφάλιος παρατηρώ
Την αγωνιώδη τρεχάλα της σκιάς μου
Γύρω γύρω στον ορίζοντα
Πού και πού φτάνουν στ' αφτιά μου
Οι απόηχοι από τις απόκοσμες στριγκλιές της

«Είμαστε περικυκλωμένοι απ' το Θεό
Είμαστε περικυκλωμένοι απ' το Θεό
Χωρίς ελπίδα
Ανέτοιμοι»



ΑΙΘΕΡΙΑ ΛΑΣΠΗ

Τώρα ταξιδεύεις χωρίς φόβο
Δικαιωμένη ως τις άκρες των νυχιών σου
Περιφέροντας την αιθέρια λάσπη σου
Το άρωμα των ζαχαρωμένων σπονδύλων σου
Και τη φωταγωγία της γλώσσας σου
Στο χωρίς τέλος ξεκίνημα
Όλων των πιθανοτήτων
Σε ζηλεύω
Σε λυπάμαι
Σε αγνοώ
Σκύβεις πάνω από το λεκέ της ανυπαρξίας σου
Θρηνώντας που δεν είσαι περισσότερο νεκρή



ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΩ
ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΚΥΒΟΥΝ

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν
Πάνω από ένα καθαρό κομμάτι χαρτί
Μέσα σε βρόμικες διαλυμένες κάμαρες
Γεμάτοι οργή κι απόγνωση
Αποφασισμένοι ωστόσο
Να το λεκιάσουν με λέξεις

βρόμικες λέξεις
άγιες λέξεις
λέξεις κλειδιά
ιδέες φαντάσματα
λυτρωτικές φράσεις

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς τους μανιακούς του λόγου

Να γλείψω το μελάνι από τα δάχτυλα τους
Να φιλήσω τα παραμορφωμένα τους μέτωπα
Να συμμαζέψω τις τσαλακωμένες τους ονειρώξεις
Να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη του έρωτα τους
Να τους καθησυχάσω
Να τους πείσω πως δε χρειαζόμαστε άλλο αίμα γι' απόψε
Πως χορτάσαμε
Κι ύστερα να τους βάλω στο κρεβάτι
Και να τους νανουρίσω



ΛΕΞΕΙΣ

Λέξεις λέξεις λέξεις

Νύχτωσε πάλι
Η μέρα που ήταν να 'ρθει σήμερα τι απέγινε;
Τραγούδησε ο ουρανός το τρυφερό τραγούδι του;
Για ποιον;
Που ήμουν εγώ;


Λέξεις λέξεις λέξεις


Ικέτευες και εκλιπαρούσες για ένα βηματάκι
Την ώρα που χιλιόμετρα μπορούσες να διανύσεις
Γύρω σου οι πάγοι λιώνανε


ποτάμια ορμητικά γεννιόνταν
Και συ σαν βράχος έστεκες κι αφουγκραζόσουν
Λέξεις

Νύχτωσε πάλι
Η μέρα που ήταν να 'ρθει σήμερα τι απέγινε;




ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ

Μας ξύπνησαν οι πόθοι κάποιου εξόριστου παράφρονα

θεού
Ερχόμαστε ουρλιάζοντας
Κι αλίμονο
Σ' όποιον νομίζει πως μπορεί στο διάβα μας ν' αντέξει
Οι ψευδαισθήσεις θα καούν
Θα φύγουν απ' τη μέση
Οι λέξεις θα ηττηθούν
Η κατανόηση θα θριαμβεύσει

Αναγνωστάκης Μανώλης, διάφορα

Πέντε μικρὰ θέματα


Ι

Μὲς στὴν κλειστὴ μοναξιά μου
Ἔσφιξα τὴ ζεστὴ παιδική σου ἄγνοια
Στὴν ἁγνὴ παρουσία σου καθρέφτισα τὴ χαμένη ψυχή μου.
Ἐμεῖς ἀγαπήσαμε. Ἐμεῖς
Προσευχόμαστε πάντοτε. Ἐμεῖς
Μοιραστήκαμε τὸ ψωμὶ καὶ τὸν κόπο μας
Κι ἐγὼ μέσα σὲ σένα καὶ σ᾿ ὅλους.


ΙΙ

Ἴσκιοι βουβοὶ ἀραγμένοι στὴ σκάλα
Μάτια θολὰ ποὺ κράτησαν εἰκόνες θαλασσινὲς
Κύματα μὲ τὴ γλυκιὰν ἀγωνία στὴν κάτασπρη ράχη
Γυμνὸς κυλίστηκα μέσα στὴν ἄμμο μὰ δὲν ὑποτάχτηκα
Καὶ δὲν ἀγάπησα μόνον ἐσένα ποὺ τόσο μὲ κράτησες
Ὅπως ἀγάπησα τὰ ναυαγισμένα καράβια μὲ τὰ τραγικὰ ὀνόματα
Τοὺς μακρινοὺς φάρους, τὰ φῶτα ἑνὸς ἀπίθανου ὁρίζοντα
Τὶς νύχτες ποὺ γύρευα μόνος νὰ βρῶ τὸ χαμένο ἑαυτό μου
Τὶς νύχτες ποὺ μόνος γυρνοῦσα χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ νιώσει
Τὶς νύχτες ποὺ σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αὐταπάτη.


ΙΙΙ

...


IV

Κάτω ἀπ᾿ τὰ ροῦχα μου δὲ χτυπᾶ πιὰ ἡ παιδική μου καρδιὰ
Λησμόνησα τὴν ἀγάπη πού ῾ναι μόνο ἀγάπη
Μερόνυχτα νὰ τριγυρνῶ χωρὶς νὰ σὲ βρίσκω μπροστά μου
Ὁρίζοντα λευκὲ τῆς ἀστραπὴς καὶ τοῦ ὄνειρου
Ἔνιωσα τὸ στῆθος μου νὰ σπάζει στὴ φυγή σου
Ψυχὴ τῆς ἀγάπης μου ἀλήτισσα
Λεπίδι τοῦ πόθου μου ἀδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη τῆς σκέψης μου.


V

Χαρά, Χαρά, ζεστὴ ἀγαπημένη
Τραγούδι ἀστείρευτο σὲ χείλια χιμαιρικὰ
Στὰ γυμνά μου μπράτσα τὸ εἴδωλό σου συντρίβω
Χαρὰ μακρινή, σὰν τὴ θάλασσα ἀτέλειωτη
Κουρέλι ἀκριβὸ τῆς πικρῆς ἀναζήτησης
Ἄσε νὰ φτύσω τὸ φαρμάκι τῆς ψεύτρας σου ὕπαρξης
Ἄσε νὰ ὁραματιστῶ τὶς νεκρὲς ἀναμνήσεις μου
(Ἀνελέητο κύμα τῆς νιότης μου).
Ὢ ψυχὴ τὴν ἀγωνία ἐρωτευμένη!

13.12.43

Θυμᾶσαι ποὺ σοῦ ῾λεγα
Ὅταν σφυρίζουν τὰ πλοῖα μὴν εἶσαι στὸ λιμάνι.
Μὰ ἡ μέρα ποὺ ἔφευγε ἤτανε δικιά μας
καὶ δὲ θὰ θέλαμε ποτὲ νὰ τὴν ἀφήσουμε
Ἕνα μαντήλι πικρὸ θὰ χαιρετᾶ τὴν ἀνίατου γυρισμοῦ
Κι ἔβρεχε ἀλήθεια πολὺ κι ἤτανε ἔρημοι οἱ δρόμοι
Μὲ μιὰ λεπτὴν ἀκαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι οἱ ἄνθρωποι τόσο λησμονημένοι -
Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι; Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι;
Κι ἕσφιγγα τὰ χέρια σου Δὲν εἶχε τίποτα τ᾿ ἀλλόκοτο ἡ κραυγή μου.
Θὰ φύγουμε κάποτε ἀθόρυβα καὶ θὰ πλανηθοῦμε
Μὲς στὶς πολύβοες πολιτεῖες καὶ στὶς ἔρημες θάλασσες
Μὲ μιὰν ἐπιθυμία φλογισμένη στὰ χείλια μας
Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ γυρέψαμε καὶ μᾶς τὴν ἀρνήθηκαν
Ξεχνοῦσες τὰ δάκρυα, τὴ χαρὰ καὶ τὴ μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκὰ πανιὰ π᾿ ἀνεμίζονται.
Ἴσως δὲ μένει τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ αὐτὸ νὰ θυμόμαστε.
Μὲς στὴν ψυχή μου σκιρτᾶ τὸ ἐναγώνιο Γιατί,
Ρουφῶ τὸν ἀγέρα τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἐγκατάλειψης
Χτυπῶ τοὺς τοίχους τῆς ὑγρῆς φυλακῆς μου
            καὶ δὲν προσμένω ἀπάντηση
Κανεὶς δὲ θ᾿ ἀγγίξει τὴν ἔκταση τῆς στοργῆς
            καὶ τῆς θλίψης μου.
Κι ἐσὺ περιμένεις ἕνα γράμμα ποὺ δὲν ἔρχεται
Μιὰ μακρινὴ φωνὴ γυρνᾶ στὴ μνήμη σου καὶ σβήνει
Κι ἕνας καθρέφτης μετρᾶ σκυθρωπὸς τὴ μορφή σου
Τὴ χαμένη μας ἄγνοια, τὰ χαμένα φτερά.

Ποιητική

-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.
-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;
Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.
Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις
Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.

Ὁ Οὐρανός

Πρῶτα νὰ πιάσω τὰ χέρια σου
Νὰ ψηλαφίσω τὸ σφυγμό σου
Ὕστερα νὰ πᾶμε μαζὶ στὸ δάσος
Ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τὰ μεγάλα δέντρα
Ποὺ στὸν κάθε κορμὸ ἔχουμε χαράξει
Ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ ἱερὰ ὀνόματα
Νὰ τὰ συλλαβίσουμε μαζὶ
Νὰ τὰ μετρήσουμε ἕνα-ἕνα
Μὲ τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ σὰν προσευχή.
Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός.
Δὲν περνοῦν ἀπὸ δῶ ξυλοκόποι.

Νέοι της Σιδῶνος

Κανονικὰ δὲν πρέπει νἄχουμε παράπονο
Καλὴ κι ἐγκάρδια ἡ συντροφιά σας, ὅλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά- ἀρτιμελῆ ἀγόρια
Γεμάτα πάθος κι ἔρωτα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴ δράση.
Καλά, μὲ νόημα καὶ ζουμὶ καὶ τὰ τραγούδια σας
Τόσο, μὰ τόσο ἀνθρώπινα, συγκινημένα,
Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ πεθαίνουν σ᾿ ἄλλην Ἤπειρο
Γιὰ ἥρωες ποὺ σκοτωθῆκαν σ᾿ ἄλλα χρόνια,
Γιὰ ἐπαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Γιὰ τὸν καημὸ τοῦ ἐν γένει πάσχοντος Ἀνθρώπου.
Ἰδιαιτέρως σᾶς τιμᾷ τούτη ἡ συμμετοχὴ
Στὴν προβληματικὴ καὶ στοὺς ἀγῶνες τοῦ καιροῦ μας
Δίνετε ἕνα ἄμεσο παρὼν καὶ δραστικό- κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιοῦσθε μὲ τὸ παραπάνω
Δυὸ δυό, τρεῖς τρεῖς, νὰ παίξετε, νὰ ἐρωτευθεῖτε,
Καὶ νὰ ξεσκάσετε, ἀδελφέ, μετὰ ἀπὸ τόση κούραση.
(Μᾶς γέρασαν προώρως Γιῶργο, τὸ κατάλαβες;)

Ἐπιτύμβιον

Πέθανες- κι ἔγινες καὶ σύ: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.
Τριάντα ἕξη στέφανα σὲ συνοδέψανε, τρεῖς λόγοι ἀντιπροέδρων,
Ἑφτὰ ψηφίσματα γιὰ τὶς ὑπέροχες ὑπηρεσίες ποὺ προσέφερες.
Ἄ, ρὲ Λαυρέντη, ἐγὼ ποὺ μόνο τὄξερα τί κάθαρμα ἤσουν,
Τί κάλπικος παρᾶς, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μέσα στὸ ψέμα
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ, δὲν θὰ ῾ρθῶ τὴν ἡσυχία σου νὰ ταράξω.
(Ἐγώ, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μὲς στὴ σιωπὴ θὰ τὴν ἐξαγοράσω
Πολὺ ἀκριβὰ κι ὄχι μὲ τίμημα τὸ θλιβερό σου τὸ σαρκίο.)
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ. Ὡς ἤσουν πάντα στὴ ζωή: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.
Δὲ θά ῾σαι ὁ πρῶτος οὔτε δὰ κι ὁ τελευταῖος.

Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!

Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.
Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;
Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!

Ἐπίλογος

Οἱ στίχοι αὐτοὶ μπορεῖ καὶ νά ῾ναι οἱ τελευταῖοι
οἱ τελευταῖοι στοὺς τελευταίους ποὺ θὰ γραφτοῦν
Γιατί οἱ μελλούμενοι ποιητὲς δὲ ζοῦνε πιὰ
αὐτοὶ ποὺ θὰ μιλούσανε πεθάναν ὅλοι νέοι
Τὰ θλιβερὰ τραγούδια τους γενήκανε πουλιὰ
σὲ κάποιον ἄλλον οὐρανὸ ποὺ λάμπει ξένος ἥλιος
Γενῆκαν ἄγριοι ποταμοὶ καὶ τρέχουνε στὴ θάλασσα
καὶ τὰ νερά τους δὲν μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις
Στὰ θλιβερὰ τραγούδια τους φύτρωσε ἕνας λωτὸς
νὰ γεννηθοῦμε στὸ χυμό του ἐμεῖς πιὸ νέοι.

Ἐπίλογος

Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.
Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς
προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη
Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν
μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.
«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες
κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»

Ἔστω.
Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου. Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.

Χάρης 1944

Ἤμασταν ὅλοι μαζὶ καὶ ξεδιπλώναμε ἀκούραστα τὶς ὧρες μας
Τραγουδούσαμε σιγὰ γιὰ τὶς μέρες ποὺ θὰ ῾ρχόντανε
            φορτωμένες πολύχρωμα ὁράματα
Αὐτὸς τραγουδοῦσε, σωπαίναμε, ἡ φωνή του
            ξυπνοῦσε μικρὲς πυρκαγιὲς
Χιλιάδες μικρὲς πυρκαγιὲς ποὺ πυρπολοῦσαν τὴ νιότη μας
Μερόνυχτα ἔπαιζε τὸ κρυφτὸ μὲ τὸ θάνατο
            σὲ κάθε γωνιὰ καὶ σοκάκι
Λαχταροῦσε ξεχνώντας τὸ δικό του κορμὶ νὰ χαρίσει
            στοὺς ἄλλους μίαν Ἄνοιξη.
Ἤμασταν ὅλοι μαζὶ μὰ θαρρεῖς πῶς αὐτὸς ἦταν ὅλοι.
Μιὰ μέρα μᾶς σφύριξε κάποιος στ᾿ ἀφτί: «Πέθανε ὁ Χάρης»
«Σκοτώθηκε» ἢ κάτι τέτοιο. Λέξεις ποὺ τὶς ἀκοῦμε κάθε μέρα.
Κανεὶς δὲν τὸν εἶδε. Ἦταν σούρουπο.
Θά ῾χε σφιγμένα τὰ χέρια ὅπως πάντα
Στὰ μάτια του χαράχτηκεν ἄσβηστα ἡ χαρὰ
            τῆς καινούριας ζωῆς μας
Μὰ ὅλα αὐτὰ ἦταν ἁπλὰ κι ὁ καιρὸς εἶναι λίγος.
            Κανεὶς δὲν προφταίνει.
...Δὲν εἴμαστε ὅλοι μαζί. Δυὸ τρεῖς ξενιτεύτηκαν
Τράβηξεν ὁ ἄλλος μακριὰ μ᾿ ἕνα φέρσιμο ἀόριστο
            κι ὁ Χάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι ἄλλοι, μᾶς ᾖρθαν καινούριοι, γεμίσαν οἱ δρόμοι
Τὸ πλῆθος ξεχύνεται ἀβάσταχτο, ἀνεμίζουνε πάλι σημαῖες
Μαστιγώνει ὁ ἀγέρας τὰ λάβαρα.
            Μὲς στὸ χάος κυματίζουν τραγούδια.
Ἂν μὲς στὶς φωνὲς ποὺ τὰ βράδια τρυποῦνε ἀνελέητα τὰ τείχη
Ξεχώρισες μία: Εἶν᾿ ἡ δική του. Ἀνάβει μικρὲς πυρκαγιὲς
Χιλιάδες μικρὲς πυρκαγιὲς ποὺ πυρπολοῦν
            τὴν ἀτίθαση νιότη μας
Εἶν᾿ ἡ δική του φωνὴ ποὺ βουίζει στὸ πλῆθος
            τριγύρω σὰν ἥλιος
Π᾿ ἀγκαλιάζει τὸν κόσμο σὰν ἥλιος
            ποὺ σπαθίζει τὶς πίκρες σὰν ἥλιος
Ποὺ μᾶς δείχνει σὰν ἥλιος λαμπρὸς τὶς χρυσὲς πολιτεῖες
Ποὺ ξανοίγονται μπρός μας λουσμένες
            στὴν Ἀλήθεια καὶ στὸ αἴθριο τὸ φῶς.

Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ.

Τὸ ποίημα ἀνήκει στὴ συλλογὴ Ὁ Στόχος (1970). Πρωτοδημοσιεύτηκε στὰ Δεκαοχτὼ Κείμενα, ποὺ ἡ ἔκδοσή τους ἀποτέλεσε τὴν πρώτη πράξη ὁμαδικῆς δημόσιας ἀντίστασης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων κατὰ τῆς δικτατορίας. Εἶναι ποίημα πολιτικό, ὅπως ἐξάλλου καὶ πολλὰ ἄλλα ποιήματα τοῦ Ἀναγνωστάκη, καὶ ἀπηχεῖ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση ἀπὸ τὴ μετακατοχικὴ περίοδο καὶ τὴ στρατιωτικὴ δικτατορία.
Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.
Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ
            τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.
Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε
Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται,
Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες,
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα
            οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους
Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
            τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται
            ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
- ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,
            τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.

Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος...

Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους
Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα
Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση
Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων
Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;
Ξέρει νὰ σφίγγει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε
Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;
(κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα
βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους μεγάλωσαν
πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας
διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.)
Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατὶ ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ
Ἢ γιατὶ ἔτσι φτύνουμε ἕνα-ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα
Καὶ μία στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾷ μίαν ἡλιαχτίδα
Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴ ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις
Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις
Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ᾿ ὄνομά σου
Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μίαν ἐπικαιρότητα
Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις
Κι ἂν σκέφτομαι εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη.
Μὰ ποιὸς θα᾿ ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;

Ἀπροσδιόριστη χρονολογία

Αὐτὴ ἡ μέρα πέρασε χωρὶς καμιὰν ἀπόχρωση
Τόσο διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες μέρες
(Ἴσως ἡ ἀπαρχὴ ὁμοίων ἡμερῶν)
ἔσβησεν ἔτσι ἀνάλαφρα ὅπως ᾖρθε
χωρὶς νὰ παιχνιδίσει ὁ ἥλιος στὰ κλαδιὰ
Τράβηξε τὶς κουρτίνες της μὲ διάκρισην ἡ νύχτα.
Μιὰ μέρα τόσο διάφορη ἀπ᾿ τὶς ἄλλες
Χωρὶς τὰ σύμβολα τοῦ «πλήν» καὶ τοῦ «σὺν»
π᾿ αὐλακώνουν τὴ σκέψη
Χωρὶς νὰ βαραίνει κἂν τὴ ζυγαριὰ τῆς μνήμης
Πὲς σὰ μιὰ σαπουνόφουσκα ποὺ τρυπήσαμε μὲ τὴν καρφίτσα
Σὰν τὸν καπνὸ τσιγάρου χωρὶς ἄρωμα.
Ἔτσι ἔπεσε ἕνα φύλλο ἀπὸ τὸ καλαντάρι
Δίχως τὸν παραμικρότερο ἦχο
(Χάθηκε καὶ δὲν ψάξαμε νὰ τὸ βροῦμε)
Ἔμεινε τὸ συρτάρι μας ὅπως τὸ ἀφήσαμε.
Ἴσως -λές- πὼς δὲν ἤτανε κἂν μία μέρα
Μόνο που σήμερα φωνάζουν ἀρνητικὰ οἱ ἀριθμοὶ
Τὸ ρολόι γυρισμένο ἕνα ἀκόμη εἰκοσιτετράωρο
-Λές- πῶς περάσαμε ἀσυνείδητα τὰ μεσάνυχτα
Ἕναν ὁλόισιο ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο.

Κάθε πρωΐ

Κάθε πρωὶ
Καταργοῦμε τὰ ὄνειρα
Χτίζουμε μὲ περίσκεψη τὰ λόγια
Τὰ ροῦχα μας εἶναι μιὰ φωλιὰ ἀπὸ σίδερο
Κάθε πρωὶ
Χαιρετᾶμε τοὺς χθεσινοὺς φίλους
Οἱ νύχτες μεγαλώνουν σὰν ἁρμόνικες
-Ἦχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ἀσήμαντες ἀπαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους.
Μὰ ποῦ τελειώνει ἡ μοναξιά;)

Θά ῾ρθει μιὰ μέρα

Θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲ θά ῾χουμε πιὰ τί νὰ ποῦμε
Θὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτια
Ἡ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲ
βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ
Θὰ ταξιδέψουμε κάπου, ἔτσι ἀπὸ ἀνία ἢ γιὰ νὰ
ποῦμε πὼς κι ἐμεῖς ταξιδέψαμε.
Ὁ κόσμος ψάχνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ βρεῖ τουλάχιστο
τὸν ἔρωτα, μὰ δὲν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνὰ πὼς ἡ ζωή μας εἶναι τόσο μικρὴ
ποὺ δὲν ἀξίζει κἂν νὰ τὴν ἀρχίσει κανείς.
Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα θὰ πάω στὸ Μοντεβίδεο ἴσως καὶ
στὴ Σαγκάη, εἶναι κάτι κι αὐτὸ δὲ μπορεῖς
νὰ τὸ ἀμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- ἀτέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ἕνα βράδυ
-ξεχνῶ πάνω σὲ τί- κι εἶναι κρῖμα γιατὶ ἦταν τόσο
 μα τόσο ἐνδιαφέρον.
Μιὰ μέρα, ἂς ἤτανε, νὰ φύγω μακριά σου ἀλλὰ κι
ἐκεῖ θά ῾ρθεις καὶ θὰ μὲ ζητήσεις
Δὲ μπορεῖ, Θέ μου, νὰ φύγει κανεὶς μοναχός του.

Δρόμοι παλιοί

Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ
Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες
Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα
κι οὔτε κανένας κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε μὲ γνώριζε

Ἤτανε νέοι

Οἱ δρόμοι ἦταν σκοτεινοὶ καὶ λασπωμένοι
τὸ πιάτο στὸ τραπέζι λιγοστό,
τὸ φιλὶ στὸ κατώφλι ἦταν κλεφτὸ
καὶ ἔρωτες μέσα στὶς καρδοῦλες κλειδωμένοι
Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ
καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειὰ
Τὰ βράδια ξενυχτοῦσαν στὰ ὑπόγεια,
καὶ σβάρνα ὁλημερὶς στὶς γειτονιὲς
ἄχ! τὰ σοκάκια ἐκεῖνα κι οἱ γωνιὲς
σφιχτὰ ποὺ φυλάξαν τὰ τίμια λόγια
Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ
καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειὰ
Δὲν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι, μάνα σπίτι
ἕναν δὲν δίναν γιὰ τὸ σήμερα παρᾶ
δὲ ρίχνανε δραχμὲς στὸν κουμπαρᾶ
δὲν κράταγαν μεζούρα καὶ διαβήτη
Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ
καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειά

Ὅταν μίαν ἄνοιξη

Ὅταν μίαν ἄνοιξη χαμογελάσει
θὰ ντυθεῖς μία καινούργια φορεσιὰ
καὶ θὰ ῾ρθεῖς νὰ σφίξεις τὰ χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι ἴσως κανεὶς δὲ σὲ προσμένει νὰ γυρίσεις
μὰ ἐγὼ νιώθω τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς σου
κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο στὴν ὥριμη, πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τὴ νύχτα, σφυρίζοντας,
ἢ ἕνα πλοῖο, μακρινὸ κι ἀπροσδόκητο
θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ  τὴ νιότη μας
καὶ τὰ ὄνειρά μας
Κι ἴσως τίποτα, ἀλήθεια, δὲν ξέχασες
μὰ ὁ γυρισμὸς πάντα ἀξίζει περσότερο
ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη κι ἀγάπη σου
παλιέ μου φίλε

Τὸ σκάκι

Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη
Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...

Φοβᾶμαι...

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατί, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.
Νοέμβρης 1983

Ποιήματα ποὺ μᾶς διάβασε ἕνα βράδυ ὁ λοχίας Οtto V...

I

Σὲ δυὸ λεπτὰ θὰ ἀκουστεῖ τὸ παράγγελμα «Ἐμπρός»
Δὲν πρέπει νὰ σκεφτεῖ κανένας τίποτε ἄλλο
Ἐμπρὸς ἡ σημαία μας κι ἐμεῖς ἐφ' ὅπλου λόγχη ἀπὸ πίσω
Ἀπόψε θὰ χτυπήσεις ἀνελέητα καὶ θὰ θὰ χτυπηθεῖς
Θὰ τραβήξεις μπροστὰ τραγουδώντας ρυθμικὰ ἐμβατήρια
Θὰ τραβήξεις μπροστὰ ποὺ μαντεύονται χιλιάδες ἀνήσυχα μάτια
Ἐκεῖ ποὺ χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω ἀπὸ μία ἄλλη σημαία
Ἕτοιμα νὰ χτυπήσουν καὶ νὰ χτυπηθοῦν.
Σ᾿ ἕνα λεφτὸ πρέπει νὰ μᾶς δώσουν τὸ σύνθημα
Μιὰ λεξοῦλα μικρὴ ποὺ σὲ λίγο ἐξαίσια θὰ λάμψει.
(Κι ἐγὼ ποὺ ἔχω μία ψυχὴ παιδικὴ καὶ δειλὴ
Ποὺ δὲν θέλει τίποτε ἄλλο νὰ ξέρει ἀπὸ τὴν ἀγάπη
Κι ἐγὼ πολεμῶ τόσα χρόνια χωρίς, Θέ μου, νὰ μάθω γιατί
Καὶ δὲ βλέπω μπροστὰ τόσα χρόνια παρὰ μόνο τὸ δίδυμο ἀδερφό μου.)

II

Σὲ τούτη τὴ φωτογραφία ἤμουνα νέος κοντὰ 22
χρονῶ. ἐδῶ εἶναι ἡ γυναῖκα π᾿ ἀγαποῦσα: ἡ
γυναῖκα μου
Τὴ λέγανε Μάρθα· ἔσφιγγε τὸ γιό μου μὲ λαχτάρα
στὴν ἀγκαλιά της
Δὲ μοῦ ῾πε: «χαίρομαι ποὺ πᾶς νὰ πολεμήσεις».
Ἔκλαιγε σὰν ἕνα μικρὸ κοριτσάκι.
Κι ἐδῶ κάποιο σπίτι παλιὸ μ᾿ ἕναν κῆπο στὴ μέση
καὶ μ᾿ ἄνθη...
...Θυμᾶσαι ὅταν ἤμασταν παιδιὰ εἴχαμε ἕνα ξύλι-
νο ἄλογο καὶ μία γυαλιστερὴ τρομπέτα
Τὰ βράδια ξαγρυπνούσαμε στὰ βιβλία μὲ τὶς ἀρ-
χαῖες ἡρωικὲς ἱστορίες
Τὸν ἀθῷο μας ὕπνο τυράννησαν οἱ ἀντίλαλοι τῶν
φημισμένων πολεμιστῶν
Ὕστερα τὰ ξεχάσαμε ὅλα αὐτὰ σὲ μία γωνιὰ γε-
λώντας γιὰ τὰ παιδιάστικα καμώματα.
Ἴσως αὔριο μιὰ τόση τρυπίτσα μοῦ χαράξει τό μέ-
τωπο
Ὢ μία τρυπίτσα ποὺ χωρᾷ ὅλο τὸν πόνο τῶν ἀν-
θρώπων
Ποιὸς εἶμαι; Ποῦ βρίσκομαι; Σκίστε τὰ ροῦχα
μου ἐδῶ μπροστὰ στὸ στῆθος
Ἴσως θὰ βρεῖτε ἀκόμα τ᾿ ὄνομά μου σκαλισμένο.
Ποιὸς τὸ θυμᾶται;
Ψάξτε τὰ ροῦχα μου ἀκόμα... Ἐδῶ ἤμουνα νέος
22 μόλις χρονῶ
Κι ἐδῶ μιὰ γυναῖκα ποὺ σφίγγει μὲ λαχτάρα ἕνα
παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της.
(Ἔκλαιγε ἀλήθεια ὅταν ἔφευγα σὰν ἕνα μικρὸ κο-
ριτσάκι).

Κι ἤθελε ἀκόμη...

Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ
Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους
Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία
Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα
Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις.
Ἐκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά, μαζεύω μὲ τάξη,
Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο
Κρεμῶ κομμένα χέρια στοὺς τοίχους, στολίζω
Μὲ τὰ κομμένα κρανία τὰ παράθυρα, πλέκω
Μὲ κομμένα μαλλιὰ τὸ δίχτυ μου καὶ περιμένω.
Ὄρθιος καὶ μόνος σὰν καὶ πρῶτα περιμένω.

Μιλῶ…

Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταῖα σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶν
Γιὰ τὰ κουρέλια ἀπὸ τὰ γιορτινά μας φορέματα
Γιὰ τὰ παιδιά μας ποὺ πουλᾶν τσιγάρα στοὺς διαβάτες
Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ
Γιὰ τὰ σπίτια ποὺ χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν κρανία ξεδοντιασμένα
Γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ζητιανεύουν δείχνοντας στὰ στήθια τὶς πληγές τους
Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα
Γιὰ τὶς φλεγόμενες πόλεις τὰ σωριασμένα κουφάρια σοὺς δρόμους
Τοὺς μαστρωποὺς ποιητὲς ποὺ τρέμουνε τὶς νύχτες στὰ κατώφλια
Μιλῶ γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν τὸ φῶς λιγοστεύει τὰ ξημερώματα
Γιὰ τὰ φορτωμένα καμιόνια καὶ τοὺς βηματισμοὺς στὶς ὑγρὲς πλάκες
Γιὰ τὰ προαύλια τῶν φυλακῶν καὶ γιὰ τὸ δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.
Μὰ πιὸ πολὺ μιλῶ γιὰ τοὺς ψαράδες
Π᾿ ἀφήσανε τὰ δίχτυά τους καὶ πήρανε τὰ βήματά Του
Κι ὅταν Αὐτὸς κουράστηκε αὐτοὶ δὲν ξαποστάσαν
Κι ὅταν Αὐτὸς τοὺς πρόδωσε αὐτοὶ δὲν ἀρνηθῆκαν
Κι ὅταν Αὐτὸς δοξάστηκε αὐτοὶ στρέψαν τὰ μάτια
Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε καὶ τοὺς σταυρῶναν
Κι αὐτοί, γαλήνιοι, τὸ δρόμο παίρνουνε π᾿ ἄκρη δὲν ἔχει
Χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει
Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους.

Ἐπιτάφιο

Ἐδῶ ἀναπαύεται
Ἡ μόνη ἀνάπαυση τῆς ζωῆς του
Ἡ μόνη του στερνὴ ἱκανοποίηση
Νὰ κείτεται μαζὶ μὲ τοὺς ἀφέντες του
Στὴν ἴδια κρύα γῆ, στὸν ἴδιο τόπο.

Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ δρόμοι ποὺ γνωρίσαμε...

Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ δρόμοι ποὺ γνωρίσαμε
Ἀλλότριο πλῆθος ἕρπει τώρα στὶς λεωφόρους
Ἀλλάξαν καὶ τῶν προαστίων οἱ ὀνομασίες
Ὑψώνονται ἄσυλα στὰ γήπεδα καὶ στὶς πλατεῖες.
Ποιὸς περιμένει τὴν ἐπιστροφή σου; Ἐδῶ οἱ ἐπίγονοι
Λιθοβολοῦν τοὺς ξένους, θύουν σ᾿ ὁμοιώματα,
Εἶσαι ἕνας ἄγνωστος μὲς στὸ ἄγνωστο ἐκκλησίασμα
Κι ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ἀφορίζουνε τοὺς ξένους
Ρίχνουνε στοὺς ἀλλόγλωσσους κατάρες
Ἐσὺ στοὺς σκοτεινοὺς διαδρόμους χώσου
Στὶς δαιδαλώδεις κρύπτες ποὺ δὲν προσεγγίζει
Οὔτε φωνὴ ἀγριμιοῦ ἢ ἦχος τυμπάνου·
Ἐκεῖ δὲ θὰ σὲ βροῦν. Γιατί ἂν σ᾿ ἀφορίσουν
Κάποιοι –ἀναπόφευκτα– στὰ χείλη τους θὰ σὲ προφέρουν
Οἱ σκέψεις σου θ᾿ ἀλλοιωθοῦν, θὰ σοῦ ἀποδώσουν
Ψιθυριστὰ προθέσεις, θὰ σὲ ὑμνήσουν.
Μὲ τέτοιες προσιτὲς ἐπιτυχίες θὰ ἡττηθεῖς.
Τεντώσου ἀπορρίπτοντας τῶν λόγων σου τὴν πανοπλία
Κάθε ἐξωτερικὸ περίβλημά σου περιττὸ
Καὶ τῆς Σιωπῆς τὸ μέγα διάστημα, ἔτσι,
Τεντώσου νὰ πληρώσεις συμπαγής.

Ἡ ἀπόφαση

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.

If...

Ἂν - λέω ἄν...
ἂν ὅλα δὲ συνέβαιναν τόσο νωρὶς
ἡ ἀποβολή σου ἀπ᾿ τὸ Γυμνάσιο στὴν Ε´ τάξη,
μετὰ Χαϊδάρι, Ἅι-Στράτης, Μακρονήσι, Ἰτζεδίν,
ἂν στὰ 42 σου δὲν ἤσουν μὲ σπονδυλοαθρίτιδα
ὕστερα ἀπὸ τὰ εἴκοσι χρόνια τῆς φυλακῆς
μὲ δυὸ διαγραφὲς στὴν πλάτη σου, μιὰ δήλωση
ἀποκηρύξεως ὅταν σ᾿ ἀπομονῶσαν στὸ Ψυχιατρεῖο
ἂν - σήμερα λογιστὴς σ᾿ ἕνα κατάστημα ἐδωδίμων-
ἄχρηστος πιὰ γιὰ ὅλους, στιμμένο λεμόνι,
ξοφλημένη περίπτωση, μὲ ἰδέες ἀπὸ καιρὸ ξεπερασμένες,
ἂν - λέω ἄν...
μὲ λίγη καλὴ θέληση ἐρχόνταν ὅλα κάπως διαφορετικὰ
ἢ ἀπὸ μία τυχαία σύμπτωση, ὅπως σὲ τόσους καὶ τόσους
συμμαθητές, φίλους, συντρόφους - δὲ λέω ἀβρόχοις ποσὶ
ἀλλὰ ἄν...
(Φτάνει. Μ᾿ αὐτὰ δὲ γράφονται τὰ ποιήματα. Μὴν ἐπιμένεις.
Ἄλλον ἀέρα θέλουν γιὰ ν᾿ ἀρέσουν, ἄλλη «μετουσίωση».
Τὸ παραρίξαμε στὴ θεματογραφία).

Ἀφιέρωση

Γιὰ τοὺς ἐρωτευμένους ποὺ παντρεύτηκαν
Γιὰ τὸ σπίτι ποὺ χτίστηκε
Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ μεγάλωσαν
Γιὰ τὰ πλοῖα ποὺ ἄραξαν
Γιὰ τὴ μάχη ποὺ κερδήθηκε
Γιὰ τὸν ἄσωτο ποὺ ἐπέστρεψε
Γιὰ ὅλα ὅσα τέλειωσαν χωρὶς ἐλπίδα πιά.

Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικῆς ἀγωγῆς

Οἱ τσαγκαράδες νὰ φτιάσουν ὅπως πάντα γερὰ παπούτσια
Οἱ ἐκπαιδευτικοὶ νὰ συμμορφώνονται μὲ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τοῦ Ὑπουργείου
Οἱ τροχονόμοι νὰ σημειώνουν μὲ σχολαστικότητα τὶς παραβάσεις
Οἱ ἐφοπλιστὲς νὰ καθελκύουν διαρκῶς νέα σκάφη
Οἱ καταστηματάρχες ν᾿ ἀνοίγουν καὶ νὰ κλείνουν σύμφωνα μὲ τὸ ἑκάστοτε ὡράριο
Οἱ ἐργάτες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδου παραγωγῆς
Οἱ ἀγρότες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν κάθοδο τοῦ ἐπιπέδου καταναλώσεως
Οἱ φοιτητὲς νὰ μιμοῦνται τοὺς δασκάλους τους καὶ νὰ μὴν πολιτικολογοῦν
Οἱ ποδοσφαιριστὲς νὰ μὴ δωροδοκοῦνται πέραν ἑνὸς λογικοῦ ὁρίου
Οἱ δικαστὲς νὰ κρίνουν κατὰ συνείδησιν καὶ ἐκτάκτως μόνον, κατ᾿ ἐπιταγὴν
Ὁ τύπος νὰ μὴ γράφει ὅ,τι πιθανὸν νὰ ἐμβάλλει εἰς ἀνησυχίαν τοὺς φορτοεκφορτωτάς
Οἱ ποιητὲς ὅπως πάντα νὰ γράφουν ὡραῖα ποιήματα.
Σημ.: Πρόκειται περὶ προσχεδίου, ὡς ὁ τίτλος, καὶ προσφέρεται εἰς ἐλευθέραν δημοσίαν συζήτησιν. Μετὰ τὰς ἀκουσθησομένας ἀπόψεις θὰ γίνει τελικὴ ἐπεξεργασία ὑπὸ ὁμάδος ἐγκρίτων Ποιητῶν καὶ θὰ παραδοθεῖ εἰς τὸ κοινὸ πρὸς γνῶσιν καὶ ἀναμόρφωσιν.

Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατής...

Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατὴς
Ἀσήμαντος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος
Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται
Ξένος περιφέρεται στῶν ὁδῶν τὸ κάλεσμα-
Ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ οἱ νέοι σαλπιγκτὲς
Τῶν ἐπίλεκτων κλάσεων τοῦ μέλλοντος
Οἱ κραυγὲς τοὺς γκρεμίζουν τὰ σαθρὰ τείχη
Τήκουν τὴ λάσπη σὲ φωτεινοὺς ρύακες
Ἔρχονται οἱ ἁγνοί, οἱ ἀνυπόκριτοι.
Οἱ βιαστές, οἱ ἀμέτοχοι, οἱ παρθένοι.
Οἱ πονηροὶ συνδαιτυμόνες, οἱ ἀθῶοι
Οἱ ληξίαρχοι τῶν ἡμερῶν μας
Ἔρχεται τὸ μεγάλο παρανάλωμα
Μέσα στοὺς πίδακες τῶν πρόσχαρων νερῶν.
Ἔρχονται οἱ τελευταῖες προδιαγραφές
Μὰ τώρα αὐτὸς εἶναι ἁπλὸς θεατὴς
Ἀνώνυμος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος
Μὲ τὰ χέρια στὸ στῆθος σὰν ἕτοιμος νεκρὸς
Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται.
(Νὰ ξέρεις πάντα τὸ πότε καὶ τὸ πῶς)

Τὸ πρωΐ

Τὸ πρωὶ
Στὶς 5
Ὁ ξηρὸς
Μεταλλικὸς ἦχος
Ὕστερα ἀπὸ τὰ φορτωμένα καμιόνια.
Ποὺ θρυμματίζουνε τὶς πόρτες τοῦ ὕπνου.
Καὶ τὸ τελευταῖο «ἀντίο» τῆς παραμονῆς
Καὶ οἱ τελευταῖοι βηματισμοὶ στὶς ὑγρὲς πλάκες
Καὶ τὸ τελευταῖο σου γράμμα
Στὸ παιδικὸ τετράδιο τῆς ἀριθμητικῆς
Σὰν τοῦ μικροῦ παραθυριοῦ τὸ δίχτυ
Ποὺ τεμαχίζει μὲ κάθετες μαῦρες γραμμὲς
Τοῦ πρωινοῦ χαρούμενου ἥλιου τὴν παρέλαση.

Χειμώνας 1942

Ξημέρωσεν ὁ δείχτης πάλι Κυριακή.
Ἑφτὰ μέρες
Ἡ μιὰ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἄλλη
Δεμένες
Ὁλόιδιες
Σὰ χάντρες κατάμαυρες
Κόμπο λογιῶν του Σεμιναρίου.
Μιά, τέσσερις, πενηνταδυό.
Ἕξι μέρες ὅλες γιὰ μία
Ἕξι μέρες ἀναμονὴ
Ἕξι μέρες σκέψη
Γιὰ μία μέρα
Μόνο γιὰ μία μέρα
Μόνο γιὰ μίαν ὥρα
Ἀπόγευμα κι ἥλιος.
Ὧρες
Ταυτισμένες
Χωρὶς συνείδηση
Προσπαθώντας μία λάμψη
Σὲ φόντο σελίδων
Μὲ πένθιμο χρῶμα
Μιὰ μέρα ἀμφίβολης χαρᾶς
Ἴσως μόνο μίαν ὥρα
Λίγες στιγμὲς
Τὸ βράδυ ἀρχίζει πάλι ἡ ἀναμονὴ
Πάλι μίαν ἑβδομάδα, τέσσερις, πενηνταδυό
Σήμερα βρέχει ἀπ᾿ τὸ πρωί.
Ἕνα κίτρινο χιονόνερο.

Ἄτιτλο

(ὁ ποιητὴς ὑπογράφει ὡς: Μανοῦσος Φάσσης)
Στὸ ξενοδοχεῖο Macedonia
πλαγίασα σὲ μεταξωτὰ σεντόνια
εἴχανε καὶ μεταξωτὲς κουβέρτες
κι εἶπα: φέρτες.
Εἶπα καὶ στὴ ρεσεψιονίστα
πὼς μ᾿ ἔπιασε μεγάλη νύστα.
Θέλω ἄνεση σουίτας
εἶμαι ποιητὴς τῆς ἥττας.
Εἶμαι γενιὰ τοῦ Ἀργυρίου
(ρίου ρίου κι ἀντιρίου)
συνάδελφος τοῦ Κουλουφάκου
καὶ κάτσε κι ἄκου...
(ἀπόσπασμα)

Fair Play

(ὁ ποιητὴς ὑπογράφει ὡς: Μανοῦσος Φάσσης)
Τῷ φίλω Μ.Ἄν.
Πόσες χιλάδες ὧρες πέρασαν μὲ συνεδρίαση,
σ᾿ αχτίδες, κόβες καὶ κομματικοὺς πυρῆνες,
στὸ τέλος πάθαμε χρονία νικοτινίαση
κι ὁ πονοκέφαλος οὔτε περνοῦσε μ᾿ ασπιρίνες.
Μάθαμε ἀπ᾿ ὄξω -βασικὰ- ὅλα τὰ προβλήματα
καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πάλης
καὶ γίναμε τὰ δακτυλοδειχτούμενα τὰ βλήματα
κρατώντας τὸν Μὰρξ – Ἔγκελς ὑπὸ μάλης.
Μέρα τὴ μέρα θά ῾ρχονταν ἡ Ἐπανάσταση
καὶ περιμένοντας πέρασαν τὰ χρόνια
κι ὅμως σ᾿ τὸ λέγαν οἱ γονεῖς σου «ἄσ᾿ τα σὺ
πάντα θὰ βρίσκονται στὸν κόσμο ἄλλα κωθώνια».
Πάντοτε ὁ καπιταλισμὸς βρίσκει περάσματα
καὶ ξεπερνᾶ τὶς δύσκολες τὶς κρίσεις.
Κι ἕνα πρωί: «Ἀπαγορεύονται τὰ ἄσματα
καὶ κοπιάστε στὸ τμῆμα γιὰ ἀνακρίσεις».
Τώρα νὰ σπάσεις δὲν μπορεῖς πιά, σὲ χρωμάτισαν
καὶ σ᾿ ἔχουν σὰν τὸν ποντικὸ μέσα στὴ φάκα
καὶ δὲν ξεφεύγεις ἀπὸ τοῦ χαφιὲ τὸ μάτι σὰν
συναναστρέφεσαι τὸν καθ᾿ ἕνα μαλάκα.
...........................................................................................
Δὲν ἄκουσες ποτὲ τὴ μάνα σου τὴν ἅγια
σ᾿ ἐνοχλοῦσε καὶ σένα τὸ κατεστημένο,
δὲν εἶδες γύρω σου χιλιάδες τὰ ναυάγια
δὲν τὸ χαμπάρισες πὼς τὸ παιχνίδι ἦταν στημένο.